Η κυβέρνηση Τραμπ ενισχύει μια ισχυρή δύναμη παγκοσμίως: τον αντιαμερικανισμό. Οι Καναδοί έχουν αρχίσει να αποδοκιμάζουν τον αμερικανικό εθνικό ύμνο και οι Παναμέζοι να καίνε αμερικανικές σημαίες. Τα βρετανικά ταμπλόιντ έχουν βαπτίσει με “πίσσα και πούπουλα” τον αντιπρόεδρο Τζέι Ντι Βανς επειδή προσέβαλε τα βρετανικά στρατεύματα. Ένα καρναβαλικό άρμα στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας έσερνε γιγάντιες μαριονέτες του Ντόναλντ Τραμπ και του Ρώσου ομολόγου του, Βλαντιμίρ Πούτιν, να σφίγγουν τα χέρια συνθλίβοντας τον ματωμένο Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Στο άρμα έγραφε: “Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν 2.0”. Πίσω στην πατρίδα, η Washington Post δημοσίευσε έναν οδηγό [προς τους Αμερικανούς] για το πώς να ανταπεξέλθουν στην εχθρότητα στο εξωτερικό (“ντυθείτε ουδέτερα, όχι πατριωτικά”).
Ποτέ δεν υπήρξε καλύτερη στιγμή για να είναι κανείς οπαδός του αντιαμερικανισμού. Ο Τραμπ ενσαρκώνει όλα αυτά για τα οποία προειδοποιούσαν οι επικριτές των ΗΠΑ, και ακόμη περισσότερα. Η αλαζονεία των Γιάνκηδων; Αυτός και ο Βανς, στο Οβάλ Γραφείο, τραμπούκισαν ξεδιάντροπα τον ηγέτη ενός έθνους που έπεσε θύμα της επιθετικότητας του Ρώσου προέδρου. Ο ιμπεριαλισμός των Αμερικανών; Ο Τραμπ καυχήθηκε σε ένα Κογκρέσο που ζητωκραύγαζε ότι θα καταλάβει τη Γροιλανδία “με τον έναν ή τον άλλο τρόπο”. Η ανικανότητα των Γιάνκηδων; Οι δασμοί του αποσταθεροποιούν τα παγκόσμια χρηματιστήρια και υποβαθμίζουν τη δική του οικονομία.
Μια δημοσκόπηση της YouGov που δημοσιεύθηκε στις 4 Μαρτίου δείχνει ότι τα θετικά συναισθήματα απέναντι στις ΗΠΑ έχουν μειωθεί από έξι έως 28 μονάδες μετά την εκλογή του Τραμπ. Η μικρότερη πτώση (από 48 σε 42) παρατηρείται στην Ιταλία. Η μεγαλύτερη (από 48 σε 20) είναι στη Δανία, όπου, όπως αναμενόταν, οι άνθρωποι ενοχλούνται από την πρόθεσή του να προσαρτήσει μέρος της επικράτειάς τους. Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει χώρα στην Ευρώπη όπου έστω το ήμισυ του πληθυσμού της να καταγράφει θετικά συναισθήματα για τις ΗΠΑ.
Οι αριθμοί αυτοί είναι πιθανό να επιδεινωθούν σημαντικά καθώς θα αρχίσει η μαζική απέλαση μεταναστών και όταν οι δασμοί αρχίσουν να επιβαρύνουν όλο και περισσότερο την παγκόσμια οικονομία.
Υπάρχει κάτι που να εξηγεί τον αυξανόμενο αντιαμερικανισμό πέρα από τον απλό αντι-Τραμπισμό; Νομίζω πως ναι. Υπάρχει εντεινόμενη εχθρότητα απέναντι στον ενθουσιασμό της Αμερικής να επιδεικνύει την πολιτική και πολιτιστική της επιρροή – ένας ζήλος που προϋπήρχε του Τραμπ και καθοδηγείται όσο από την κυριαρχία της χώρας στις πιο ισχυρές τεχνολογίες του κόσμου όσο και από την πολιτική της. Το να ζεις με την Αμερική είναι σαν να συγκατοικείς με κακομαθημένους εφήβους που απαιτούν συνεχή προσοχή και νομίζουν ότι έχουν λύσει τα μυστήρια του σύμπαντος.
Το τελευταίο μεγάλο πολιτιστικό προϊόν που εξήγαγε η Αμερική πριν κερδίσει τις εκλογές ο Τραμπ – το λεγόμενο “woke” – έχει εξοργίσει τον κόσμο της δεξιάς και του κέντρου με την εργαλοιοποίηση των πολιτιστικών συγκρούσεων. Οι ιστότοποι των ΗΠΑ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – ιδίως το Facebook και το X, πρώην Twitter – θεωρούνται όλο και περισσότερο ως παράγοντες διαίρεσης και αποστασιοποίησης και όχι, όπως κάποτε τους άρεσε να αυτοχαρακτηρίζονται, ως δημιουργοί ενός “παγκόσμιου χωριού”.
Παράλληλα, δεν υπήρξε ποτέ χειρότερη στιγμή για να είναι κανείς φιλοαμερικανός. Οι υπέρμαχοι των ΗΠΑ παραδοσιακά υπερασπίζονται τη χώρα αυτή (και δικαιολογούν τις αποτυχίες της) για τρεις λόγους: πρώτον, ότι ως η μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου, οι ΗΠΑ παρέχουν σταθερότητα και ασφάλεια- δεύτερον, ότι ως η κορυφαία φιλελεύθερη δημοκρατία στον κόσμο, υπερασπίζονται και διαδίδουν τη φιλελεύθερη δημοκρατία σε όλο τον κόσμο- και τρίτον, ότι είναι η ατμομηχανή του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς.
Αυτές οι δικαιολογίες σίγα σιγά εξανεμίζονται. Οι ΗΠΑ μετατρέπονται σε πηγή παγκόσμιας αστάθειας – προφανώς λόγω της συμπεριφοράς του Τραμπ, αλλά και λόγω της αυξανόμενης συνήθειας να εναλλάσσονται μεταξύ των άκρων (από τη “σταυροφορία” του προέδρου Τζορτζ Μπους για την προώθηση της δημοκρατίας στον απομονωτισμό του Τραμπ). Η εσωτερική πολιτική της Αμερικής είναι πλέον τόσο ασταθής που την καθιστά αναξιόπιστο μακροπρόθεσμο εταίρο, ανεξάρτητα από το ποιος κρατά το κλειδί του Λευκού Οίκου. Υπό τον Τραμπ, οι ΗΠΑ σέρνονται στον μεγαλύτερο εχθρό της φιλελεύθερης δημοκρατίας στον κόσμο, τον Πούτιν, και εισάγουν τεράστια αστάθεια στις παγκόσμιες αγορές.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας έξαρσης του αντιαμερικανισμού υπό τον Μπους, οι φιλοαμερικανοί είχαν τουλάχιστον κάτι να υπερασπιστούν: την ιδέα ότι οι ΗΠΑ ανέτρεπαν έναν δικτάτορα και διέδιδαν τη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή. Τι μπορούν να υπερασπιστούν σήμερα; Κανείς, εκτός των ΗΠΑ, δεν υποστηρίζει τους δασμούς. Και κανένας εκτός του άξονα της απολυταρχίας δεν υποστηρίζει την εξωτερική πολιτική του Τραμπ. Ακόμη και όσοι καταφέρνουν να τα βρουν με τον Τραμπ, όπως ο πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Κιρ Στάρμερ, το κάνουν με σφιγμένα δόντια.
Ο αντιαμερικανισμός είναι πιθανό να είναι μετασχηματιστικός στην εσωτερική ευρωπαϊκή και διεθνή πολιτική, αν ο Τραμπ συνεχίσει τις εμπρηστικές πράξεις των πρώτων επτά εβδομάδων του στο αξίωμα. Το συναίσθημα αυτό διαβρώνει ήδη την εγχώρια υποστήριξη των λαϊκιστών πολιτικών που έχουν ευθυγραμμιστεί μαζί του.
Ο Νάιτζελ Φάρατζ, ο ηγέτης του βρετανικού κόμματος Reform και ένας άνθρωπος που έχει εκμεταλλευτεί τη θέση του ως “ο καλύτερος φίλος του Τραμπ” στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπαναχώρησε από την υπόθεσή του ότι ο Ζελένσκι ήταν “αγενής” προς τον Τραμπ και κατήγγειλε το “λάθος, λάθος, λάθος” του Βανς για τα βρετανικά στρατεύματα. Τόσο το Εργατικό όσο και το Συντηρητικό κόμμα θεωρούν ότι η εγγύτητα του Φάρατζ με τον Τραμπ θα μπορούσε να αποδειχθεί εκλογικό βαρίδι για το Reform. Το καναδικό Συντηρητικό Κόμμα, το οποίο απολάμβανε επί δύο χρόνια τεράστιο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις έναντι των Φιλελευθέρων του πρωθυπουργού Τζάστιν Τριντό, είδε το πλεονέκτημά του να εξανεμίζεται από τον Ιανουάριο, με τη νίκη των Συντηρητικών στις εκλογές του Οκτωβρίου να μην είναι πλέον δεδομένη.
Ένας από τους λόγους για τους οποίους μεγάλες δυνάμεις παρουσιάζονται ως καλοκάγαθοι υπερασπιστές της παγκόσμιας τάξης είναι για να αποτρέψουν τις μικρότερες δυνάμεις από το να συμμαχήσουν εναντίον τους. Η Αμερική του Τραμπ αποφάσισε να κάνει το αντίθετο. Οι δυτικές δυνάμεις δημιουργούν συμμαχίες που αποκλείουν (ή τουλάχιστον δεν περιλαμβάνουν) τις ΗΠΑ. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδίως η Γερμανία, αρχίζει να παίρνει τη στρατιωτική της μοίρα στα χέρια της μετά από δεκαετίες παθητικότητας. Η ΕΕ έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες με τη Λατινική Αμερική και τη Μαλαισία και έχει κάνει διάφορες παράλληλες συμφωνίες με τον Καναδά και την Κίνα. Ορισμένοι από τους συμμάχους της θεωρούν τις ΗΠΑ, σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Μάικλ Μπέκλεϊ, ως “μια απατεώνισσα υπερδύναμη, ένα μερκαντιλιστικό μεγαθήριο αποφασισμένο να αποσπάσει κάθε ίχνος πλούτου και δύναμης από τον υπόλοιπο κόσμο”.
Καθώς η Αμερική αποδυναμώνει τις συμμαχίες που είχε καλλιεργήσει κατά τη μεταπολεμική εποχή, ο άξονας της απολυταρχίας κάνει το αντίθετο. Η Ρωσία και η Κίνα έχουν υποσχεθεί παντοτινή φιλία. Οι δυνάμεις που παλαιότερα ονομάζονταν αδέσμευτες σχηματίζουν τώρα ουρά για να ενταχθούν στην ομάδα BRICS των αναδυόμενων αγορών. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν πλέον να υποθέτουν ότι άλλες φιλελεύθερες δυνάμεις θα έρθουν αυτόματα στο πλευρό τους λόγω κοινών συμφερόντων και πολιτισμού. Ούτε μπορούν να υποθέσουν ότι, όταν έρθει η ώρα, οι αδέσμευτες δυνάμεις θα επιλέξουν την Αμερική έναντι της Κίνας.
Το τζίνι του αντιαμερικανισμού έχει πλέον όχι μόνο βγει από το λυχνάρι, αλλά προκαλεί ήδη τεράστια ζημιά στα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της χώρας. Ακόμη και αν ο Τραμπ αποδειχθεί στο τέλος μια παρέκκλιση, καθώς η αποστροφή προς τις πολιτικές του εξαπλώνεται στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, θα χρειαστούν πολλά χρόνια για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη η εμπιστοσύνη του ελεύθερου κόσμου.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου