Η νίκη του συντηρητικού υποψηφίου Φρίντριχ Μερτς στις εκλογές της Κυριακής στη Γερμανία δημιούργησε ελπίδες ότι ο 69χρονος πρώην δικηγόρος επιχειρήσεων θα κουνήσει το μαγικό του ραβδί και θα βάλει τέλος στην πολυετή οικονομική στασιμότητα. Τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία της Γερμανίας δείχνουν ότι αυτό το σενάριο είναι υπερβολικά αισιόδοξο.
Παρά την επιθυμία του δραστήριου Μερτς να σχηματίσει γρήγορα κυβέρνηση, καθώς και την πιθανότητα να χρειαστεί να εγκαταλείψει την αντίστασή του σε μεγαλύτερο δανεισμό για την ανοικοδόμηση του γερμανικού στρατού, η γήρανση του πληθυσμού αποκλείει μια επανάληψη της άνθησης που γνώρισε η χώρα αυτή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ή μετά τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας του Γκέρχαρντ Σρέντερ στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Η δημογραφική αλλαγή είναι μόνο ένα από τα πολλά διαρθρωτικά εμπόδια στην ανάπτυξη, που περιλαμβάνουν επίσης τις υπέργηρες υποδομές, το υψηλό ενεργειακό κόστος, τον αυξανόμενο προστατευτισμό, την αδύναμη παραγωγικότητα και την ανάδειξη της Κίνας σε βιομηχανικό αντίπαλο. Παρόλα αυτά, η συνταξιοδότηση της μεγάλης γενιάς των baby boomers χρήζει προσοχής, διότι η έλλειψη εξειδικευμένου εργατικού δυναμικού και οι μειωμένες ώρες εργασίας τείνουν να μειώσουν τη δυνητική ανάπτυξη, αν δεν συνεχιστεί η υψηλή μετανάστευση, η οποία δεν είναι εγγυημένη. Η άνοδος του ακροδεξιού κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία, το οποίο έλαβε πάνω από το ένα πέμπτο των ψήφων, καθιστώντας το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο, μπορεί να αποθαρρύνει τους ειδικευμένους ξένους από το να έρθουν στη Γερμανία.
Επιπλέον, οι αλλαγές αυτές θα επιδεινώσουν τις πιέσεις στον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό και το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, ενώ θα πυροδοτήσουν περαιτέρω πολιτικές και διαγενεακές συγκρούσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να κατανεμηθούν οι περιορισμένοι πόροι. (Τα άτομα άνω των 60 ετών αποτελούσαν το 42% των ατόμων που είχαν δικαίωμα συμμετοχής στις εκλογές της Κυριακής, σε σύγκριση με 26% το 1990. Περισσότεροι από τους μισούς από αυτούς τους ηλικιωμένους ψήφισαν τη χριστιανοδημοκρατική ένωση CDU/CSU του Μερτς ή τον πιθανό εταίρο του στη μελλοντική κυβέρνηση συνασπισμού, τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD)).
Αυτό θα μπορούσε να αφήσει στον Μερτς λιγότερα περιθώρια να μειώσει τους φόρους και να αποκαταστήσει έτσι την ελκυστικότητα της Γερμανίας ως τόπου εγκατάστασης επιχειρήσεων – ο στόχος του να αυξήσει την ετήσια οικονομική ανάπτυξη σε περίπου 2% θα μπορούσε επομένως να αποδειχθεί απατηλός.
Έπειτα από μια προεκλογική εκστρατεία στην οποία κυριάρχησαν οι συζητήσεις για τους αιτούντες άσυλο, ανησυχώ ότι οι Γερμανοί ψηφοφόροι δεν είναι προετοιμασμένοι για ορισμένες από τις δύσκολες οικονομικές επιλογές που έρχονται, οι οποίες περιλαμβάνουν την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και τον περιορισμό των σπάταλων δαπανών για την υγεία.

Ο εν αναμονή καγκελάριος έχει εντοπίσει σωστά πολλά από αυτά τα ζητήματα που ταλαιπωρούν τη Γερμανία – συμπεριλαμβανομένης της υπερβολικής γραφειοκρατίας και της έλλειψης επιχειρηματικών επενδύσεων. Για να αποκαταστήσει την ανταγωνιστικότητα, πρότεινε μια “Ατζέντα 2030” που περιλαμβάνει μειώσεις στη φορολογία επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων, οικονομικά κίνητρα σε ηλικιωμένους για να συνεχίσουν να εργάζονται και μια αναθεώρηση των επιδομάτων για τους μακροχρόνιους ανέργους, γνωστά ως Bürgergeld. Όλες οι αποφάσεις του θα καθοδηγούνται από το αν ενισχύουν ή όχι την ανταγωνιστικότητα της γερμανικής βιομηχανίας, δήλωσε ο Μερτς.
Ωστόσο, έχει δώσει ελάχιστες λεπτομέρειες για τον τρόπο με τον οποίο σχεδιάζει να χρηματοδοτήσει αυτές τις φορολογικές μειώσεις, και πιθανότατα θα πρέπει να συμβιβαστεί σε πολλούς από τους στόχους του, καθώς οι Σοσιαλδημοκράτες δεν συμφωνούν.

Εν μέρει λόγω της αναμενόμενης συρρίκνωσης του όγκου εργασίας, η δυνητική ανάπτυξη της γερμανικής οικονομίας εκτιμάται σε μόλις 0,3%-0,4% ετησίως για το υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας, έναντι μέσου όρου 1,4% μεταξύ 2000 και 2019, σύμφωνα με το Γερμανικό Συμβούλιο Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων.
Κατά τη διάρκεια της επόμενης τετραετίας, περίπου 5,2 εκατομμύρια Γερμανοί θα φτάσουν σε ηλικία συνταξιοδότησης, ενώ μόνο 3,1 εκατομμύρια θα συμπληρώσουν τα 20 έτη και θα είναι έτσι έτοιμοι να ενταχθούν στο εργατικό δυναμικό, σύμφωνα με υπολογισμούς του Γερμανικού Οικονομικού Ινστιτούτου.
Οι ηλικιωμένοι απαιτούν πιο δαπανηρή υγειονομική περίθαλψη και η γήρανση του πληθυσμού θα επιβαρύνει περαιτέρω το διανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα της Γερμανίας – σύμφωνα με το οποίο οι σημερινοί εργαζόμενοι πληρώνουν για τους σημερινούς συνταξιούχους. Αυτό θα μπορούσε να απαιτήσει ακόμη μεγαλύτερες κυβερνητικές συμπληρωματικές πληρωμές με άντληση από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, την ώρα που οι συντάξεις αντιπροσωπεύουν ήδη περισσότερο από το ένα πέμπτο των κυβερνητικών δαπανών.
Το σύστημα κοινωνικής προστασίας της Γερμανίας είναι αξιέπαινο, αλλά οι υψηλές εισφορές ενδέχεται να δημιουργήσουν αντικίνητρα στην εργασία και να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην κατανάλωση (επειδή οι εργαζόμενοι έχουν μικρότερο εισόδημα), ενώ παράλληλα υποβαθμίζουν την ανταγωνιστικότητα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας αυξάνοντας το κόστος της απασχόλησης.

Οι γερμανικοί φόροι εισοδήματος δεν είναι τόσο υψηλοί σε σχέση με τα διεθνή πρότυπα, ειδικά αν συνυπολογίσετε τις γενναιόδωρες παροχές για οικογένειες και τις φορολογικές ελαφρύνσεις για τα παντρεμένα ζευγάρια.
Ωστόσο, συμπεριλαμβανομένων των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες – περιλαμβάνουν συνταξιοδότηση, ανεργία, ασφάλιση υγείας και μακροχρόνια περίθαλψη – η “φορολογική σφήνα” για τους άτεκνους εργένηδες είναι υψηλότερη από οποιαδήποτε χώρα του ΟΟΣΑ, εκτός από το Βέλγιο. (Η φορολογική επιβάρυνση – η λεγόμενη “φορολογική σφήνα” – αναφέρεται στη διαφορά μεταξύ του συνολικού κόστους της απασχόλησης ενός εργαζόμενου και του μισθού που λαμβάνει).
Έπειτα από ένα μεγάλο άλμα στις ασφαλιστικές κρατήσεις φέτος, το συνολικό ποσοστό του ακαθάριστου εισοδήματος που διοχετεύεται στην κοινωνική ασφάλιση αυξήθηκε στο 42%, το υψηλότερο ποσοστό από το 2003, όταν η κυβέρνηση Σρέντερ ψήφισε τις μεταρρυθμίσεις Hartz για να ενισχύσει την απασχόληση και να περιορίσει τις δαπάνες για επιδόματα ανεργίας.

Ο Μερτς θέλει να αποκαταστήσει το ανώτατο όριο του 40%, αλλά δεν έχει υπάρξει σαφής σχετικά με τον τρόπο. Χωρίς κάποια παρέμβαση, το ποσοστό εισφορών θα μπορούσε να αυξηθεί σχεδόν στο 46% έως το 2029 και στο 49% έως το 2035, προειδοποιεί ο οργανισμός ερευνών IGES Group, περιορίζοντας το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και διογκώνοντας το κόστος εργασίας για τους εργοδότες.
Ωστόσο, οι συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις δεν αναφέρθηκαν σχεδόν καθόλου στην προεκλογική εκστρατεία. Τόσο το CDU του Μερτς όσο και το SPD απέκλεισαν την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, το οποίο επί του παρόντος προβλέπεται να αυξηθεί στα 67 έτη έως το 2031. Επιπλέον, οι Σοσιαλδημοκράτες θέλουν να συνεχίσουν να εγγυώνται τις παροχές προς τους συνταξιούχους στο 48% του μέσου μισθού – ο Μερτς λέει ότι είναι υπέρ των σταθερών συντάξεων, αλλά ήταν λιγότερο συγκεκριμένος σχετικά με το πώς θα επιτευχθεί αυτό.

Έχω την εντύπωση ότι κανένα από τα κόμματα δεν ήθελε να πει κάτι που θα αναστάτωνε τους συνταξιούχους. Ωστόσο, η Γερμανία πρέπει να σφίξει τα δόντια και να συνδέσει την ηλικία συνταξιοδότησης με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, επιτρέποντας παράλληλα περισσότερες, φορολογικά ευνοϊκές, αποταμιεύσεις σε μετοχές. Το σχέδιο του Μερτς να παρέχει σε όλα τα παιδιά 6 χρονών επενδυτικούς λογαριασμούς και 10 ευρώ το μήνα για την αγορά μετοχών είναι σίγουρα άξιο επιδίωξης, αλλά δεν θα ανακουφίσει τις βραχυπρόθεσμες πιέσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα.
Αντί να επεκτείνει τη βάση υπολογισμού για τις εισφορές υγειονομικής περίθαλψης, ώστε να εφαρμόζονται σε υψηλότερα εισοδήματα ή σε άλλους τύπους αποδοχών, το σύστημα θα πρέπει να δώσει προτεραιότητα στη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα των δαπανών. Οι Γερμανοί που είναι επιρρεπείς σε ασθένειες συμβουλεύονται τον γιατρό σχεδόν δέκα φορές το χρόνο κατά μέσο όρο, σε σύγκριση με μόλις δύο φορές στη Σουηδία, ενώ οι κατά κεφαλήν δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης είναι τρίτες υψηλότερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, μετά τις ΗΠΑ και την Ελβετία. Για να δημιουργήσει περισσότερη δημόσια ευαισθητοποίηση σχετικά με το κόστος της θεραπείας, η Γερμανία θα μπορούσε να επιβάλει χρέωση στις επισκέψεις για χειρουργεία ή να επιβάλει συμμετοχή, όπως προτείνει η Bundesbank.
Για να περιορίσει τις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και να χρηματοδοτήσει το γενναιόδωρο σύστημα πρόνοιας, η Γερμανία πρέπει επίσης να συνεχίσει να προσελκύει εξειδικευμένους μετανάστες και να ενσωματώσει καλύτερα τους πρόσφυγες στο εργατικό δυναμικό. (Χωρίς τη μετανάστευση, ο πληθυσμός της Γερμανίας θα είχε ήδη συρρικνωθεί, καθώς ο αριθμός των θανάτων υπερβαίνει τον αριθμό των γεννήσεων εδώ και περίπου μισό αιώνα – ευτυχώς πολλοί από τους νεοαφιχθέντες είναι νέοι).
Εύχομαι καλή τύχη στον Μερτζ στην προσπάθεια του να βοηθήσει τη Γερμανία να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Δυστυχώς, σε μια γηρασμένη κοινωνία, αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η οικονομία της θα δυσκολευτεί να σηκωθεί.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου