“Το καλειδοσκόπιο έχει περιστραφεί. Τα κομμάτια είναι σε κίνηση. Σύντομα, θα κατασταλάξουν και πάλι. Πριν γίνει αυτό, ας αναδιατάξουμε αυτόν τον κόσμο γύρω μας”. Αυτά ήταν τα λόγια του τότε πρωθυπουργού της Βρετανίας, Τόνι Μπλερ, λίγες εβδομάδες μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ.
Μετά τα γεγονότα της τελευταίας περίπου εβδομάδας, με αποκορύφωμα τη σύγκρουση στον Λευκό Οίκο μεταξύ του Ντόναλντ Τραμπ και του Βολοντίμιρ Ζελένσκι, νιώθουμε ότι το καλειδοσκόπιο έχει ανακινηθεί ξανά. Και ο σημερινός ένοικος στο νούμερο 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, Κιρ Στάρμερ, πρέπει να αναλάβει δράση με έναν πιο εποικοδομητικό τρόπο από ό,τι ο Μπλερ, ο οποίος ακολούθησε τον Τζορτζ Μπους στις ολέθριες στρατιωτικές του περιπέτειες στη Μέση Ανατολή.
Ενώ πολλά παραμένουν αβέβαια, ένα πράγμα είναι σαφές: οι ΗΠΑ δεν θα πληρώνουν πλέον τον λογαριασμό για την προστασία της Ευρώπης. Αυτό είναι ταυτόχρονα ανησυχητικό αλλά και μια ευκαιρία για τους τρεις μεγάλους της Ευρώπης – τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία – να χαράξουν μια νέα σχέση. Από τις τρεις, η Βρετανία του Στάρμερ είναι η πιο κατάλληλη να αναλάβει τον κυρίαρχο ρόλο σε αυτόν τον παράξενο, μεταμορφωμένο κόσμο.
Όπως και ο Μπλερ, το ένστικτο του Στάρμερ μπροστά στην κρίση ήταν να προσεγγίσει τις ΗΠΑ, τη μόνη εναπομείνασα υπερδύναμη, κάτω από την ομπρέλα της οποίας η Βρετανία έχει βρει καταφύγιο τουλάχιστον από το 1941. Κέρδισε επαίνους διεθνώς και στο εσωτερικό για τις διπλωματικές του ικανότητες, καθώς φάνηκε να δαμάζει το θηρίο Τραμπ, εκεί που ο Ζελένσκι ενόχλησε.
Ο Στάρμερ έφυγε από τη δική του επίσκεψη στο Οβάλ Γραφείο με νίκες όσον αφορά στους δασμούς – από τους οποίους η Βρετανία μπορεί τώρα να γλιτώσει τα χειρότερα – και τα νησιά Τσάγκος, το αντικείμενο μιας αμφιλεγόμενης συμφωνίας για την καταβολή δισεκατομμυρίων για την παράδοση της πρώην βρετανικής αποικίας στον Μαυρίκιο, παρά την παρουσία μιας ναυτικής βάσης των ΗΠΑ. Το γεγονός ότι ειπώθηκαν καλά λόγια, αλλά όχι συγκεκριμένες υποσχέσεις για την παροχή στήριξης ασφαλείας για την Ουκρανία σε περίπτωση κατάπαυσης του πυρός, δεν οφείλεται σε έλλειψη προσπάθειας.
Η ανταμοιβή του Στάρμερ στο εσωτερικό ήταν μια άνοδος έξι μονάδων στις δημοσκοπήσεις – σε παγκόσμιο επίπεδο, του έδωσε την εξουσία να συγκαλέσει την Κυριακή τη σύνοδο κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών στο Λάνκαστερ Χάουζ, όπου συζητήθηκε μια νέα συμφωνία που περιλαμβάνει έναν “συνασπισμό των προθύμων” και θα τεθεί σύντομα στους Αμερικανούς.
Στεκούμενος στο ύψος των περιστάσεων, ο πρώην δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο οποίος ξεκίνησε με δισταγμό την κυβερνητική του πορεία και συχνά φαινόταν να μην αισθάνεται άνετα στη θέση αυτή, βρήκε έναν ρόλο που του ταιριάζει, όπως συχνά συμβαίνει με τους πολιτικούς ηγέτες που αγωνίζονται στο εσωτερικό: αυτόν ενός βασικού παγκόσμιου παίκτη.
Απαντώντας στην κλιμάκωση μεταξύ των προέδρων Τραμπ και Ζελένσκι την περασμένη εβδομάδα, η επικεφαλής ΕΕ για την εξωτερική πολιτική Κάγια Κάλλας έγραψε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: “Σήμερα, έγινε σαφές ότι ο ελεύθερος κόσμος χρειάζεται έναν νέο ηγέτη. Εναπόκειται σε εμάς, τους Ευρωπαίους, να αναλάβουμε αυτή την πρόκληση”.
Έχει απομείνει κάποιος άλλος εκτός από τον Στάρμερ που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στο κάλεσμα; Ο Τραμπ δεν ενδιαφέρεται· τόσο ο Γάλλος Εμανουέλ Μακρόν όσο και ο Καναδός Τζάστιν Τριντό βαδίζουν προς την έξοδο· ο Γερμανός Φρίντριχ Μερτς δεν έχει αναλάβει ακόμη καθήκοντα και η ΕΕ της Ούρσουλας φον ντερ Λάιεν είναι πολύ άκαμπτη και κολλημένη σε γραφειοκρατικές διαδικασίες για να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό παγκόσμιο ρόλο.
Ο ίδιος ο Στάρμερ επιμένει ότι η εγγύτητα είτε με τις ΗΠΑ είτε με την Ευρώπη είναι μια λανθασμένη επιλογή. Αλλά γίνεται γρήγορα σαφές ότι η επιλογή δεν είναι δική του. Θυμηθείτε το “αστείο” του Τραμπ κατά τη διάρκεια της κουβέντας τους: “Μπορείτε να αντιμετωπίσετε τη Ρωσία μόνοι σας;” “Λοιπόν…” απάντησε πικρά ο πρωθυπουργός, με το “όχι” να μένει ανείπωτο μέν, ολοφάνερο, δέ.
Η αλήθεια είναι ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει καμία όρεξη να εμπλακεί σε έναν πόλεμο με τη Ρωσία, ακόμη και με μια Μόσχα οικονομικά και στρατιωτικά αποδυναμωμένη μετά από τρία χρόνια σύγκρουσης. Ούτε και η Ευρώπη. Επομένως, αν η Αμερική αποχωρήσει από το πεδίο, θα πρέπει να σχηματιστούν νέες και στενότερες συμμαχίες και να και να οικοδομηθούν ικανότητες για να διασφαλιστεί μια αποτροπή αρκετά ουσιαστική για να εγγυηθεί ότι η μοίρα της Ουκρανίας δεν θα μοιραστεί με τους γείτονές της.
Αυτό δεν θα είναι απλό. Ο βαθμός στον οποίο καμία από τις δύο πλευρές δεν θα μπορούσε να φανταστεί ένα σενάριο στο οποίο το Ηνωμένο Βασίλειο θα αναγκαστεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τις ΗΠΑ αντανακλάται στο πόσο αλληλένδετες είναι οι αμυντικές ικανότητες των δύο εθνών. Η Βρετανία δεν είναι η μόνη. Περίπου το 80% των όπλων και του λοιπού αμυντικού εξοπλισμού της Ευρώπης προέρχεται από χώρες εκτός των συνόρων της, κυρίως από τις ΗΠΑ. Η άμυνα της Ευρώπης είναι κατακερματισμένη και διασκορπισμένη, αδυνατώντας να λειτουργήσει στην κλίμακα που απαιτείται για την προστασία μιας ηπείρου. Η επίλυση αυτών των προβλημάτων είναι μια μακροπρόθεσμη πρόκληση – η οποία δεν μπορεί να έρθει αρκετά γρήγορα.
Όπως έγραψε πρόσφατα ο πρώην Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Άντερς Φογκ Ράσμουσεν: “… απέναντι σε μια αναθεωρητική Ρωσία που διεξάγει πόλεμο στα σύνορά μας και έναν Αμερικανό πρόεδρο που είναι ανοιχτά εχθρικός προς τη διατλαντική συμμαχία, η Ευρώπη πρέπει να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι δεν είμαστε μόνο υπαρξιακά ευάλωτοι αλλά και φαινομενικά μόνοι“.
Ο Μερτς, ο επερχόμενος καγκελάριος της Γερμανίας, έχει επίσης αμφισβητήσει το μέλλον του ΝΑΤΟ και πρότεινε ότι οι πυρηνικές δυνάμεις της Ευρώπης, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ίσως μπορέσουν να πειστούν να φέρουν το Βερολίνο στην τροχιά τους.
Η προσέγγιση προς την Ευρώπη και ακόμη και η ανάληψη ηγετικού ρόλου θα ήταν αντιφατική για το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο πέρασε την τελευταία δεκαετία προσπαθώντας να απομακρυνθεί, μια πράξη οικονομικού αυτοτραυματισμού που τη στιγμή της ψηφοφορίας του Brexit το 2016 φαινόταν αναπόφευκτη. Αλλά η Βρετανία μπορεί να διαπιστώσει τώρα ότι, αν θέλει να αποφύγει την ασημαντότητα, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αγκαλιάσει τους παλιούς της φίλους.
Τα κυριότερα εμπόδια για στενότερες σχέσεις – ένα αίτημα της ΕΕ για μεγαλύτερη πρόσβαση στα αλιευτικά ύδατα της Βρετανίας και η επιφυλακτικότητα του Στάρμερ για ένα πρόγραμμα κινητικότητας των νέων, επειδή φοβάται ότι θα μπορούσε να ανοίξει την πόρτα στην ελεύθερη κυκλοφορία – φαίνονται ασήμαντα, καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει πλέον μόνη απειλές υπό τη μορφή του Πούτιν, του Σι και τώρα του Τραμπ.
Η απάντηση πρέπει να είναι αυτή μιας αναγεννημένης Ευρώπη, ιδίως στον τομέα της άμυνας, η οποία θα υπερβαίνει και ενδεχομένως θα αντικαθιστά τόσο την ΕΕ όσο και το ΝΑΤΟ. Είναι το μόνο λογικό μέρος στο οποίο μπορούν να “κατασταλάξουν” τα κομμάτια στο καλειδοσκόπιο.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου