Της συντακτικής ομάδας του Bloomberg
Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σοφά έκανε και μετρίασε τους κομπασμούς του ότι θα τερματίσει τον πόλεμο στην Ουκρανία μέσα σε μια μέρα. Οι ειρηνευτικές του ενέργειες θα μπορούσαν ενδεχομένως να στραφούν σε μια άλλη δυσεπίλυτη σύγκρουση: την αντιπαράθεση των ΗΠΑ με το Ιράν.
Το Ιράν, ο κύριος αντίπαλος των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, είναι στο πιο αδύναμο σημείο των τελευταίων δεκαετιών. Ο υψηλός πληθωρισμός, η κατακόρυφη υποτίμηση του νομίσματός του, οι εκροές κεφαλαίων και η έλλειψη επενδύσεων έχουν αποδυναμώσει την οικονομία. Η βίαιη καταστολή των διαδηλωτών έχει εξοργίσει τους πολίτες. Και, το πιο σημαντικό, το Ισραήλ έχει κυριολεκτικά τινάξει στον αέρα τη στρατηγική της Τεχεράνης να χρησιμοποιεί πληρεξούσιους, όπως η Χαμάς και η Χεζμπολάχ, ως πρώτη γραμμή άμυνας. Τα ισραηλινά πλήγματα έχουν διαλύσει βασικές αεροπορικές άμυνες, εκθέτοντας κρίσιμες εγκαταστάσεις σε επιθέσεις.
Ορισμένοι στον κύκλο του Τραμπ υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ και το Ισραήλ θα πρέπει να αδράξουν αυτή την ευκαιρία για να βομβαρδίσουν τις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις και ενδεχομένως να ανατρέψουν το καθεστώς. Έχουν δίκιο ότι το Ιράν διαθέτει ήδη αρκετό σχάσιμο υλικό για να κατασκευάσει δώδεκα βόμβες και αυξανόμενα κίνητρα για να το εξοπλίσει.
Ωστόσο, τα επιχειρήματα κατά της στρατιωτικής δράσης παραμένουν το ίδιο ισχυρά. Μια επίθεση θα ήταν εξαιρετικά περίπλοκη και δύσκολη. Ακόμη και χωρίς άμυνα, οι εγκαταστάσεις που είναι θαμμένες βαθιά κάτω από το έδαφος θα ήταν δύσκολο να καταστραφούν. Τα όποια κέρδη θα ήταν προσωρινά, ενώ μια επίθεση είναι τόσο πιθανό να ωθήσει τους Ιρανούς να συσπειρωθούν γύρω από την κυβέρνηση όσο και να την ανατρέψουν. Όποιο καθεστώς και αν προκύψει, θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ακόμη πιο ριζοσπαστικό και πεισματάρικο.
Ορισμένοι Ιρανοί αξιωματούχοι δείχνουν ότι είναι ανοιχτοί σε διαπραγματεύσεις. Αξίζει τουλάχιστον να διερευνηθεί αν μπορεί να επιτευχθεί μια συμφωνία που να βελτιώνει την πυρηνική συμφωνία του 2015 που ο Τραμπ εγκατέλειψε κατά την πρώτη του θητεία.
Για αρχή, η κυβέρνηση θα πρέπει να διαμορφώσει μια κοινή θέση με τους συμμάχους στην Ασία, την Ευρώπη και τον Κόλπο, καθώς και με το Ισραήλ – τόσο για να παρουσιάσει στην Τεχεράνη ένα ενιαίο μέτωπο όσο και για να αποτρέψει τυχόν θιγόμενα μέρη από το να υπονομεύσουν την προσπάθεια. Οι όποιες διαπραγματεύσεις πρέπει τουλάχιστον να αφορούν όλο το φάσμα των αποσταθεροποιητικών δραστηριοτήτων του Ιράν, συμπεριλαμβανομένων των πυρηνικών και βαλλιστικών πυραυλικών προγραμμάτων του και της υποστήριξής του σε περιφερειακούς πληρεξούσιους. Αυτό θα πρέπει να είναι και προς το συμφέρον της Τεχεράνης: Μια αδύναμη συμφωνία που δεν μπορεί να επιβιώσει από τον έλεγχο του Κογκρέσου είναι απίθανο να διαρκέσει.
Ωστόσο, για να πειστεί το Ιράν να διαπραγματευτεί σοβαρά μπορεί να απαιτηθεί πρόσθετη πίεση. Οι υφιστάμενες κυρώσεις θα πρέπει να επιβληθούν πολύ πιο αυστηρά – οι ΗΠΑ μπορούν να δώσουν στην Κίνα την ευκαιρία να μειώσει τις αγορές ιρανικού πετρελαίου και να τιμωρήσουν τους Κινέζους παράγοντες του εμπορίου εάν δεν το πράξει. Οι Ευρωπαίοι υπογράφοντες τη συμφωνία του 2015 θα πρέπει να καταστήσουν σαφές ότι είναι έτοιμοι να επαναφέρουν κυρώσεις, το λεγόμενο “snapback” – μια δυνατότητα που λήγει τον Οκτώβριο – εάν το Ιράν δεν επιβραδύνει τις δραστηριότητες εμπλουτισμού του, δεν επανέλθει στην πλήρη συνεργασία με τους πυρηνικούς επιθεωρητές και δεν επιδείξει ταχεία πρόοδο στις συνομιλίες.
Ενώ ο Τραμπ οφείλει να αποφύγει τις περιττές απειλές, το καθεστώς δεν πρέπει να έχει καμία αμφιβολία ότι τα στρατιωτικά πλήγματα παραμένουν μια επιλογή. Το Πεντάγωνο θα πρέπει να διεξάγει περισσότερες κοινές ασκήσεις με το Ισραήλ προσομοιώνοντας μια επίθεση σε ενισχυμένες πυρηνικές εγκαταστάσεις και να επενδύσει στην έρευνα για νέα όπλα που θα μπορούσαν να διευκολύνουν μια τέτοια επιχείρηση. Στρατηγικές διαρροές σχετικά με τις εσωτερικές διαβουλεύσεις και συζητήσεις με τους Ισραηλινούς θα μπορούσαν επίσης να βοηθήσουν.
Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση πρέπει να παρουσιάσει στο Ιράν δελεαστικές εναλλακτικές λύσεις, που ενδεχομένως θα περιλαμβάνουν οικονομικά κίνητρα και ανακούφιση από τις κυρώσεις, ανάλογα με την κλίμακα και τον ρυθμό των παραχωρήσεων του Ιράν. Η πλήρης εξομάλυνση των δεσμών θα απαιτούσε ένα επ’ αόριστον ανώτατο όριο στον εμπλουτισμό, επαληθεύσιμα όρια στο πυραυλικό πρόγραμμα της Τεχεράνης και διακοπή της παροχής όπλων και εκπαίδευσης για τις ομάδες πολιτοφυλακής. Οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να είναι αορίστου χρόνου, χωρίς τις ρήτρες λήξης που έκαναν τη συμφωνία του 2015 τόσο αμφιλεγόμενη. Και ο Τραμπ θα πρέπει να την υποβάλει προς έγκριση στη Γερουσία, για να εξασφαλίσει τη στήριξη από τα δύο κόμματα.
Αν το Ιράν φαίνεται απίθανο να συμφωνήσει σε οποιαδήποτε συμφωνία αρκετά ισχυρή ώστε να διαρκέσει, η επιρροή των ΗΠΑ είναι επίσης μεγαλύτερη από ό,τι ήταν κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ. Δεν πρέπει να περιμένει για να τη χρησιμοποιήσει.
Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου