Η έννοια μιας ύφεσης στις ΗΠΑ φαινόταν μακρινή πριν από λίγους μήνες, μια απλή πιθανότητα στο ραντάρ των οικονομολόγων. Πρόσφατα, ωστόσο, η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει. Μια ύφεση, αν και εξακολουθεί να αποτελεί σενάριο κινδύνου, δεν είναι πλέον αδιανόητη. Μια συρροή παραγόντων, από την αβεβαιότητα των προτεινόμενων πολιτικών έως τις εύθραυστες χρηματοπιστωτικές αγορές, ρίχνει μια σκιά πάνω από τη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου.

Αρκετοί βασικοί χρηματοοικονομικοί δείκτες έχουν ήδη σημάνει μια επιβράδυνση. Η απόδοση των 10ετών κρατικών ομολόγων έχει μειωθεί κατά περίπου 70 μονάδες βάσης τις τελευταίες εβδομάδες, ενώ οι τιμές του πετρελαίου έχουν υποχωρήσει κάτω από τα 70 δολάρια το βαρέλι. Οι κινήσεις αυτές συμπίπτουν με μια σειρά από απογοητευτικές ανακοινώσεις οικονομικών στοιχείων, που αντανακλούν την αυξανόμενη ανησυχία για τις άμεσες συνέπειες των εμπορικών πολιτικών και των μεταρρυθμίσεων του δημόσιου τομέα από τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ. Πράγματι, κρίνοντας από πρόσφατες έρευνες, η αβεβαιότητα σχετικά με τις πολιτικές [της κυβέρνησης] έχουν ήδη καταστείλει την εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, θολώνοντας τις οικονομικές προοπτικές. Αυτή η επεκτεινόμενη αδυναμία εκδηλώνεται σε τρία διακριτά στάδια.

Πρώτον, τα νοικοκυριά με χαμηλότερο εισόδημα αντιμετωπίζουν δυσκολίες, επιβαρυμένα από περιορισμένες αποταμιεύσεις, υπερφορτωμένες πιστωτικές κάρτες και ένα αυξανόμενο χρέος. Δεύτερον, ο εταιρικός τομέας υιοθετεί τώρα περισσότερο μια στάση αναμονής, αντιμέτωπος με έναν καταιγισμό πολιτικών δηλώσεων και ένα όλο και πιο απρόβλεπτο περιβάλλον. Τρίτον, η απειλή ενός δασμολογικού πολέμου “οφθαλμός αντί οφθαλμού” έφτασε στην υλοποίησή της αυτή την εβδομάδα, με τη δυνατότητα να διαταράξει τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού και να καταπνίξει την οικονομική ανάπτυξη.

Σε αυτή τη γενική ανησυχία, ο πληθωρισμός, ο οποίος είχε δείξει σημάδια ύφεσης, αποδεικνύεται πιο επίμονος από ό,τι αναμενόταν. Αυτή η “οσμή” στασιμοπληθωρισμού – αυτού του ενοχλητικού κοκτέιλ στάσιμης ανάπτυξης και ταχείας αύξησης των τιμών – εγείρει το φάσμα ενός ακόμη λάθους πολιτικής από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ. Η κεντρική τράπεζα αντιμετωπίζει μια λεπτή πράξη ισορροπίας, καθώς βρίσκεται ανάμεσα στις απαιτήσεις της διπλής εντολής της να μεγιστοποιήσει την απασχόληση και να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ύφεση απέχει, σε αυτό το στάδιο, πολύ από το να θεωρείται δεδομένη. Αρκετοί παράγοντες προσφέρουν ένα αντίβαρο σε αυτές τις αρνητικές δυνάμεις.

Οι χαμηλότερες τιμές ενέργειας ενισχύουν την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών και μειώνουν το κόστος παραγωγής για τις επιχειρήσεις. Το πρόγραμμα απορρύθμισης από την κυβέρνηση θα μπορούσε να απελευθερώσει ένα κύμα εταιρικών επενδύσεων. Και, αν και οι βραχυπρόθεσμες διαταραχές που προκαλούνται από τις εμπορικές πολιτικές του Τραμπ είναι αναμφισβήτητες, οι δυνατότητες για μακροπρόθεσμη αύξηση της παραγωγικότητας μέσω της καινοτομίας σε τομείς όπως η τεχνητή νοημοσύνη, η ρομποτική και οι βιοεπιστήμες δεν θα πρέπει να υποτιμούνται. Ομοίως, εάν αντιμετωπιστούν σωστά, οι μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα θα μπορούσαν να ανοίξουν το δρόμο για πιο αποτελεσματικές κυβερνητικές λειτουργίες και να προσφέρουν ακόμη και κάποια ελάφρυνση του χρέους.

Ωστόσο, οι πτωτικοί κίνδυνοι είναι πλέον πιο έντονοι. Είναι απλώς θέμα χρόνου οι οικονομικοί αναλυτές να αναθεωρήσουν προς τα κάτω τις προβλέψεις τους για την ανάπτυξη το 2025, από τη μέση εκτίμηση του 2,3% σε έρευνα του Bloomberg τον Φεβρουάριο. Μια αναθεώρηση προς τα κάτω ακόμη και κατά μια ολόκληρη ποσοστιαία μονάδα δεν αποκλείεται, εγείροντας ανησυχίες για το πόσο μακριά βρίσκεται η αμερικανική οικονομία από την “ταχύτητα απώλειας στήριξης”.

Αν και παραμένει σχετικά χαμηλή, η πιθανότητα ύφεσης έχει αυξηθεί από 10% στις αρχές του έτους σε 25% έως 30% σήμερα. Πρόκειται για μια επακόλουθη και αρκετά ανησυχητική εξέλιξη για μια οικονομία με υψηλές δυνατότητες και φιλοδοξίες, αυξημένες τιμές περιουσιακών στοιχείων και καθοριστικό ρόλο στην προώθηση της παγκόσμιας ανάπτυξης.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion