“Η Γερμανία επέστρεψε”, δήλωσε ο Φρίντριχ Μερτς, ο πιθανός επόμενος καγκελάριος της χώρας. Αυτή η φράση κάποτε θα προκαλούσε τρόμο στην ήπειρο. Τώρα, οι γείτονες της Γερμανίας χαίρονται που βλέπουν το Βερολίνο να αναλαμβάνει μεγαλύτερη ευθύνη για τη συλλογική τους ασφάλεια. Ένα τεράστιο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση αποτελεί η νέα νομοθεσία που επιτρέπει μεγαλύτερο δανεισμό για αμυντικές δαπάνες, η οποία έλαβε το πράσινο φως του κοινοβουλίου την Τρίτη και θα πρέπει να δώσει στον Μερτς τα οικονομικά μέσα για να καταστήσει τη χώρα ετοιμοπόλεμη.

Αυτό που θα είναι πιο δύσκολο είναι να αλλάξει η γερμανική νοοτροπία. Το να σύρουμε μια χώρα που άφησε με χαρά πίσω της το μιλιταριστικό της παρελθόν σε μια εποχή αμυντικής ετοιμότητας θα είναι μια τεράστια πρόκληση.

Εάν το τεράστιο πακέτο δαπανών που ενέκρινε η Μπούντεσταγκ περάσει από την υπόλοιπη νομοθετική διαδικασία και γίνει νόμος, ο Μερτς θα έχει μια ιστορική ευκαιρία να μετασχηματίσει την Μπούντεσβερ, τις ένοπλες δυνάμεις της Γερμανίας, από την κορυφή έως τα νύχια.

Παράλληλα με την έγκριση 500 δισεκατομμυρίων ευρώ (545,3 δισεκατομμυρίων δολαρίων) για επενδύσεις σε υποδομές, η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου έχει ουσιαστικά εξαιρέσει τις αμυντικές δαπάνες από τους αυστηρούς κανόνες της για το δανεισμό. Αυτό έρχεται να προστεθεί στο ειδικό στρατιωτικό ταμείο ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ που ενέκρινε ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς το 2022. Αυτό το τεράστιο οικονομικό περιθώριο θα πρέπει να βοηθήσει τη Γερμανία να συμβάλει στην αποτροπή και την άμυνα στην Ευρώπη, τώρα που οι αμερικανικές εγγυήσεις ασφαλείας δεν είναι πλέον δεδομένες.

Ωστόσο, υπάρχει ένα πρόβλημα: Η πλειονότητα των Γερμανών φαίνεται απρόθυμη να πολεμήσει για τη χώρα της. Όλες αυτές οι δαπάνες για στρατιωτικό εξοπλισμό θα είναι μάταιες αν δεν υπάρχουν άνθρωποι να τον χρησιμοποιήσουν. Σε μια πρόσφατη δημοσκόπηση, το 60% των πολιτών δήλωσε ότι “πιθανώς” ή “σίγουρα” δεν θα υπερασπιζόταν τη Γερμανία με στρατιωτική δύναμη, ακόμη και αν δεχόταν άμεση επίθεση. Μεταξύ των γυναικών, το ποσοστό αυξάνεται στο 73%. Η έρευνα διαπίστωσε επίσης ότι, κατά μέσο όρο, όσο αναβαίνει το μορφωτικό επίπεδο των ερωτηθέντων και όσο πιο αριστεροί δηλώνουν πολιτικά, τόσο λιγότερο πρόθυμοι είναι να υπερασπιστούν τη Γερμανία.

Αυτό αντικατοπτρίζεται στη μακροχρόνια κρίση στρατολόγησης της Μπούντεσβερ. Πρόσφατη έκθεση διαπίστωσε ότι ο στρατός της Γερμανίας υπολείπεται κατά 20.000 στρατιώτες από τον στόχο των 203.000 ατόμων και ότι από το 2019, ο μέσος όρος ηλικίας του προσωπικού έχει αυξηθεί στα 34 έτη από τα 32 έτη, καθώς κατατάσσονται λιγότεροι νέοι.

Η κυβέρνηση και η Μπούντεσβερ ζητούν εδώ και καιρό την επιστροφή μιας μορφής υποχρεωτικής θητείας για την επίλυση του προβλήματος. Ο Μαρσέλ Μπόχνερτ, ανώτερος αξιωματικός του στρατού και αναπληρωτής επικεφαλής της Γερμανικής Ένωσης Μπούντεσβερ, δήλωσε πρόσφατα στον Τύπο ότι δεν έχει νόημα να ελπίζουμε σε περισσότερους εθελοντές στρατεύσιμους. Υποστήριξε ότι ο στρατός έχει δοκιμάσει τα πάντα, από το σύγχρονο μάρκετινγκ και τις καμπάνιες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μέχρι συμμετοχή σε ημέρες απασχόλησης και επισκέψεις σε σχολεία.

Αλλά είναι αμφίβολο ότι οι άνθρωποι μπορούν να εξαναγκαστούν να υπηρετήσουν. Πολλοί νεότεροι Γερμανοί αντιστάθηκαν στην υποχρεωτική στρατιωτική θητεία των ανδρών πριν αυτή ανασταλεί το 2011. Μέχρι τότε, είχε ήδη μειωθεί σε μόλις 6 μήνες (κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ήταν 15 μήνες στη Δυτική και 18 μήνες στην Ανατολική Γερμανία). Υπήρχε επίσης μια αντίστοιχη πολιτική θητεία, την οποία οι νέοι άνδρες μπορούσαν να επιλέξουν να κάνουν αντί για στρατιωτική θητεία. Παρόλα αυτά, πολλοί δυσανασχετούσαν με την έννοια μιας επιβεβλημένης θητείας.

Όταν πήγαινα σχολείο στη Γερμανία στις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι άντρες φίλοι μου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποτύχουν στις εξετάσεις ιατρικής καταλληλότητας μόλις λάμβαναν τις επιστολές στράτευσης. Κάποιοι έτρωγαν πολλά αυγά για να “πειράξουν” τις τιμές στις εξετάσεις. Άλλοι έπαιρναν ναρκωτικά. Ένας προσποιήθηκε μια ψυχική διαταραχή. Αυτό λειτούργησε για τους περισσότερους από αυτούς. Το 2010, μόνο 32.673 νέοι άνδρες ολοκλήρωσαν τη στρατιωτική τους θητεία, παρόλο που η κυβέρνηση ήθελε 50.000. Η ιδέα φαινόταν χάσιμο χρόνου για όσους ήθελαν να πάνε στο πανεπιστήμιο, να ξεκινήσουν μια εκπαίδευση ή να ταξιδέψουν. Οι πόλεμοι ήταν κάτι που συνέβαινε σε άλλες χώρες.

Φυσικά, ο κόσμος δεν είναι όπως ήταν πριν από 20 χρόνια. Ένας μεγάλος πόλεμος έχει επιστρέψει στην Ευρώπη και πολλοί αισθάνονται ότι η ήπειρος στέκεται μόνη της απέναντι στη ρωσική επιθετικότητα. Μελέτες έχουν δείξει ότι ο φόβος του πολέμου είναι πλέον η υπ’ αριθμόν ένα ανησυχία των νέων Γερμανών. Μια δημοσκόπηση έδειξε ότι το 2019, μόλις οι μισοί από τους νέους ηλικίας 12-25 ετών ανησυχούσαν για τον “πόλεμο στην Ευρώπη”. Πέρυσι το ποσοστό ανέβηκε στο 81%.

Ωστόσο, ο φόβος μπορεί να μην είναι αρκετά ισχυρό κίνητρο για δράση. Επί του παρόντος, μόλις 11.434 άνδρες και γυναίκες ολοκληρώνουν τη στρατιωτική τους θητεία σε εθελοντική βάση. Όταν πρόσφατες δημοσκοπήσεις ρωτούσαν αν θα έπρεπε να επανέλθει η θητεία, μια πλειοψηφία της τάξης του 70% των Γερμανών απάντησε ναι. Όμως, μεταξύ των νέων κάτω των 30 ετών -δηλαδή εκείνων που θα έπρεπε πραγματικά να υπηρετήσουν- μόνο μια μειοψηφία τάχθηκε υπέρ της πρότασης.

Πέρυσι, παρακολούθησα ένα συνέδριο στο οποίο μίλησε ο Καρλ-Τέοντορ τσου Γκούτενμπεργκ. Με απόφασή του, ως υπουργός Άμυνας της Γερμανίας, ανεστάλη η υποχρεωτική στράτευση το 2010. Τώρα, υποστήριζε ότι είχε κάνει λάθος και ότι θα έπρεπε να επανέλθει. Ένας νεαρός στο ακροατήριο σηκώθηκε ενοχλημένος και ρώτησε: “Γιατί πρέπει να περάσω ένα χρόνο από τη ζωή μου κάνοντας κάτι που εσείς θέλετε να κάνω;”. Προφανώς δεν είναι ο μόνος.

Μια μελέτη που διεξήχθη από την Μπούντεσβερ το 2022 διαπίστωσε ότι τα κύρια κίνητρα όσων κατατάσσονται είναι ότι αισθάνονται ότι ο στρατός προσφέρει “ένα καλό μέρος για εργασία, συντροφικότητα και ομαδικότητα. Αλλά όχι αμοιβή, ώρες εργασίας ή κινητικότητα”. Επομένως, υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης για να γίνει ο στρατός μια πιο ελκυστική επιλογή σταδιοδρομίας.

Ωστόσο, η μεγαλύτερη πρόκληση θα παραμείνει το να πειστούν οι νέοι Γερμανοί ότι αξίζει να ρισκάρουν τη ζωή τους ή την υγεία τους για τη χώρα τους και τις αξίες της. Η αλήθεια είναι ότι, ενώ ο στρατός απολαμβάνει σταθερά υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στην κοινωνία, η γερμανική κοινωνία βγήκε από την ηθική χρεοκοπία του γενοκτονικού πολέμου του Χίτλερ δικαίως τιμωρημένη και επιφυλακτική απέναντι στη στρατιωτική κουλτούρα. Αυτή η κληρονομιά ζει στις καρδιές και τα μυαλά σήμερα.

Όταν η Μπούντεσβερ πραγματοποίησε το 2021 την παραδοσιακή τελετή “Großer Zapfenstreich” για να τιμήσει τους 90.000 Γερμανούς στρατιώτες που υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν και ιδιαίτερα τους 60 πεσόντες, υπήρξε εκτεταμένη οργή. Η παράδοση του 19ου αιώνα, η οποία περιλαμβάνει πορείες με πυρσούς, τηρείται από το σύνολο των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων εδώ και πάνω από έναν αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των Ναζί, αλλά και των μεταπολεμικών δυνάμεων και της σημερινής Μπούντεσβερ. Ωστόσο, δημόσια πρόσωπα όπως η πρώην πολιτικός των Πρασίνων Γιούτα Ντίτφουρθ αισθάνθηκαν άβολα στη θέα των γερμανικών στρατιωτικών παραδόσεων. Η Ντίτφουρθ έγραψε τότε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: “Όταν οι Γερμανοί σηκώνουν πυρσούς, δεν μπορώ να φάω όσο θα ήθελα, για να μην ανακατευτώ”. Hashtags όπως το #Wehrmacht – το όνομα του γερμανικού στρατού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – έγιναν σύντομα trend στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Το περιστατικό αποτελεί παράδειγμα της προσεκτικής ισορροπίας που πρέπει να επιτύχει η Γερμανία, ώστε να νιώθει πιο άνετα με την υπεράσπισή της και αυτής των άλλων, χωρίς ωστόσο να ξεχνάει την ιστορία της. Οι στρατοί της Γαλλίας, της Βρετανίας και των ΗΠΑ αντλούν μεγάλο μέρος της περήφανης σύγχρονης στρατιωτικής τους κουλτούρας από την ίδια ιστορία που προκαλεί αισθήματα ενοχής και άγχους στη συλλογική ψυχή της Γερμανίας. Δεν θα λειτουργήσουν ως πρότυπα για τη Γερμανία, η οποία θα πρέπει να βρει το δικό της δρόμο.

Η έγκριση ενός μεγαλύτερου αμυντικού προϋπολογισμού δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτό που θα πρέπει να ακολουθήσει για να είναι η Γερμανία σε θέση να πολεμήσει. Η Μπούντεσβερ δεν έχει τα γαλόνια μιας μακροχρόνιας στρατιωτικής παράδοσης μαχών για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Ο Μερτς θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να την οικοδομήσει, και αυτό απαιτεί έναν μετασχηματισμό που υπερβαίνει την πολιτική και το χρήμα.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion