Κάποτε, η συντηρητική θέση στα οικονομικά ήταν εύκολο να περιγραφεί: Ήταν υπέρ της ελεύθερης αγοράς. Στη δημόσια πολιτική, αυτό σήμαινε υποστήριξη σε χαμηλότερη φορολογία, λιγότερους κανονισμούς, μικρότερο κράτος και δημοσιονομική σύνεση. Οι Ρεπουμπλικάνοι δεν τηρούσαν πάντα αυτές τις αρχές, αλλά τουλάχιστον τις επεδίωκαν.
Ωστόσο, υπήρξε μια πολιτική και οικονομική μετατόπιση, και τώρα ένα μεγάλο μέρος του συντηρητικού κινήματος στρέφεται ενάντια στην ελεύθερη αγορά. Αυτή η αλλαγή μπορεί κάλλιστα να είναι μεγαλύτερη και να διαρκέσει περισσότερο από την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ. Όλα αυτά εγείρουν ένα δυσάρεστο ερώτημα για τους υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς, εμού συμπεριλαμβανομένου: Υπάρχει ένα κόμμα που να παραμένει φιλικό προς την αγορά στην Αμερική;
Ας ρίξουμε μια ματιά στο προεκλογικό πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος το 2024: “Για δεκαετίες, οι πολιτικοί μάς πούλησαν τις δουλειές και τα εισοδήματά μας στους πλειοδότες στο εξωτερικό με άδικες εμπορικές συμφωνίες και τυφλή πίστη στις Σειρήνες της παγκοσμιοποίησης”. Ξεχάστε τον Ρόναλντ Ρήγκαν – αυτό δεν είναι το κόμμα του Μιτ Ρόμνεϊ.
Από την πλευρά του, ο Τραμπ έχει τις δικές του αντιφάσεις για την ελεύθερη αγορά. Οι πολιτικές της πρώτης θητείας του ήταν ως επί το πλείστον υπέρ της αγοράς. Οι δασμοί ήταν μικροί και οι πολιτικές που υπέγραψε περιλάμβαναν μειώσεις φόρων και λιγότερη νομοθετική ρύθμιση. Είναι αλήθεια ότι αύξησε το χρέος, αλλά σε αυτό έμοιαζε με τους προηγούμενους Ρεπουμπλικάνους προέδρους.
Αυτή τη φορά, η κυβέρνησή του έχει επίσης κάποιες τάσεις υπέρ της ελεύθερης αγοράς, αλλά τα στοιχεία κατά της αγοράς είναι πιο εμφανή. Από τη μία, υπάρχουν υποσχέσεις για μείωση των κανονισμών, του μεγέθους της κυβέρνησης και των φόρων. Από την άλλη, υπάρχουν ακόμη μεγαλύτεροι δασμοί σε ακόμη περισσότερες χώρες, έμφαση σε στενές φορολογικές περικοπές αντί για ευρύτερη μεταρρύθμιση, ένα “φετίχ” για τη μεταποίηση, συζήτηση για μέρισμα DOGE και – παρά τις δηλώσεις για δημοσιονομική υπευθυνότητα – μια ισχυρή δέσμευση να μην μειωθούν τα επιδόματα.
Ακόμη και οι αξιωματούχοι είναι διχασμένοι. Ο Έλον Μασκ, ίσως το πιο ισχυρό μέλος της κυβέρνησης, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως pro-market ή τουλάχιστον υπέρ της αποτελεσματικότητας. Ο υπουργός Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, ο υπουργός Εσωτερικών Νταγκ Μπέργκαμ και οι οικονομικοί σύμβουλοι Κέβιν Χάσετ και Στίβεν Μίραν τάσσονται όλοι υπέρ της αγοράς. Η υποψήφια υπουργός Εργασίας Λόρι Τσάβες-Ντε Ρέμερ και ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Εμπορίου Άντριου Φέργκιουσον, με τον ενθουσιασμό τους για τα εργασιακά και την επιβολή των αντιμονοπωλιακών κανονισμών, τάσσονται περισσότερο κατά της αγοράς.
Και έπειτα υπάρχει και το πιθανό μέλλον του κόμματος, ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς, ο οποίος είναι απόφοιτος της σκεπτικιστικής απέναντι στην αγορά οικονομικής σχολής του Yale. Το ίδιο ισχύει και για άλλους νέους και επιδραστικούς Ρεπουμπλικανούς, όπως ο γερουσιαστής Τζος Χόλεϊ.
Το χάσμα στο εσωτερικό της ηγεσίας αντανακλάται στους υποστηρικτές της. Το κόμμα γίνεται όλο και πιο εργατικό, και αυτοί οι ψηφοφόροι μπορεί να προτιμούν λιγότερο φιλικές προς την αγορά πολιτικές. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι υπάρχει αυξανόμενη υποστήριξη για τα συνδικάτα και τους δασμούς για την ενίσχυση της παραγωγής μεταξύ των Ρεπουμπλικανών ψηφοφόρων. Αλλά οι Ρεπουμπλικάνοι βασίζονται επίσης στην υποστήριξη των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες είναι γενικά εχθρικές προς τους δασμούς και τις φιλεργατικές πολιτικές. Ένας ταλαντούχος πολιτικός μπορεί να είναι σε θέση να κατευνάσει και τις δύο ομάδες για λίγο – αλλά η αναμέτρηση είναι αναπόφευκτη.
Σε αυτό το πλαίσιο, η υπόσχεση του Τραμπ να μην αγγίξει τα επιδόματα μπορεί να αποδειχθεί η πιο σημαντική απόκλιση από τις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Η προσπάθεια του DOGE να περιορίσει τη σπατάλη και την απάτη στο Medicare και την Κοινωνική Ασφάλιση, αν και χρήσιμη, δεν μετράει – δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα εκεί. Οι μη χρηματοδοτούμενες δαπάνες επιδομάτων είναι η μεγαλύτερη απειλή για τη δημοσιονομική υγεία της Αμερικής.
Η υπόσχεση του Τραμπ μπορεί να είναι δημοφιλής τόσο στους Ρεπουμπλικάνους όσο και στους Δημοκρατικούς. Αλλά καταργεί κάθε πρόσχημα ότι νοιάζεται για το χρέος και, εκτός αυτού, είναι μη ρεαλιστική. Την επόμενη δεκαετία, και τα δύο κόμματα θα πρέπει να πάρουν θέση για τα επιδόματα και να δηλώσουν αν τάσσονται υπέρ της αύξησης των φόρων, της περικοπής των παροχών ή κάποιου συνδυασμού τους – ή απλώς σχεδιάζουν να αυξήσουν το δημόσιο χρέος.
Στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, η απάντηση μπορεί να έρθει νωρίτερα. Εάν η απορρύθμιση και οι φορολογικές περικοπές του Τραμπ παράγουν ανάπτυξη και οι δασμοί δεν προκαλέσουν πολλά προβλήματα, τότε η ιδεολογία MAGA θα φαίνεται να έχει λειτουργήσει. Μια κυβέρνηση Βανς θα στρεφόταν τότε αναμφίβολα ακόμη πιο σκληρά εναντίον των αγορών. Αλλά αν ο πληθωρισμός επιστρέψει, η ανάπτυξη υποχωρήσει ή υπάρξει κάποιο άσχημο οικονομικό σοκ, τότε η προσέγγιση του Τραμπ θα θεωρηθεί λιγότερο επιτυχημένη. Σε αυτή την περίπτωση, οι πιο παραδοσιακοί Ρεπουμπλικάνοι μπορεί να επιστρέψουν σε μια ρητορική πιο προσανατολισμένη στην αγορά.
Οι Ρεπουμπλικάνοι εξακολουθούν να είναι πιο φιλικοί προς τις αγορές από τους Δημοκρατικούς. Αλλά ο ίδιος ο συντηρητισμός χάνει τον ενθουσιασμό του για την ελεύθερη αγορά. Για ποιο λόγο; Απ’ όσο μπορώ να καταλάβω, οι συντηρητικοί υποστηρίζουν μια μικρότερη, λιγότερο παρεμβατική κυβέρνηση που κάνει μεγάλες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις, περιορίζει το διεθνές εμπόριο, διατηρεί τους φόρους σε χαμηλά επίπεδα και συσσωρεύει πολλά χρέη. Ως φιλοσοφία διακυβέρνησης, δεν είμαι σίγουρος πώς να το ονομάσω. Αλλά έχω ωστόσο μια λέξη γι’ αυτό: μη βιώσιμο.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου