Αυτή την εβδομάδα μάθαμε ότι ο λόγος για τον οποίο είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ο στόχος της εμπορικής πολιτικής της κυβέρνησης Τραμπ είναι επειδή δεν υπάρχει πραγματικά ένας σαφής στόχος. Αποσκοπεί στη μείωση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ; Αφορά μήπως στην αύξηση των εσόδων για να χρηματοδοτηθεί η παράταση του νόμου περί φορολογικών περικοπών (TCJA) του 2017 που λήγει αργότερα φέτος; Πρόκειται για απόκτηση διπλωματικής ισχύος σε άλλες διαπραγματεύσεις, όπως η ασφάλεια των συνόρων;
Όποιος και αν είναι ο στόχος της πολιτικής αυτής, είναι απίθανο να ωφελήσει είτε το χρέος και τα ελλείμματα των ΗΠΑ είτε την αγορά ομολόγων.
Ακολουθούν τα όσα έγραψε ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, καθώς ετοιμαζόταν να επιβάλει δασμούς 25% στα αγαθά που εισέρχονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό και τον Καναδά, τα μεσάνυχτα της περασμένης Τρίτης: “ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΕ ΤΟ ΠΡΟΪΟΝ ΣΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΔΑΣΜΟΙ! Γιατί να χάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες ΤΡΙΣΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ ΔΟΛΑΡΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ ΑΛΛΩΝ ΧΩΡΩΝ…” (Στον Τραμπ αρέσει πολύ να χρησιμοποιεί κεφαλαία γράμματα στις αναρτήσεις του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.)
Έτσι, είναι σαφές ότι η χρήση δασμών αποσκοπεί στη διόρθωση της όποιας αντιληπτής εμπορικής ανισορροπίας των ΗΠΑ με το Μεξικό και τον Καναδά, τους δύο μεγαλύτερους εμπορικούς εταίρους τους. Βγάζει νόημα. Αλλά ο Κέβιν Χάσετ, διευθυντής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, δήλωσε ότι όχι, δεν είναι αυτό. “Δεν πρόκειται για εμπορικό πόλεμο, αλλά για πόλεμο κατά των ναρκωτικών”, δήλωσε στο CNBC. Ίσως έχει δίκιο; Διότι το Μεξικό και ο Καναδάς προχώρησαν σε κάποιες συμβολικές παραχωρήσεις όσον αφορά την ασφάλεια στα σύνορά τους με τις ΗΠΑ τη Δευτέρα και ο Τραμπ ανέστειλε αμέσως τους δασμούς. Η συζήτηση για τους δασμούς ως πηγή εσόδων ελάχιστα αναφέρθηκε.
Υπάρχουν δύο συμπεράσματα εδώ. Το πρώτο είναι ότι οι εμπορικοί σύμβουλοι του Λευκού Οίκου σίγουρα αντιλαμβάνονται την αντιφατική φύση της ομιλίας του Τραμπ για τους δασμούς και θα πρέπει να του μιλήσουν για αυτό το θέμα. Ο Τραμπ έχει πει ότι τέτοιες επιβαρύνσεις σε ξένα αγαθά -που πληρώνονται από τους πολίτες των ΗΠΑ- θα συγκεντρώσουν τα κεφάλαια που απαιτούνται για να χρηματοδοτήσουν την παράταση του TCJA, η οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου, θα κοστίσει 4,6 τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία.
Η άλλη πλευρά του νομίσματος είναι ότι οι δασμοί κάνουν τα εισαγόμενα αγαθά πιο ακριβά. Εν μέσω του χάους της Δευτέρας, η μεγάλη εταιρεία χονδρικής στον κλάδο των τροφίμων Associated Wholesale Grocers έστειλε προειδοποίηση στους 1.100 λιανοπωλητές, πελάτες της στις ΗΠΑ, να προετοιμαστούν να πληρώσουν επιπλέον 25% στα αγαθά από το Μεξικό και τον Καναδά. Εκτιμάται επίσης ότι η μέση τιμή ενός αυτοκινήτου θα μπορούσε να εκτοξευθεί κατά περίπου 3.000 δολάρια. Δεδομένου ότι οι καταναλωτές των ΗΠΑ διαμαρτύρονται για τις υψηλές τιμές των τροφίμων και άλλων αγαθών λόγω του αυξημένου πληθωρισμού που προέκυψε από την πανδημία, αυτό θα τους δώσει ακόμη μεγαλύτερο κίνητρο να κάνουν περικοπές ή να αναζητήσουν φθηνότερες εναλλακτικές (υποθέτοντας ότι οι αυξήσεις τιμών δεν θα μετριαστούν από συναλλαγματικές προσαρμογές, όπως η ισχυροποίηση του δολαρίου και η αποδυνάμωση των νομισμάτων των χωρών που στοχοποιούνται).
Αν οι Αμερικανοί καταναλωτές περιορίσουν τις δαπάνες τους, οι δασμοί δεν θα επιφέρουν τα έσοδα που θέλει ο Τραμπ για να χρηματοδοτήσει μια επέκταση του TCJA. Το αποτέλεσμα θα είναι περισσότερο χρέος και μεγαλύτερα δημοσιονομικά ελλείμματα σε μια εποχή που ο δανεισμός των ΗΠΑ ξεπερνά ήδη τα 36 τρισ. δολάρια και οι κρατικές δαπάνες υπερβαίνουν τα έσοδα κατά 1,8 τρισ. δολάρια ετησίως, ή σχεδόν 6,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο Ντέιβιντ Κέλι, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής της JPMorgan Asset Management, σε πρόσφατο σημείωμα προς τους πελάτες του το έθεσε ως εξής:
Με βάση τα στοιχεία έως τον Νοέμβριο, οι συνολικές εισαγωγές αγαθών των ΗΠΑ πέρυσι ήταν περίπου 3,3 τρισ. δολάρια, γεγονός που υποδεικνύει μια αρχική εκτίμηση 330 δισ. δολ. σε ετήσια έσοδα από έναν επιπλέον καθολικό δασμό 10% σε όλα τα εισαγόμενα αγαθά. Ωστόσο, αυτό το ποσό θα μειωνόταν σημαντικά ώστε (1) να ληφθούν υπόψη οι μειώσεις στον όγκο των εισαγωγών λόγω των υψηλότερων τιμών, (2) ο αρνητικός αντίκτυπος στο ΑΕΠ από τους ανταποδοτικούς δασμούς στις εξαγωγές και (3) το ενδεχόμενο οι δασμοί να αυξήσουν τον πληθωρισμό και συνεπώς τα επιτόκια. Επιπλέον, εάν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση προσπαθούσε να αποζημιώσει τους εξαγωγείς για τις επιπτώσεις των αντιποίνων, όπως συνέβη στην πρώτη κυβέρνηση Τραμπ, η καθαρή εξοικονόμηση δημοσιονομικών πόρων θα μειωνόταν περαιτέρω.
Αν αυτό δεν είναι αρκετό για να ξεσηκώσει την αγορά ομολόγων, τότε σκεφτείτε ότι ο εκφοβισμός από τον Τραμπ των στενότερων εμπορικών εταίρων και συμμάχων μας σίγουρα έχει κάνει τις χώρες σε όλο τον κόσμο να σκέφτονται πώς να απομακρυνθούν από τις ΗΠΑ σε περίπτωση που γίνουν ο επόμενος στόχος των δασμών – συρρικνώνοντας περαιτέρω τα προσδοκώμενα από τον Τραμπ έσοδα από τους δασμούς. Ο Καναδάς ήδη αναζητά τρόπους για να αποσυνδέσει τις πετρελαϊκές του δραστηριότητες από τις ΗΠΑ και να στείλει περισσότερο αργό στην Ασία, σύμφωνα με το Bloomberg News. Και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία μπορεί να αποτελέσει τον επόμενο δασμολογικό στόχο του Τραμπ, προχώρησε σε συμφωνία με τέσσερις χώρες της Νότιας Αμερικής τον Δεκέμβριο για τη δημιουργία ενός από τα μεγαλύτερα εμπορικά μπλοκ στον κόσμο.
Προσθέστε σε αυτό το μείγμα το γεγονός ότι όσοι εξάγουν στις ΗΠΑ θα αναζητήσουν επίσης τρόπους για να αποφύγουν τους δασμούς – όπως έκαναν στην πρώτη θητεία του Τραμπ. Οι “απειλές και τα εκτελεστικά διατάγματα του Τραμπ μέχρι στιγμής υποδηλώνουν ότι η έμφαση αυτή τη στιγμή δίνεται περισσότερο στη διαπραγματευτική ισχύ”, έγραψε το Bloomberg Economics σε έκθεσή του την Τρίτη. “Αυτή η προσέγγιση είναι λιγότερο κατάλληλη για την αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων, καθώς επιτρέπει στις εισαγωγές να κατευθύνονται μακριά από τις δασμολογημένες “διαδρομές”, διαβρώνοντας τα όποια επιπλέον έσοδα από την αύξηση των συντελεστών”.
Λίγοι όμως φαίνεται να μιλούν για το γεγονός ότι το εμπόριο παίζει βασικό ρόλο στο να επιτρέπεται στις ΗΠΑ να έχουν τόσο μεγάλο χρέος και μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Οι αναρτήσεις του Τραμπ δείχνουν ότι εξισώνει τα εμπορικά ελλείμματα των ΗΠΑ με την υποστήριξη άλλων οικονομιών. Ωστόσο, ισχύει το αντίθετο. Όπως έχει περιγράψει ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν στο Substack, η Αμερική αγοράζει αγαθά και υπηρεσίες σε χαμηλές τιμές που δεν μπορούν να αναπαραχθούν στις ΗΠΑ, και, σε αντάλλαγμα, οι εμπορικοί μας εταίροι λαμβάνουν μια άτυπη δέσμευση (IOU) με τη μορφή τίτλων του αμερικανικού δημοσίου. Έτσι, είναι στην πραγματικότητα οι εμπορικοί εταίροι της Αμερικής που παρέχουν μια επιδότηση μέσω φθηνών εισαγωγών και χαμηλότερου κόστους δανεισμού.

“Τελικά, οι δασμοί του Τραμπ αποσκοπούν στη δημιουργία εσόδων με κίνδυνο να διαταραχθούν οι παγκόσμιες ροές κεφαλαίων που είναι απαραίτητες για τη χρηματοδότηση της αμερικανικής οικονομίας”, έγραψε ο επικεφαλής οικονομολόγος της TS Lombard στις ΗΠΑ Στίβεν Μπλιτζ σε σημείωμα της 4ης Φεβρουαρίου. “Το τρέχον σταθερό σύστημα των παγκόσμιων ροών κεφαλαίου που τρέχει παράλληλα με τις ροές αγαθών μπορεί ακόμη να τεθεί υπό αμφισβήτηση, εάν οι δασμοί του Τραμπ διακόψουν την τακτική ροή αγαθών”.
Ή όπως εξηγεί ο Κρούγκμαν, η διατήρηση εμπορικών πλεονασμάτων και η προσέλκυση τεράστιων ποσών ξένου κεφαλαίου είναι αριθμητικά αδύνατη, καθώς το εμπορικό ισοζύγιο μιας χώρας συν τις καθαρές εισροές κεφαλαίων ισούνται σε γενικές γραμμές πάντα με το μηδέν. Γι’ αυτό ονομάζεται ισοζύγιο πληρωμών – πάντα ισοσκελίζει. Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Κρούγκμαν, δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι ένα εμπορικό έλλειμμα πλήττει την οικονομική ανάπτυξη. Επισημαίνει την περίοδο μεταξύ των μέσων της δεκαετίας του 1990 και περίπου του 2005, όταν το εμπορικό έλλειμμα διογκώθηκε και παρόλα αυτά το ΑΕΠ ήταν κατά μέσο όρο στο 3,4%, ακόμη και αν συνυπολογιστεί η ύφεση που ακολούθησε μετά το σκάσιμο της φούσκας των dot-com.

Η επίτευξη εμπορικού πλεονάσματος μπορεί να ακούγεται ελκυστική και να υποδηλώνει οικονομική επιτυχία, αλλά αυτό μπορεί να είναι παραπλανητικό δεδομένης της εξίσωσης του ισοζυγίου πληρωμών. Έτσι, όταν οι χώρας περνούν από εμπορικό έλλειμμα σε εμπορικό πλεόνασμα, αυτό μπορεί συχνά να οφείλεται σε κακούς λόγους. Όπως έχει σημειώσει ο Κρούγκμαν, όταν ορισμένες χώρες της Νότιας Ευρώπης βρέθηκαν σε κρίση πριν από μόλις δώδεκα χρόνια, πέρασαν από το εμπορικό έλλειμμα στο πλεόνασμα. Αλλά αυτό δεν συνέβη επειδή ξαφνικά άρχισαν να εξάγουν περισσότερα από όσα εισήγαγαν, αλλά επειδή σταμάτησε η εισροή κεφαλαίων, αναγκάζοντας σε απότομη υποχώρηση των εισαγωγών.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι ΗΠΑ βασίζονται σε ξένα χρήματα για να χρηματοδοτήσουν το διογκούμενο χρέους τους και το φουσκωμένο δημοσιονομικό έλλειμμα. Βεβαίως, και τα δύο πρέπει να αντιμετωπιστούν, αλλά η είσοδος σε εμπορικούς πολέμους δεν είναι η απάντηση. Η παρουσίαση του εμπορίου ως “καλό” ή “κακό”, ανάλογα με το αν η Αμερική έχει πλεόνασμα ή έλλειμμα με τους συμμάχους της, κινδυνεύει να μετατρέψει μια όλο και πιο επικίνδυνη δημοσιονομική κατάσταση σε πραγματική κρίση.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου