“Η Ανατολική Ευρώπη δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής… Ο κόσμος αμφισβητεί αν το ΝΑΤΟ θα ήταν πρόθυμο και ικανό να ανταποκριθεί σε κάλεσμα για την υπεράσπισή της”. Θα περίμενε κανείς να ακούσει αυτές τις απόψεις σήμερα στις Βρυξέλλες, με τους Ευρωπαίους ηγέτες να είναι εξοργισμένοι από την επιλογή του Ντόναλντ Τραμπ να τους αγνοήσει, καθώς προετοιμάζεται για συνομιλίες με τον Βλαντίμιρ Πούτιν για την Ουκρανία, ενώ μεταφέρει μεγαλύτερο μέρος του βάρους της ηπειρωτικής ασφάλειας στους συμμάχους του.
Ωστόσο, τα λόγια αυτά γράφτηκαν πριν από 15 χρόνια σε μια επιστολή του 2009 προς τον προκάτοχο του Τραμπ, Μπαράκ Ομπάμα, από ηγετικές προσωπικότητες χωρών του πρώην Σιδηρού Παραπετάσματος, όπως η Πολωνία, η Βουλγαρία και η Τσεχία. Ακόμα και τότε, ο φόβος ήταν ότι η προσπάθεια των ΗΠΑ για επαναπροσέγγιση με τη Ρωσία, ενώ παράλληλα στρέφονταν προς την Ασία, θα έκανε το ανατολικό άκρο της Ευρώπης πιο ευάλωτο. Σήμερα, όταν η κυβέρνηση Τραμπ λέει ότι είναι απίθανο η Ουκρανία να επιστρέψει στα προ του 2014 σύνορά της και ότι η μεγαλύτερη προτεραιότητα ασφαλείας είναι η Κίνα, μπορούμε να φανταστούμε ότι οι σύμμαχοι των ΗΠΑ αισθάνονται μια αίσθηση déjà vu αλλά και θυμού.
Στην πραγματικότητα, υπάρχουν τόσα πολλά παραδείγματα στο παρελθόν που δείχνουν ότι το “Πρώτα η Αμερική” σημαίνει ουσιαστικά “Αμερική ως συνήθως”, και είναι κάπως περίεργο να βλέπουμε τους Ευρωπαίους να εκπλήσσονται τόσο πολύ. Το 2013, λίγες ώρες πριν οι ΗΠΑ και η Γαλλία ηγηθούν μιας συντονισμένης επίθεσης κατά του σύμμαχου του Πούτιν στη Συρία Μπασάρ αλ Άσαντ, ο Ομπάμα άφησε το Παρίσι στην τύχη του, σε μια “στροφή” της τελευταίας στιγμής. Το 2021, η χαοτική μονομερής απόσυρση των στρατευμάτων από το Αφγανιστάν από την κυβέρνηση Μπάιντεν πρόδωσε και εξόργισε Ευρωπαίους συμμάχους όπως η Γαλλία, που επί χρόνια χλευάζονταν για την υποτιθέμενη έλλειψη στρατιωτικής αποφασιστικότητας. Αυτά τα γεγονότα ενθάρρυναν τον Πούτιν και τροφοδότησαν τις προσδοκίες ενός μετα-αμερικανικού κόσμου. Η προσπάθεια του Τραμπ για επαναπροσέγγιση προς τη Ρωσία, μαζί με τις απειλές του για δασμούς στην εμπορική σχέση ΗΠΑ-ΕΕ αξίας 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, θα κάνει το ίδιο.
Το ερώτημα επομένως δεν είναι αν οι ΗΠΑ θα αφήσουν εκτεθειμένους τους συμμάχους τους, αλλά τι σχεδιάζουν τελικά να κάνουν οι ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όταν αυτό συμβεί.Play Video

Τα εξοργισμένα αιτήματα για μια θέση στο τραπέζι του Πούτιν και του Τραμπ, όσο δικαιολογημένα και αν είναι, δεν αρκούν. Ενισχύουν τις απόψεις των ΗΠΑ ότι οι Ευρωπαίοι είναι απλώς ακόλουθοι και παράλληλα τόσο απροετοίμαστοι για την ειρήνη όσο και για τον πόλεμο. Σαν ένας διπλωματικός συνεπιβάτης στο πίσω κάθισμα, η ΕΕ στήριξε την Ουκρανία οικονομικά, στρατιωτικά και ηθικά χωρίς να καθορίσει το δικό της σχέδιο ή τα συμφέροντά της, υπό τον φόβο διάσπασης της ενότητας. Αυτό μπορεί να βοήθησε στη διατήρηση της πίεσης των κυρώσεων στη Μόσχα και της στρατιωτικής βοήθειας προς το Κίεβο. Ωστόσο, το κόστος ήταν η απουσία στρατηγικής εν αναμονή της άφιξης Τραμπ ή μιας ξεκάθαρης πολιτικής για την ενίσχυση του ηθικού των κουρασμένων από τον πόλεμο ψηφοφόρων, οι οποίοι έχουν αποδοκιμάσει κυβερνήσεις τις οποίες έχουν συνδέσει με τον υψηλό πληθωρισμό και μια αδύναμη οικονομία λόγω του πολέμου.
Είναι σαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες να υπέθεσαν ότι το πρώιμο κύμα δημόσιας υποστήριξης προς την Ουκρανία θα διαρκούσε για πάντα, όπως το χειροκρότημα για τους νοσοκόμους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αντίθετα, σε πολλές χώρες, η υποστήριξη για μια εκεχειρία με αντάλλαγμα εδαφικές παραχωρήσεις έχει αυξηθεί. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές λαμβάνουν ήδη το μήνυμα του Τραμπ και ποντάρουν στα οφέλη, συμπεριλαμβανομένης της πτώσης των τιμών της ενέργειας. Οι Ευρωπαίοι διπλωμάτες ανησυχούν ότι η χρόνια συζήτηση για μια πιο διεκδικητική Ευρώπη έχει οδηγήσει σε εφησυχασμό, παρομοιάζοντάς την με την έκκληση για συνταξιοδοτική αποταμίευση η οποία έχει αγνοηθεί πλήρως. Πρωτοβουλίες όπως η ευρύτερη Ευρωπαϊκή Πολιτική Κοινότητα ή η έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της ΕΕ με την Ουκρανία δεν κατάφεραν να επιφέρουν καθοριστικές αλλαγές.
Δεδομένης της επείγουσας ανάγκης για τον καθορισμό και την υπεράσπιση των δικών τους συμφερόντων και αυτών της Ουκρανίας, είναι ώρα οι ηγέτες να παραμερίσουν την οικοδόμηση πανευρωπαϊκής συναίνεσης και να σφυρηλατήσουν πιο ευέλικτες συμμαχίες. Μια ομάδα χωρών όπως η εκτός ΕΕ Βρετανία, η Γαλλίας, η Γερμανία, η Ιταλία και η Πολωνία θα συγκέντρωνε τις δύο πυρηνικές δυνάμεις της Ευρώπης, τη μεγαλύτερη οικονομία της, μια κυβέρνηση με επιρροή που “συμβαδίζει” με τον Τραμπ αλλά και τον μεγαλύτερο αμυντικό καταναλωτή της Ευρώπης βάσει ΑΕΠ.
Η ΕΕ θα πρέπει επίσης να προχωρήσει σε μια συντονισμένη προσπάθεια για την άμυνα – τη μεγαλύτερη αδυναμία της και τη μεγαλύτερη αντιπαράθεση με την Ουάσινγκτον – για να δείξει ότι μπορεί να δράσει στρατηγικά, χωρίς τις αμερικανικές διαταγές. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αναλωθεί σε μια συζήτηση “αλά γερμανικά” για τα χρήματα ή “αλά γαλλικά” για την ηγεσία. Δεδομένων των τρισεκατομμυρίων δολαρίων που απαιτούνται για την προετοιμασία μιας μεταπολεμικής Ουκρανίας, η μέγιστη ευελιξία πρέπει να είναι οι λέξεις-κλειδιά: Οι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ θα μπορούσαν να είναι πιο χαλαροί, τα ταμεία διάσωσης της εποχής της κρίσης θα μπορούσαν να επαναπροσδιοριστούν και να ενθαρρυνθεί ο δανεισμός για πρωτοβουλίες όπως η αεράμυνα.
Η Ευρώπη έχει καλό λόγο να ανησυχεί για την έκβαση των συνομιλιών Τραμπ-Πούτιν, όπως έχει γράψει ο συνάδελφός μου Marc Champion. Αλλά είναι επίσης ισχυρότερη από ό,τι φαίνεται. Περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα αφότου η ΕΕ ξεκίνησε τη δική της γεωπολιτική πορεία, το “Πρώτα η Αμερική” δεν μπορεί να σημαίνει ότι η Ευρώπη θα παραμείνει…η “Ευρώπη, ως συνήθως”.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου