Μπορεί η Ευρώπη να επανεξοπλιστεί χωρίς την Αμερική; Είναι ένα ερώτημα που κανείς δεν έθετε πριν από μερικά χρόνια, όταν η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία πυροδότησε μια “έκρηξη” 100 δισεκατομμυρίων ευρώ (109 δισ. δολάρια) στην αγορά αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών F-35 και ελικοπτέρων της Boeing από τη Γερμανία. Μεταξύ του 2020 και του 2024, οι ΗΠΑ αντιπροσώπευαν σχεδόν τα δύο τρίτα των ευρωπαϊκών εισαγωγών όπλων – η Γαλλία, με την υπερηφάνεια της για περισσότερα εγχώρια προϊόντα όπως το αεροσκάφος Rafale της Dassault Aviation, ήταν μια γκωλική εξαίρεση.

Τα καμώματα του Ντόναλντ Τραμπ έκαναν έκτοτε την προσέγγιση του Εμανουέλ Μακρόν – η οποία περιλαμβάνει την αγορά περισσότερων Rafale – να φαίνεται καλή. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ έχει προσβάλει τους συμμάχους στη γηραιά ήπειρο. Επέβαλε δασμούς και απείλησε να διαλύσει τις αμυντικές δεσμεύσεις, ενώ προσπαθεί να κλείσει το deal για την Ουκρανία. Αρκετές χώρες επανεξετάζουν τώρα τις παραγγελίες των F-35, τόσο λόγω εικόνας όσο και βαθύτερων ανησυχιών σχετικά με την εξάρτηση από έναν όλο και πιο απρόβλεπτο ηγεμόνα. Η ιδέα ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να απενεργοποιήσει τα οπλικά συστήματα των συμμάχων δεν είναι πλέον αδύνατη, δήλωσε πρόσφατα το think tank EUISS, δίνοντας όλο και περισσότερο έναν επείγοντα χαρακτήρα στα σχέδια της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη μείωση των “υπερβολικών” εξαρτήσεων από τις εισαγωγές.
Ακόμη και οι τεχνοκράτες των Βρυξελλών γνωρίζουν ότι η ωμή πραγματικότητα είναι πως μια μοναχική πορεία είναι αδύνατη σήμερα: Δεκαετίες στρατηγικής εξωτερικής ανάθεσης σημαίνουν ότι η αμυντική βιομηχανική βάση της Ευρώπης αντιστοιχεί στο ένα τρίτο του μεγέθους αυτής των ΗΠΑ, ενώ ο προϋπολογισμός της για την έρευνα αποτελεί το ένα δέκατο των πόρων που αφιερώνει το Πεντάγωνο. Οι ευρωπαϊκές εκκρεμείς παραγγελίες αμερικανικού εξοπλισμού ανέρχονται σε 472 αεροσκάφη και 150 ελικόπτερα – εν τω μεταξύ, η Dassault παρέδωσε πέρυσι 21 Rafales και το σχέδιο για την επόμενη γενιά αεροσκαφών με την Airbus δεν αναμένεται πριν από το 2040. Ο Πίτερ Μερτς, επικεφαλής της ελβετικής Πολεμικής Αεροπορίας, αναφέρει ότι η ακύρωση των F-35 σήμερα θα ισοδυναμούσε με αυτοτραυματισμό – άλλωστε, πρόκειται για ένα αντικειμενικά πολύ καλό αεροπλάνο που παράγεται από μια εξαιρετικά αλληλεξαρτώμενη αλυσίδα εφοδιασμού αεροδιαστημικής, όπως προειδοποιεί η καναδική Bombardier.Play Video
Ωστόσο, μακροπρόθεσμα, ο στόχος της μεγαλύτερης ανεξαρτησίας είναι απολύτως σωστός – ειδικά όταν διακυβεύονται 800 δισεκατομμύρια ευρώ μελλοντικών αμυντικών δαπανών.

Η διαμάχη γύρω από τα F-35 υπερβαίνει την επιφανειακή συζήτηση για το αν υπάρχει ένα “κουμπί” που θα μπορούσε να πατηθεί ανά πάσα στιγμή στο Οβάλ Γραφείο. Το βιβλίο του πρώην πιλότου μαχητικών αεροσκαφών Φιλίπ Στάινινγκερ για την αεροπορική ισχύ το 2020 περιγράφει το F-35 ως έναν σύγχρονο “φεουδαλισμό” σε μεγάλη κλίμακα: Οι ακριβές αναπτυξιακές συνεργασίες με τους πελάτες και η ανταλλαγή δεδομένων σε πραγματικό χρόνο λειτουργούν ως γεωπολιτικός περιορισμός που ανταλλάσσει την αυτονομία με την προστασία των ΗΠΑ. Ενώ η απαγόρευση του Τραμπ το 2019 στην ικανότητα της Τουρκίας να αγοράσει F-35 είναι ένα προφανές παράδειγμα του τι σημαίνει αυτό, υπάρχουν και άλλα – όπως η πρόσβαση στην ανταλλαγή δεδομένων που είναι κρίσιμη για την επίτευξη των σωστών στόχων. Είτε το ονομάσουμε “κουμπί” είτε όχι, απαιτείται μεγάλη εμπιστοσύνη, που υπερβαίνει το ίδιο το αεροπλάνο.
“Το F-35 αντιπροσωπεύει τη συνεργασία, και αυτό φτάνει στην καρδιά του τι σημαίνει συνεργασία”, λέει ο Ρίτσαρντ Αμπούλαφια, διευθύνων σύμβουλος της AeroDynamic Advisory. “Ο αμερικανικός στρατός μπορεί να διατηρήσει έναν επαγγελματισμό και παραμείνει πολιτικά ουδέτερος, ή μπορεί και όχι. Απλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε”.
Αν η αποσύνδεση από τις ΗΠΑ δεν αποτελεί επιλογή -ούτε και το status quo- τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη για να προστατεύσει την προσπάθειά της για επανεξοπλισμό από τον Τραμπ; Μια προσέγγιση παρόμοια με αυτή της Πολωνίας είναι να εργαστεί για να καλύψει τα κενά δυνατοτήτων στο εσωτερικό της με την πάροδο του χρόνου, αποδεχόμενη παράλληλα ξένους προμηθευτές στο άμεσο μέλλον. Ο “ευρωπαϊκοποίηση” του εφοδιασμού είναι λιγότερο ιδεαλιστική από ό,τι ακούγεται: Μια πρόσφατη έρευνα του Defense News διαπίστωσε ότι οι στρατιωτικές δορυφορικές επικοινωνίες και οι μη επανδρωμένες υπηρεσίες πληροφοριών και αναγνώρισης είναι τομείς στους οποίους η Ευρώπη απέχει τρία χρόνια ή και λιγότερα από την απόκτηση επαρκών ικανοτήτων. Οι εναλλακτικές λύσεις σε δορυφορικές επικοινωνίες σαν το Starlink του Έλον Μασκ θα χρειαστούν περισσότερο χρόνο, ίσως και μια δεκαετία.
Ταυτόχρονα, θα χρειαστούν περισσότερες συνεργασίες για τη διαφοροποίηση του εφοδιασμού και την ανταλλαγή γνώσεων. Αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει στενότερους δεσμούς με την Ουκρανία, η οποία έχει αναγκαστεί να γίνει πρωτοπόρος στον πόλεμο με μη επανδρωμένα αεροσκάφη. Θα πρέπει επίσης να περιλαμβάνει το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο αποχώρησε από την ΕΕ το 2020, αλλά θα αποτελέσει το κλειδί για την οικοδόμηση μιας αξιόπιστης αποτρεπτικής δύναμης έναντι της Ρωσίας.
Και τέλος, η ικανότητα της ΕΕ να παρέχει οικονομικά κίνητρα θα πρέπει να προωθήσει περισσότερες παραγγελίες για διασυνοριακά συνεργατικά έργα όπως το Eurofighter – μια κοινοπραξία μεταξύ της Airbus, της BAE Systems Plc και της Leonardo SpA – σύμφωνα με τον αναλυτή του Bloomberg Intelligence Φρανσουά Ντιφλό. Το αγαπημένο Rafale του Μακρόν μπορεί επίσης να τα πάει καλά και εκτός Ευρώπης σε έναν κόσμο λιγότερο εξαρτημένο από τις ΗΠΑ, ιδίως δεδομένης της τρέχουσας πελατειακής του βάσης σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή.
Όλα αυτά εξαρτώνται από το αν η Ευρώπη είναι πραγματικά πρόθυμη να σπάσει τις παγιωμένες συνήθειες όσον αφορά τους προϋπολογισμούς, τις προμήθειες και την πολιτική της. Η Γερμανία κάνει επί του παρόντος μεγάλα βήματα προς την κατάκτηση ενός ορόσημου για τον τερματισμό της λιτότητας, αλλά δεν μπορεί να τα κάνει όλα μόνη της. Το μπλοκ θέτει τα σωστά ερωτήματα – αλλά το να βγάλει τις ΗΠΑ από το πιλοτήριο δεν θα είναι εύκολο.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου