Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει κλονίσει τόσους πολλούς θεσμούς και κανόνες, που είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς τι έχει σημασία και τι όχι. Μήπως το χάος που προκαλεί είναι απλώς επιφανειακό (σαν έναν celebrity που θέλει να προκαλέσει εντυπώσεις); Ή μήπως πρόκειται για μια ιστορική ρήξη; Πολλά υποδηλώνουν το τελευταίο, καθώς ο Τραμπ βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με μια μεγάλη ιδέα: αυτή της “Δύσης”.

Όπως και ο Παγκόσμιος Νότος, η Δύση δεν είναι πρωτίστως μια γεωγραφική έννοια, καθώς ο ευρωπαϊκός και αμερικανικός κορμός της απλώνει πολλά κλαδιά. Είναι, αντίθετα, όπως την ορίζει ο Γερμανός ιστορικός Χάινριχ Όγκουστ Βίνκλερ, ένα “κανονιστικό” πρόταγμα – μια εξελισσόμενη, ενίοτε ασαφής αλλά συνεκτική δέσμη αξιών.

Ο Τραμπ και το κίνημά του δεν μοιράζονται αυτές τις αξίες, τουλάχιστον όχι χωρίς αστερίσκους, και αυτό έχει πλέον αρχίσει να γίνεται αντιληπτό σε όλη την υπόλοιπη Δύση, της οποίας ηγούνται οι Ηνωμένες Πολιτείες τις τελευταίες οκτώ δεκαετίες. Αυτή η συνειδητοποίηση μπορεί να είναι καταλυτική. Επικαλούμαι τον Κρίστοφ Χόισγκεν, έναν Γερμανό διπλωμάτη τον οποίο γνώρισα όταν ήταν σύμβουλος εθνικής ασφάλειας της πρώην καγκελάριου Άνγκελα Μέρκελ και ο οποίος είναι τώρα ο απερχόμενος πρόεδρος της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια, η οποία πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο.

“Πρέπει να φοβόμαστε ότι η κοινή μας βάση αξιών δεν είναι πλέον τόσο κοινή”, δήλωσε ο Χόισγκεν κλείνοντας τη διάσκεψη. Λίγα λεπτά αργότερα, ξέσπασε σε δάκρυα και αποχώρησε από τη σκηνή, έχοντας αγγίξει με τα λόγια του ολόκληρο το ακροατήριο. Απαντούσε σε μια άλλη ομιλία, αυτή του αντιπροέδρου του Τραμπ, Τζέι Ντι Βανς.

Μία ημέρα μετά την επίσκεψή του στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου, ο Βανς είχε συμβουλεύσει το ευρωπαϊκό ακροατήριο του Μονάχου να ανησυχεί λιγότερο για τη Ρωσία και την Κίνα και περισσότερο για την “απειλή εκ των έσω”. Και ποια είναι αυτή η απειλή; Πρόκειται, κατά τα φαινόμενα, για ένα αντιδημοκρατικό, woke κύμα λογοκρισίας που εκδηλώνεται με την ακύρωση εκλογών όπως αυτές της Ρουμανίας (τις οποίες διέφθειρε μια ρωσική εκστρατεία παραπληροφόρησης) και την καταστολή κινημάτων όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), ένα ακροδεξιό κόμμα το οποίο οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες έχουν θέσει υπό παρακολούθηση για νεοναζιστικές τάσεις, αλλά το οποίο παρ’ όλα αυτά απολαμβάνει τα ίδια δικαιώματα στο κοινοβούλιο, τα μέσα ενημέρωσης και την κοινωνία με όλα τα άλλα κόμματα.

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι και αρκετοί Αμερικανοί στην αίθουσα έμειναν άναυδοι μπροστά στη θρασύτητα ενός θιασώτη του Τραμπ -ενός ανθρώπου που συμφωνεί με το Μεγάλο Ψέμα ότι οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2020 ήταν “κλεμμένες”- να επιπλήττει τους Ευρωπαίους για την ακεραιότητα των εκλογών τους. Ειδικά οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να πιστέψουν τη διαστρέβλωση -στην πραγματικότητα αντιστροφή- από τον Βανς του μηνύματος που είχαν αντλήσει από το Ολοκαύτωμα και στρατόπεδα όπως το Νταχάου, το “Ποτέ Ξανά”.

Για τους Γερμανούς, αυτή η προτροπή σημαίνει ότι δεν πρέπει ποτέ ξανά να επιτρέψουν σε ψέματα να μείνουν αναπάντητα – ότι η τυραννία της πλειονότητας δεν πρέπει ποτέ ξανά να συντρίψει τα δικαιώματα των μειονοτήτων ή των ατόμων – ότι “η ανθρώπινη αξιοπρέπεια θα είναι απαραβίαστη”, είτε ένα άτομο είναι γεννημένο στη χώρα του είτε είναι μετανάστης, είτε ανήκει στην ενδοομάδα είτε σε οποιαδήποτε εξωομάδα. Και όμως, τώρα έρχεται η κυβέρνηση Τραμπ, που αναμεταδίδει τη ρωσική προπαγάνδα, προσεταιρίζεται ακροδεξιά κινήματα όπως το AfD και αντιστρέφει τα μαθήματα της ιστορίας, ενώ ποζάρει στον φακό από το Νταχάου.

Υπάρχει ένας λόγος για τον οποίο οι Γερμανοί είναι ιδιαίτερα σοκαρισμένοι με τον κυνισμό που απορρέει από αυτόν τον νέο Λευκό Οίκο. Μπορώ να το αντιληφθώ, επειδή, ως πολίτης των ΗΠΑ και της Γερμανίας, έχω περάσει όλη μου τη ζωή στο μεταίχμιο των δύο πολιτισμών. Μετά το Ολοκαύτωμα, οι Δυτικογερμανοί έγιναν καλοί Ευρωπαίοι και δημοκράτες, αλλά το έκαναν υπό την κηδεμονία και την προστασία των ΗΠΑ. Έμαθαν τις “δυτικές” αξίες τους από τους κατακτητές τους, που έγιναν απελευθερωτές: τους Αμερικανούς.

Επιστρέφω στον Βίνκλερ, τον ιστορικό. Τα ράφια της βιβλιοθήκης μου στενάζουν κάτω από τις βαρύγδουπες ανθολογίες του για την ιστορία, τις αξίες και τη σημερινή κρίση της Δύσης. Αλλά το magnum opus του είναι μια έρευνα σχετικά με το γιατί οι Γερμανοί χρειάστηκαν τόσο χρόνο για να καταλάβουν αν είναι ή δεν είναι μέρος αυτής της Δύσης. Όταν στράφηκαν προς τη λάθος κατεύθυνση, μεταξύ 1848 και 1945, το αποτέλεσμα ήταν η τυραννία και ο ολοκληρωτισμός, δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και ολοκαυτώματα. Όταν τελικά εντάχθηκαν στη Δύση, υπό το καλοπροαίρετο βλέμμα της Ουάσινγκτον (καθώς και του Έλβις και του Marlboro Man), η ιστορία έγινε πολύ πιο φωτεινή.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που ονομάζεται Δύση; Οι φιλοσοφικοί σπόροι της σπάρθηκαν στην Αθήνα και τη Ρώμη, αλλά μήτρα της ήταν η μεσαιωνική Δύση (σε αντίθεση με την Ανατολή στη “Μέση Ανατολή”), και συγκεκριμένα οι καθολικές και αργότερα οι προτεσταντικές (σε αντίθεση με τις ορθόδοξες) χώρες του χριστιανισμού. Την κυοφόρησε ο Διαφωτισμός – και η αμερικανική και η γαλλική επανάσταση που γέννησε – με έμφαση στην ατομική ελευθερία, τον ορθολογισμό και την αυτοδιάθεση.

Στους δύο αιώνες που ακολούθησαν, η Δύση δεν έπαψε να εξελίσσεται για να υποστηρίξει τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ανεκτικότητα και τη συνταγματικότητα. Έπρεπε συνεχώς να αντιμετωπίζει και να νικά τους δικούς της δαίμονες, από τη δουλεία μέχρι την αποικιοκρατία και τον αυταρχισμό. Κάθε φορά, επικράτησε – τουλάχιστον μέχρι στιγμής.

Η Δύση έγινε γεωπολιτική έννοια μόνο μετά την ήττα του ναζισμού και του φασισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο πρώτος επίσημος θεσμός της ήταν ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου, που αρχικά ιδρύθηκε “για να κρατήσει τους Αμερικανούς στην Ευρώπη, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω”. Άλλοι περιελάμβαναν αυτό που είναι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Πολλές χώρες θέλουν να ενταχθούν σε αυτούς τους θεσμούς επειδή είναι επίσης όργανα της Δύσης. Οι Ουκρανοί που διαμαρτύρονταν στο Euromaidan το 2013-14 ήθελαν να μπουν στην ΕΕ αλλά και να απομακρυνθούν από τη Μόσχα, η οποία γι’ αυτούς αντιπροσωπεύει μια αυταρχική “Ανατολή”, όπως το Πεκίνο για τους κατοίκους της Ταϊβάν ή η Πιονγκγιάνγκ για τους Νοτιοκορεάτες.

Εξ ου και η γνωστική ασυμφωνία που προκαλείται τώρα στη μη αμερικανική Δύση, καθώς αξιωματούχοι των ΗΠΑ διαπραγματεύονται απευθείας με τους Ρώσους ομολόγους τους στη Σαουδική Αραβία – για την τύχη της Ουκρανίας και προφανώς για μια γενικότερη αποκλιμάκωση μεταξύ Ουάσινγκτον και Μόσχας – ακόμη και όταν οι Ευρωπαίοι που δεν προσκλήθηκαν στο τραπέζι συγκεντρώνονται χωριστά στο Παρίσι για να καταλάβουν πού πατούν μετά τη στροφή του Τραμπ. Εξ ου και η αγωνία που κυριεύει τους συμμάχους της Αμερικής κάθε φορά που βλέπουν τον Τραμπ να απειλεί τον Καναδά ή τη Δανία, ας πούμε, ενώ βρίσκει καλά λόγια για τους ομολόγους του στη Μόσχα ή το Πεκίνο.

Τίποτα δεν υποδηλώνει ότι ο Τραμπ, ως ηγέτης του ισχυρότερου έθνους στην ιστορία, κατανοεί την αξία της Δύσης τόσο για την Αμερική όσο και για τον κόσμο. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Δύση είναι καταδικασμένη. Αλλά δεν προμηνύει τα καλύτερα για τους Ουκρανούς και τους Ευρωπαίους – και για οποιονδήποτε επιθυμεί έναν κόσμο με περισσότερη και όχι λιγότερη ελευθερία και δικαιοσύνη.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion