Μια εκεχειρία είναι πάντα καλύτερη από μια μη εκεχειρία, και αυτό περιλαμβάνει και την εκεχειρία στην οποία η Ουκρανία, έπειτα από συνομιλίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες στη Σαουδική Αραβία, δηλώνει έτοιμη να συμφωνήσει, υπό την προϋπόθεση ότι το ίδιο θα κάνει και η Ρωσία.

Το γεγονός και μόνο ότι οι Αμερικανοί και οι Ουκρανοί συνομιλούν είναι επίσης θετικό, ιδίως μετά την περιφρόνηση με την οποία αντιμετώπισε ο Ντόναλντ Τραμπ τον Βολοντίμιρ Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο νωρίτερα αυτό το μήνα. Αλλά ο Ουκρανός πρόεδρος έχει δίκιο να παραμένει επιφυλακτικός απέναντι στις επερχόμενες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις, καθώς ο Αμερικανός ομόλογός του φαίνεται να τις οραματίζεται με διαφορετικό τρόπο. 

Η κατεύθυνση των αμερικανικών ειρηνευτικών προσπαθειών υπό τον Τραμπ είναι να επιβληθεί, στον βωμό της όποιας επίτευξης συμφωνίας, μια κακή και άδικη συμφωνία σε μια χώρα που είναι θύμα της ρωσικής επιθετικότητας από το 2014 και της βίαιης πλήρους εισβολής της από το 2022. Ο Τραμπ έχει αντιστρέψει τους ηθικούς ρόλους στη σύγκρουση, κατηγορώντας την Ουκρανία και όχι τη Ρωσία για τον πόλεμο και αποκαλώντας τον Ζελένσκι και όχι τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, δικτάτορα. Είναι σαφές ότι ο Τραμπ θα ζητήσει πολλά από τον Ζελένσκι και συγκλονιστικά λίγα από τον Πούτιν. Για αρχή, ο Τραμπ έχει εκ των προτέρων αποκλείσει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ και την παρουσία αμερικανικών δυνάμεων στο έδαφος και έχει αφήσει να εννοηθεί ότι περιμένει από την Ουκρανία να κάνει μεγάλες εδαφικές παραχωρήσεις.

Αυτοί οι κακοί οιωνοί έχουν οδηγήσει αναλυτές και ειδικούς να αναζητούν ιστορικούς παραλληλισμούς. Ο Λάρι Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, δήλωσε στο Bloomberg ότι η επερχόμενη συμφωνία θα μπορούσε να είναι “μια συμφωνία παρόμοια με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που επιβάλλεται, όχι στους επιτιθέμενους, αλλά στα θύματα της επιθετικότητας”. Αναφερόταν στη Συνθήκη των Βερσαλλιών που τερμάτισε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά με όρους που παρατηρητές όπως ο Τζον Μέιναρντ Κέινς θεωρούσαν τόσο καταστροφικούς και ταπεινωτικούς για τη Γερμανία, ώστε να “διασφαλίσουν” έναν νέο πόλεμο στο μέλλον. Το γεγονός ότι η Ουκρανία, σε αντίθεση με τη Γερμανία το 1914, δεν έκανε τίποτα για να προκαλέσει τον σημερινό πόλεμο θα έκανε ένα τέτοιο αποτέλεσμα ακόμη πιο δύσκολο να το υπομείνει κανείς. 

Υπάρχουν όμως πιο εύστοχες και πρόσφατες αναλογίες με την τρέχουσα κατάσταση, σύμφωνα με τον ιστορικό Ίαν Χόργουντ. Η μία είναι το Βιετνάμ στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Όπως οι ΗΠΑ στάθηκαν από το 2022 στο πλευρό της Ουκρανίας, κάποτε υποστήριξαν το Νότιο Βιετνάμ, το οποίο δέχθηκε επίθεση από το Βόρειο Βιετνάμ, το οποίο, με τη σειρά του, υποστηριζόταν από την Κίνα και τη Σοβιετική Ένωση. Μια μεγάλη διαφορά με τη σημερινή κατάσταση στην Ουκρανία ήταν ότι οι ΗΠΑ είχαν στρατεύματα στο έδαφος και ένα αντίστοιχα τραυματισμένο εσωτερικό μέτωπο. Μια ομοιότητα ήταν ότι η Ουάσινγκτον είχε καταλήξει στο να θεωρεί ότι η σύγκρουση αυτή δεν μπορεί να κερδηθεί και ήθελε να τη λήξει, με τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον να είναι πρόθυμος να παίξει τον ρόλο του ειρηνοποιού.

Τότε, όπως και τώρα, οι ΗΠΑ εξανάγκασαν τον σύμμαχό τους σε διαπραγματεύσεις απειλώντας να αποσύρουν κάθε υποστήριξη. Προσέφεραν επίσης στον σύμμαχό τους, όπως αποδείχθηκε, σαθρές εγγυήσεις ασφαλείας. Σε επιστολή του προς τον Νοτιοβιετναμέζο ομόλογό του, ο Νίξον επανέλαβε “τις προσωπικές μου διαβεβαιώσεις προς εσάς ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αντιδράσουν πολύ έντονα και γρήγορα σε οποιαδήποτε παραβίαση της συμφωνίας”. Αυτή η αντίδραση νοούνταν ως μαζικός αεροπορικός βομβαρδισμός. Οι ειρηνευτικές συμφωνίες του Παρισιού υπογράφηκαν το 1973. Αλλά όταν οι Βορειοβιετναμέζοι εξαπέλυσαν νέα επίθεση δύο χρόνια αργότερα, οι ΗΠΑ (με επικεφαλής πλέον τον Τζέραλντ Φορντ) υποχώρησαν και το Νότιο Βιετνάμ έπεσε. 

Το επόμενο παράδειγμα σίγουρα θα εξοργίσει τον Τραμπ, επειδή αφορά τον ίδιο και τον διάδοχό του, τον Τζο Μπάιντεν. Στην πρώτη του θητεία, ο Τραμπ βιαζόταν να τερματίσει τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, τον οποίο επίσης θεωρούσε αδιέξοδο. Έτσι, η κυβέρνησή του άρχισε να συνομιλεί απευθείας με τους Ταλιμπάν -σας θυμίζουν κάτι οι συνομιλίες του Τραμπ με τον Πούτιν;- χωρίς να συμπεριλαμβάνει την αφγανική κυβέρνηση την οποία η Αμερική υποστήριζε, αλλά την οποία ο Τραμπ πίεζε πλέον με απειλές για απότομη αποχώρηση που έμειναν γνωστές ως “Δαμόκλεια Tweets”.

Οι συνομιλίες αυτές οδήγησαν στη συμφωνία της Ντόχας το 2020, στην οποία η αφγανική κυβέρνηση παραγκωνίστηκε και οι ΗΠΑ κατέληξαν σε συμφωνία με τους Ταλιμπάν, οι οποίοι υποσχέθηκαν να μην επιτρέψουν τρομοκράτες στο Αφγανιστάν και να συνομιλήσουν με την κυβέρνηση. Όταν όμως αθέτησαν αυτές τις εγγυήσεις, οι Αμερικανοί συνέχισαν να αποσύρονται. Και όταν ανέλαβε ο Μπάιντεν, συνέχισε στην ίδια κατεύθυνση, αποχωρώντας τελικά βιαστικά, με ανικανότητα και ανευθυνότητα, αφήνοντας την κυβέρνηση να καταρρεύσει και τους Ταλιμπάν να καταλάβουν την Καμπούλ. 

Το ανησυχητικό μοτίβο είναι ότι οι ΗΠΑ, όταν είναι πρόθυμες να εξέλθουν από ένα ξένο χάος, τείνουν να παραγκωνίζουν τους συμμάχους, να παραχωρούν πάρα πολλά στους αντιπάλους και τελικά να απομακρύνονται από τις δεσμεύσεις που είτε υπονοούνται είτε έχουν δοθεί. Όλα όσα είπε και έκανε ο Τραμπ ως υποψήφιος αλλά και ως 47ος πρόεδρος υποδηλώνουν ότι μπορεί να είναι έτοιμος για ένα encore

Ο Τραμπ είχε μια τεταμένη σχέση με τον Ουκρανό πρόεδρο από την πρώτη του θητεία. Αλλά για τον Ζελένσκι, δεν θα πρέπει να έχει σημασία ποιος είναι ο συνομιλητής του, όπως δεν είχε μεγάλη σημασία για τους Νοτιοβιετναμέζους ή τους Αφγανούς αν τους εγκατέλειψε ο Νίξον ή ο Φορντ, ο Τραμπ ή ο Μπάιντεν. Η δουλειά του Κιέβου είναι να διασφαλίσει ότι η Ουκρανία θα επιβιώσει ως έθνος, όχι μόνο για τη διάρκεια ενός ειδησεογραφικού κύκλου που καθορίζεται από έναν Αμερικανό πρόεδρο, αλλά για πάντα.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion