Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι σίγουρος αν η Ισπανία είναι αναδυόμενη αγορά ή όχι – πρόσφατα μάλιστα ρώτησε αν είναι “χώρα των BRICS“. Αλλά είναι βέβαιος ότι οι δασμοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα έρθουν “σύντομα”, μια απειλή που αποκτά μεγαλύτερο βάρος μετά την εναρκτήρια βολή του εναντίον του Καναδά και του Μεξικού – ακόμη και αν πάτησε για ένα μήνα το “pause”. Αυτοί θα είναι οικονομικά επώδυνοι, διχαστικοί και θα αποτελέσουν δυνητικά υπαρξιακό πρόβλημα, αν διχοτομήσουν την ΕΕ ανάμεσα σε φίλους και εχθρούς. Τι μπορούν – αν μπορούν – να κάνουν οι Ευρωπαίοι γι’ αυτό;
Αρχικά, πρέπει να πάρουν στα σοβαρά τον Τραμπ. Η επίθεσή του στους γείτονες των ΗΠΑ θα πρέπει να βγάλει τους Ευρωπαίους από το σκεπτικό ότι ο Τραμπ αναλώνεται σε αερολογίες ότι η προσφορά πρώιμων παραχωρήσεων θα γλιτώσει τους συμμάχους της Αμερικής. Η προεδρία του Τραμπ τροφοδοτείται από την πεποίθηση ότι η αύξηση της ευημερίας των ΗΠΑ σημαίνει σπάσιμο των “αλυσίδων” που τις συνδέουν νομισματικά, στρατιωτικά και εμπορικά με το παγκόσμιο σύστημα. Οι δασμοί είναι αναπόσπαστο στοιχείο για την υλοποίηση αυτού του οράματος στην πράξη, και οι στενοί εταίροι θεωρούνται ως η καλύτερη πηγή για γρήγορες νίκες και αλλαγή συμπεριφοράς (όπως φάνηκε στις δεσμεύσεις του Μεξικού και του Καναδά κατά τις διαπραγματεύσεις). Αυτό καθιστά την ΕΕ – που θεωρείται [σσ. από τον Τραμπ] “στρεβλωτής” του εμπορίου, αθέμιτος ρυθμιστής και “τζαμπατζής” στην Άμυνα – έναν ελκυστικό στόχο, δεδομένου του εμπορικού της πλεονάσματος. Η επιμονή ότι οι ΗΠΑ θα βλάψουν μόνο τον εαυτό τους επιβάλλοντας δασμούς σε μια εμπορική σχέση ύψους 1,3 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, όσο ακριβής και αν είναι, είναι απίθανο να συγκρατήσει τον Τραμπ.

Αυτή η συνειδητοποίηση αρχίζει να γίνεται αντιληπτή από Ευρωπαίους ηγέτες όπως ο Εμανουέλ Μακρόν και ο Όλαφ Σολτς, οι οποίοι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μην προκαλέσουν τον Τραμπ. Η αποφασιστική επιχειρηματολογία τους σχετικά με την ανάγκη [σσ. για την Ευρώπη] να πάρει θέση θα πρέπει να δώσει στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στον σχεδιασμό μιας απάντησης. Θα υπάρχει ένα στοιχείο διαπραγμάτευσης, όπως φάνηκε στις προτάσεις για μείωση του εμπορικού χάσματος μέσω της αγοράς περισσότερων αμερικανικών προϊόντων, ωστόσο, αν αυτό δεν είναι αρκετό, τότε τα αντίποινα θα πρέπει να τεθούν στο τραπέζι. Απαντήσεις τύπου “οφθαλμός αντί οφθαλμού” είναι αναπόφευκτα επώδυνες – έχουν επανειλημμένα χαρακτηριστεί ως “lose-lose” [κακές για όλους] – και η ΕΕ θα πρέπει να βαδίσει προσεκτικά, δεδομένης της δύσκολης κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι δύο μεγαλύτερες οικονομίες της. Αλλά κάποιος πρέπει να ορίσει και να υπερασπιστεί τα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Να αναμένετε μια κλιμακωτή αντίδραση: Μια επαναφορά των δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο τον Μάρτιο, μια πιθανή πρόσθετη στοχευμένη λίστα αμερικανικών προϊόντων και ένα μήνυμα ότι θα μπορούσαν να ακολουθήσουν κι άλλα, όπως η έκκληση του Think Tank Bruegel για μια ευρύτερη λίστα δασμών.
Σε αυτό το σημείο τα πράγματα θα μπορούσαν να πάρουν μια πολύ άσχημη στροφή. Το παραπάνω σενάριο προϋποθέτει μια κεντρομόλο δύναμη που να φέρνει τα 27 μέλη της ΕΕ πιο κοντά, ωστόσο, ένας εμπορικός πόλεμος θα απελευθερώσει και μια φυγόκεντρο δύναμη που θα τα απομακρύνει. Ορισμένοι δασμοί θα μπορούσαν εύκολα να είναι χειρότεροι για κάποιες χώρες από ό,τι για άλλες – η έκθεση της Γερμανίας στα αυτοκίνητα είναι μεγαλύτερη από ό,τι στο γαλλικό τυρί, για παράδειγμα – και το μπλοκ είναι πιο αδύναμο από ό,τι ήταν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Υποθέτοντας ότι οι αμερικανικοί δασμοί ανέρχονται σε 10%, η Nomura Holdings εκτιμά πλήγμα 0,3% στην ανάπτυξη του ευρωπαϊκού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τα επόμενα δύο χρόνια. Προσθέστε την αυξανόμενη υποστήριξη των ψηφοφόρων προς τα λαϊκιστικά κόμματα που υιοθετούν μια Τραμπική προσέγγιση και έχετε τα συστατικά για περισσότερες κοινωνικές και εθνικές αναταραχές κατά της ελίτ των Βρυξελλών. Ο Τραμπ μπορεί να προσπαθήσει να το εκμεταλλευτεί, προσφέροντας παραχωρήσεις σε χώρες και εταιρείες με βάση την προθυμία τους να γονατίσουν – μπορεί να ασκήσει δασμούς σε μέλη του ΝΑΤΟ με την υπόσχεση προσαρμογών με βάση τις δεσμεύσεις για τις αμυντικές δαπάνες. Φανταστείτε 27 “παύσεις” της τελευταίας στιγμής.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η προνοητικότητα και ο στρατηγικός σχεδιασμός – ένα μεγάλο τυφλό σημείο για την ΕΕ – πρέπει στην προκειμένη περίπτωση να αποτελέσουν το τελευταίο κομμάτι του παζλ. Ένα πρόσφατο άρθρο της Ούρσουλα φον ντερ Λάειν και της Κριστίν Λαγκάρντ στους FT υποδηλώνει μια ευπρόσδεκτη δέσμευση για την προώθηση της ανάπτυξης μέσω λιγότερης γραφειοκρατίας, περισσότερης καινοτομίας και χαλαρότερης της νομισματικής πολιτικής. Η ενίσχυση του εσωτερικού μετώπου θα είναι ζωτικής σημασίας για να αποφευχθεί η ολίσθηση στις τεχνοκρατικές συνήθειες που άφησαν την ΕΕ ευάλωτη σε πανδημίες και πολέμους – και μια υπενθύμιση ότι τα κράτη-μέλη είναι γεωπολιτικά και οικονομικά ισχυρότερα όταν είναι ενωμένα.
Και αν η κατανομή του αμυντικού βάρους είναι αυτό που πραγματικά επιδιώκει ο Τραμπ, τότε θα πρέπει να το πετύχει σε μεγάλο βαθμό:
Ο καλύτερος τρόπος για να ανταποκριθεί μακροπρόθεσμα η ΕΕ στις εμπορικές απειλές είναι να επενδύσει στη σκληρή ισχύ της, με τη λογική ενός πανευρωπαϊκού στρατιωτικού ταμείου ύψους 500 δισεκατομμυρίων ευρώ να γίνεται πιο πειστική μέρα με τη μέρα. Ακόμη και στο εμπόριο, η καλύτερη άμυνα είναι, κυριολεκτικά, η άμυνα.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου