Πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε την προσέγγιση του Ντόναλντ Τραμπ για τον τερματισμό του πολέμου της Ρωσίας στην Ουκρανία. Αυτό που διαπραγματεύεται είναι μια επανεκκίνηση – ένα “reset” – με τη Ρωσία, καθιστώντας το Κίεβο και το μέλλον του το πιο πολύτιμο χαρτί στα χέρια του Αμερικανού προέδρου, σε μια ανταλλαγή.
Εξετάζοντας το θέμα υπό αυτό το πρίσμα, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ουκρανία και η Ευρώπη απουσίαζαν από τη συνάντηση υψηλού επιπέδου μεταξύ των αξιωματούχων του Πούτιν και της κυβέρνησης Τραμπ την Τρίτη, καθώς αφορούσε στη σχέση μεταξύ της Αμερικής και της Ρωσίας, και όχι την Ουκρανία. Ούτε από τον κατά τα άλλα επαίσχυντο τρόπο με τον οποίο ο Τραμπ προσπαθεί τώρα να στιγματίσει τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι ως το εμπόδιο σε μια συμφωνία.
Αρχίζει επίσης να έχει περισσότερο νόημα το γεγονός ότι ο μετρ της “τέχνης της συμφωνίας” θα ξεκινούσε –και όχι τελείωνε- την εκστρατεία του με τηλεφωνήματα στον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, και θα παραχωρούσε αμέσως στη Μόσχα μεγάλο μέρος των απαιτήσεων της για την Ουκρανία, πριν καν αρχίσουν οι συνομιλίες για τον πόλεμο. Αυτές οι παραχωρήσεις ήδη ξεκινούν από το “όχι” στην ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ ή στην επιστροφή των κατεχόμενων εδαφών της, μέχρι την έκκληση για εκλογές εν καιρώ πολέμου για να απαλλαγεί από τον Ζελένσκι – ένα πρώτο βήμα στην απαίτηση του Κρεμλίνου για αυτό που αποκαλεί “αποναζιστικοποίηση” του Κιέβου.
Αυτή η άποψη εξηγεί την παρουσία στο Ριάντ του Κιρίλ Ντμίτριεφ, διευθυντή του ρωσικού κρατικού επενδυτικού ταμείου, ο οποίος είναι επίσης ο άνθρωπος του Πούτιν για τις ενεργειακές επενδύσεις. Το μήνυμα του πρώην τραπεζίτη της Goldman Sachs προς τους δημοσιογράφους στη σαουδαραβική πρωτεύουσα ήταν ότι ο Τραμπ ξέρει να λύνει προβλήματα, και το πρόβλημα που πρέπει να λύσει είναι ότι οι ΗΠΑ έχασαν 300 δισεκατομμύρια δολάρια από ρωσικές επιχειρήσεις λόγω του πολέμου.
Όπως και με την απαίτηση του Τραμπ να παραδώσει η Ουκρανία 500 δισεκατομμύρια δολάρια σε φανταστικά στοιχεία σπάνιων γαιών και άλλους πραγματικούς πόρους, έχει λιγότερη σημασία το αν αυτό το ποσό είναι ακριβές και περισσότερη το ότι είναι μεγάλο. Ο Ντμίτριεφ δήλωσε ότι βλέπει αμερικανικές εταιρείες να επιστρέφουν στη Ρωσία ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους – ακόμη και αν κάποιες από αυτές θα μπορούσαν δυσκολευτούν να ανακτήσουν μερίδιο αγοράς. Με άλλα λόγια: Πόσα πρέπει να πληρώσουμε στις ΗΠΑ για να αποκτήσουμε αυτό που θέλουμε σχετικά με την Ουκρανία;
Σύμφωνα με τη λίστα CELI του Yale School of Management για τις εταιρείες στη Ρωσία, υπήρχαν 457 αμερικανικές εταιρείες που δραστηριοποιούνταν κατά την έναρξη της πλήρους εισβολής του Πούτιν τον Φεβρουάριο του 2022. Από αυτές, 23 εξακολουθούν να λειτουργούν κανονικά, 100 -συμπεριλαμβανομένων εταιρειών όπως η Procter & Gamble – παραμένουν αλλά έχουν μειώσει τις δραστηριότητές τους και οι υπόλοιπες είτε έχουν αναστείλει τις δραστηριότητές τους είτε έχουν αποσυρθεί εντελώς. Στην τελευταία κατηγορία περιλαμβάνονται ορισμένα μεγάλα ονόματα όπως η Exxon Mobil, της οποίας το 30% του μεριδίου σε ένα έργο εξόρυξης πετρελαίου στην Άπω Ανατολή, κατασχέθηκε από το ρωσικό κράτος τον Οκτώβριο του 2022. Η Exxon αποτίμησε το μερίδιο σε περίπου 4 δισεκατομμύρια δολάρια, και χωρίς αμφιβολία ο Πούτιν θα μπορούσε, αν το επέλεγε, να το επιστρέψει.
Επομένως, υπάρχουν πολλά που πρέπει να συζητηθούν, με την άρση των οικονομικών κυρώσεων να αποτελεί ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του Τραμπ. Αυτό, όπως δήλωσε την Τρίτη ο υπουργός Εξωτερικών Μάρκο Ρούμπιο, είναι μια παραχώρηση που οι ΗΠΑ δεν θα κάνουν μέχρι να υπάρξει μια τελική συμφωνία. Αλλά και εδώ, η στάση της κυβέρνησης μοιάζει περισσότερο με αυτή που θα κρατούσε στη διαπραγμάτευση μιας επανεκκίνησης με τη Ρωσία παρά με τους όρους μιας συμφωνίας για την Ουκρανία. Διαφορετικά, όπως δήλωσε στο Bloomberg News ο Ντάνιελ Φριντ, κορυφαίος πρώην αξιωματούχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ τόσο σε κυβερνήσεις του Ρεπουμπλικανικού όσο και του Δημοκρατικού Κόμματος, η άρση των κυρώσεων θα ήταν καλύτερα να διατηρηθεί ως κίνητρο για τη Ρωσία να τηρήσει μια ενδεχόμενη κατάπαυση του πυρός.
Τα αποτελέσματα της συνάντησης της Τρίτης στο Ριάντ υπογραμμίζουν ότι η Ουκρανία αντιμετωπίζεται ως πιόνι στις ευρύτερες συνομιλίες και όχι ως το κύριο θέμα τους. Ο Ρούμπιο δήλωσε ότι οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αποκαταστήσουν τους διπλωματικούς και οικονομικούς δεσμούς και να σχηματίσουν διαπραγματευτικές ομάδες για να αρχίσουν να συζητούν για την Ουκρανία, με αυτή τη σειρά. Τόνισε τις “απίστευτες ευκαιρίες που υπάρχουν για συνεργασία με τους Ρώσους, γεωπολιτικά σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος και ειλικρινά, οικονομικά” που θα δημιουργούσε ο τερματισμός του πολέμου.

Ο Ρούμπιο σίγουρα δεν αναφερόταν σε ένα τζακ ποτ για τους Ουκρανούς. Ενώ ήταν στο Ριάντ, το Κίεβο βρισκόταν υπό πίεση από τις ΗΠΑ να αποδεχθεί την απαίτηση του Τραμπ να υπογράψει το 50% όλων των εσόδων από τους ορυκτούς πόρους, τα λιμάνια και άλλες υποδομές της χώρας στο διηνεκές, ως αποζημίωση για την αμερικανική βοήθεια στην Ουκρανία, και χωρίς να προσφερθεί τίποτα σε αντάλλαγμα. Αυτοί είναι όροι που επιβάλλουν οι νικητές στους ηττημένους εχθρούς ως πολεμικές αποζημιώσεις και αναμφίβολα σχεδιάστηκαν για να απορριφθούν. Και αυτό δημιουργεί τώρα το σκηνικό για να παρουσιάσει ο Τραμπ την Ουκρανία και τον Ζελένσκι -τον οποίο με εξωφρενικό τρόπο αποκαλεί τώρα δικτάτορα- ως το πρόβλημα.
Αν δεν πιστεύετε ότι οι ισχυρότερες χώρες θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να εισβάλλουν σε μικρότερες, να καταστρέφουν πόλεις και να σφάζουν και να βασανίζουν αμάχους κατά τη διαδικασία, τότε ο Τραμπ έφτασε σε ένα νέο ναδίρ ανηθικότητας στη συνέντευξη Τύπου στο Μαρ-α-Λάγκο την Τρίτη. Όχι μόνο επέμεινε στην κοροϊδία για τη μειωμένη υποστήριξη του Ζελένσκι στις δημοσκοπήσεις μετά από τρία χρόνια σύγκρουσης, καλώντας το Κίεβο να διεξάγει εκλογές, αλλά τον κατηγόρησε και για την έναρξη του πολέμου.
Βοηθάει να θυμηθούμε ότι – όπως έγραψα μετά τη σφοδρή κριτική στην Ευρώπη που άσκησε ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς στο Μόναχο την περασμένη εβδομάδα – η Ρωσία δεν είναι σε καμία περίπτωση ο εχθρός στα μάτια του Τραμπ ή άλλων ομοϊδεατών του υπερεθνικιστικών πολιτικών κομμάτων σε όλη τη δημοκρατική Δύση. Η Ρωσία του Πούτιν είναι γι’ αυτούς περισσότερο ένας σύντροφος στον αγώνα κατά του φιλελευθερισμού -εγχώριου ή διεθνούς- που τους ενώνει όλους. Η Ουκρανία, εν τω μεταξύ, έχει ανακηρυχθεί ως ένας αγώνας για τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη.
Αν όλα αυτά κάνουν τις ενέργειες του Τραμπ πιο εύκολα κατανοητές, αυτό δεν αλλάζει τη ντροπιαστική και ψευδή φύση των αφηγημάτων που έχει υιοθετήσει από το Κρεμλίνο. Η Ουκρανία δεν ξεκίνησε αυτόν τον πόλεμο – ο Πούτιν δεν εισέβαλε επειδή απειλήθηκε από την επιθετικότητα του ΝΑΤΟ, όπως έχω υποστηρίξει λεπτομερώς εδώ – και οι εκλογές υπό συνθήκες πολέμου και στρατιωτικού νόμου δεν αποτελούν δημοκρατική αναγκαιότητα για την Ουκρανία, αλλά θα ήταν μάλλον αντισυνταγματικές, αποσταθεροποιητικές και λογιστικά απίθανες. Παρόλο που τα ποσοστά αποδοχής του Ζελένσκι έχουν σίγουρα πέσει από τα υψηλά τους στην αρχή του πολέμου, ο ισχυρισμός του Τραμπ για 4% είναι απλά ανυπόστατος. Στο 57% αυτόν τον μήνα, τα ποσοστά του Ουκρανού προέδρου εξακολουθούν να είναι καλύτερα από εκείνα πολλών αρχηγών κρατών, συμπεριλαμβανομένου του Τραμπ (περίπου στο 46%).
Όσον αφορά στον ισχυρισμό του Αμερικανού προέδρου ότι η Αμερική χρειάζεται 500 δισεκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση για την υποστήριξή της, και σε αυτή την περίπτωση, το επιχείρημα βασίζεται σε καθαρή παραπληροφόρηση. Οι ΗΠΑ δεν έχουν δώσει στην Ουκρανία 350 δισεκατομμύρια δολάρια, όπως έγραψε ο Τραμπ στον ιστότοπο κοινωνικής δικτύωσης Truth Social την Τετάρτη. Στα χαρτιά, έχει δώσει τα μισά από αυτά, και σε πραγματικούς, κατανεμημένους πόρους, μόλις 114 δισεκατομμύρια ευρώ (119 δισεκατομμύρια δολάρια) μέχρι το τέλος του 2024, σύμφωνα με το Ινστιτούτο Kiel της Γερμανίας, το οποίο παρακολουθεί λεπτομερώς την όλη στήριξη προς την Ουκρανία. Από αυτό το ποσό, 64 δισεκατομμύρια ευρώ είχαν τη μορφή στρατιωτικής υποστήριξης, η συντριπτική πλειοψηφία της οποίας είτε προήλθε από αποθήκες είτε πληρώθηκε σε αμερικανικούς κατασκευαστές όπλων.

Ούτε οι ΗΠΑ έχουν επωμιστεί ένα ιδιαίτερα βαρύ φορτίο σε σχέση με άλλους συμμάχους της Ουκρανίας, όπως δεν κουράζονται να λένε ο Τραμπ και οι βοηθοί του, πόσο μάλλον 200 δισεκατομμύρια δολάρια περισσότερα από την Ευρώπη, όπως ισχυρίστηκε σε ανάρτησή του. Οι ΗΠΑ έχουν δαπανήσει σταθερά λιγότερα από την Ευρώπη και ως ποσοστό του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος κατατάσσονται μόλις στη 15η θέση μεταξύ των 20 κορυφαίων δωρητών της Ουκρανίας σε καιρό πολέμου.
Ο Τραμπ έχει παρ’ όλα αυτά δίκιο σε αυτό το θέμα: Οι ΗΠΑ παραμένουν ο κρίσιμος παίκτης για το Κίεβο, τόσο λόγω των κατηγοριών όπλων που παρέχουν όσο και λόγω της αποτρεπτικής τους δυνατότητας ως η μεγαλύτερη στρατιωτική και πυρηνική δύναμη στον κόσμο.
Είναι πιθανό ο Τραμπ να εκπλήξει τους πάντες, αποσπώντας μια δίκαιη συμφωνία για την Ουκρανία στο πλαίσιο της “επανεκκίνησής” του. Ελπίζω ειλικρινά να το κάνει. Τίποτα, ωστόσο, από αυτά που έχει πει ή κάνει έως τώρα ο ηγέτης του ελεύθερου κόσμου, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ότι αυτό θα συμβεί. Το πιο πιθανό, και τραγικό για τον λαό της Ουκρανίας καθώς και για τη μελλοντική σταθερότητα της Ευρώπης, είναι ότι βλέπουμε να εξελίσσεται μια συμφωνία που θα συναφθεί εις βάρος τους από δύο εξαιρετικά κυνικούς ηγέτες, οι οποίοι βλέπουν και οι δύο τους αδύναμους ως στόχους προς εκμετάλλευση και τους ισχυρούς ως τους μόνους με τους οποίους αξίζει να διαπραγματευτούν.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου