Φαίνεται όλο και πιο πιθανό οι Ουκρανοί να μην είναι σε θέση να εκδιώξουν τους Ρώσους εισβολείς και ταυτόχρονα οι Ρώσοι να μην καταφέρουν να καταπιούν μεγαλύτερο μέρος της Ουκρανίας. Τι ακολουθεί, λοιπόν, πέρα από αφάνταστη ανθρώπινη δυστυχία;

Όπως έκαναν από την αρχή αυτής της εισβολής, οι ειδικοί και οι ηγέτες καταφεύγουν ενστικτωδώς σε ιστορικές αναλογίες για να καθοδηγήσουν τη σκέψη τους και τρεις εξ αυτών ξεχωρίζουν.

Ένα “πρότυπο” για την Ουκρανία είναι η Δυτική Γερμανία τη δεκαετία του 1950, ένα άλλο είναι το Ισραήλ από τη δεκαετία του 1970 και εξής και ένα τρίτο είναι η Κορεατική Χερσόνησος, επίσης από τη δεκαετία του 1950.

Άνθρωποι οι οποίοι αναφέρουν την περίπτωση της Δυτικής Γερμανίας υποστηρίζουν ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να δεχτεί το μη κατεχόμενο τμήμα της Ουκρανίας στη δυτική συμμαχία το συντομότερο δυνατό.

Αυτό θα αποτρέψει τη Ρωσία από τυχόν πρόσθετες αρπαγές γης και θα επέτρεπε στην ελεύθερη Ουκρανία να ξαναχτιστεί σε μια ευημερούσα δημοκρατία, όπως έκανε η Δυτική Γερμανία κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου.

Το να αγκαλιάσει μόνο το ελεύθερο τμήμα της Ουκρανίας στο “κουκούλι” του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με αυτό το σκεπτικό, μάλλον είναι εφικτό νομικά, πολιτικά και στρατηγικά, καθώς αυτό έκανε περίπου το ΝΑΤΟ με τη Δυτική Γερμανία το 1955.

Η Γερμανία εκείνη την εποχή ήταν διαιρεμένη και κατεχόμενη από τους Συμμάχους νικητές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, το ΝΑΤΟ επέκτεινε το Άρθρο 5 – εκείνο το οποίο αναφέρει ότι μια επίθεση εναντίον ενός είναι επίθεση εναντίον όλων των μελών του – μόνο στη Δυτική Γερμανία, την οντότητα που αντιπροσώπευε τις ζώνες κατοχής των τριών Δυτικών Συμμάχων – ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο και Γαλλία – αλλά όχι στην Ανατολή Γερμανία, που βρισκόταν στον σοβιετικό τομέα κατοχής.

Αυτή η συλλογική εγγύηση απέτρεψε τη Σοβιετική Ένωση από το να επιτεθεί για το υπόλοιπο του Ψυχρού Πολέμου, συνεχίζει το επιχείρημα. Και τελικά η Γερμανία επανενώθηκε ειρηνικά, όπως μπορεί να κάνει και η Ουκρανία μια μέρα. Συμπέρασμα: αφήστε τους Ουκρανούς να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, με όσο έδαφος ελέγχουν τώρα.

Άλλοι επισημαίνουν το Ισραήλ ως καλύτερο μοντέλο. Αυτή η χώρα δεν εντάχθηκε ποτέ σε καμία συλλογική συμμαχία. Από τη δεκαετία του 1970, ωστόσο, οι ΗΠΑ επισημοποίησαν τις εγγυήσεις ασφαλείας τους και όπλισαν τους Ισραηλινούς μέχρι τα δόντια.

Ως αήττητο έθνος-πολεμιστής και σύμμαχος των ΗΠΑ, το Ισραήλ ευημέρησε, μέχρι που τελικά άρχισε να συνάπτει ειρήνη με τους Άραβες εχθρούς του από θέση ισχύος. Δώστε στους Ουκρανούς τις ίδιες διμερείς εγγυήσεις, χρήματα και όπλα, το επιχείρημα συνεχίζεται, και η Ρωσία θα καταλάβει ότι δεν θα κερδίσει ποτέ.

Μια τρίτη ομάδα αντιτείνει ότι η πρώτη γραμμή στην Ουκρανία μοιάζει περισσότερο με εκείνη στην κορεατική χερσόνησο από το 1952 και εξής. Καμία πλευρά δεν φαίνεται ικανή να πετύχει πια μεγάλα κέρδη, μολονότι και οι δύο υφίστανται ολοένα και πιο μη βιώσιμες απώλειες και κόστη.

Όσο περισσότερο όλες οι πλευρές – οι εμπόλεμοι και οι υποστηρικτές τους – αρνούνται να μιλήσουν μεταξύ τους, τόσο περισσότερο συνεχίζεται ο θάνατος και η συλλογική ταλαιπωρία, χωρίς να αλλάζει η συνολική κατάσταση. Ως εκ τούτου, η μόνη διέξοδος, όπως στην Κορέα το 1953, είναι να πολεμούν και να διαπραγματεύονται ταυτόχρονα, με σκοπό την υπογραφή όχι μιας συνθήκης ειρήνης, αλλά μιας ανακωχής η οποία θα αφήνει τα άλυτα ερωτήματα ανοικτά, αλλά θα κάνει ταυτόχρονα τα όπλα να σιωπήσουν.

Το Κίεβο δεν είναι Βόννη

Η δυτικογερμανική αναλογία φαντάζει δελεαστική, αλλά είναι μη επιτεύξιμη. Είναι αλήθεια ότι η Βόννη διοικούσε μόνον ένα τμήμα μιας χώρας την οποία θεωρητικά ισχυριζόταν ότι εκπροσωπούσε καθ’ ολοκληρίαν. Υπό την αμερικανική, βρετανική και γαλλική αιγίδα, ωστόσο, οι Δυτικογερμανοί είχαν δημιουργήσει μια νέα χώρα, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία, με σταθερά σύνορα τα οποία αποδέχονταν και οι τέσσερις Σύμμαχοι, συμπεριλαμβανομένων των Σοβιετικών. Την εποχή της ένταξής της στο ΝΑΤΟ δεν υπήρχαν μάχες.

Επιπλέον, ο καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας, Κόνραντ Αντενάουερ, αποδέχθηκε επισήμως τη διαίρεση της χώρας του ως αορίστου χρόνου κατάσταση, με αντάλλαγμα την ενσωμάτωσή της στη Δύση.

Αυτό προξένησε τρομερή οξύτητα από την αντιπολίτευση, η οποία ήθελε να τον δει να επιμένει σε επανένωση με αντάλλαγμα την ουδετερότητα – τον δρόμο που ακολούθησε η Αυστρία (η οποία ήταν επίσης μέρος του Τρίτου Ράιχ) εκείνη την εποχή.

Η Ουκρανία διαφέρει από τη Δυτική Γερμανία του 1955 από όλες τις πλευρές. Τα εσωτερικά της σύνορα που οριοθετούν τις περιοχές ρωσικού ελέγχου δεν αναγνωρίζονται, ούτε έχουν καθοριστεί.

Το ΝΑΤΟ θα πρέπει συνεχώς να αποφασίζει εάν το Άρθρο 5 επεκτείνεται στην ίδια πόλη, ακόμα και όταν αυτή αλλάζει χέρια (για παράδειγμα, στο Μπαχμούτ για μεγάλο μέρος του περασμένου έτους).

Τελικά οι σύμμαχοι θα έπρεπε είτε να μπουν στη μάχη και να πυροβολούν εναντίον των Ρώσων (διακινδυνεύοντας τον Γ’ Παγκόσμιο Πόλεμο) είτε να υποβαθμίσουν την περίφημη ρήτρα αμοιβαίας άμυνάς τους. Τότε όμως το Άρθρο 5 θα έχανε την αποτρεπτική του ισχύ, θέτοντας σε κίνδυνο ολόκληρη τη συμμαχία.

Εναλλακτικά, ο Ουκρανός πρόεδρος Βολόντιμιρ Ζελένσκι θα μπορούσε να διοχετεύσει στον εαυτό του λίγο πνεύμα Αντενάουερ και να αποχαιρετήσει επίσημα τις πέντε ουκρανικές επαρχίες τις οποίες ο Ρώσος ομόλογός του, Βλαντιμίρ Πούτιν, ισχυρίζεται ότι έχει προσαρτήσει – το αντίστοιχο της Ανατολικής Γερμανίας σε αυτήν την αναλογία. Το Κίεβο, όμως, θέλει πίσω όλη του την επικράτειά.

Ούτε ο Ζελένσκι ούτε οποιοσδήποτε άλλος Ουκρανός ηγέτης μπορεί να απορρίψει αυτόν τον πολεμικό στόχο σήμερα.

Ακόμη και η ελπίδα για τελική και ειρηνική επανένωση τύπου 1990 δεν στέκεται καλά στα πόδια της. Οι Σοβιετικοί κατά τη διάρκεια των 45 ετών στα οποία διοικούσαν την Ανατολική Γερμανία δεν επιχείρησαν ποτέ να εκκαθαρίσουν ή να εκρωσίσουν τον τοπικό πληθυσμό.

Στο Ντόνετσκ, το Λουχάνσκ, τη Χερσώνα, τη Ζαπορίζια και την Κριμαία, οι Ρώσοι το κάνουν, αντιθέτως, όλο αυτό το διάστημα.

Έθνος-πολεμιστής στα σκαριά

Η αναλογία με το Ισραήλ μπορεί επομένως να φαίνεται πιο εύστοχη, αλλά μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει εξίσου μεγάλες “τρύπες” και σε αυτό το σενάριο. Η αμερικανική εγγύηση ασφαλείας έγινε επίσημη μόνον αφότου το Ισραήλ είχε ήδη κερδίσει τέσσερις πολέμους ενάντια στους Άραβες εχθρούς του.

Αντί να πολεμά τους εχθρούς στο δικό του έδαφος, όπως κάνει η Ουκρανία, το Ισραήλ μέχρι τη δεκαετία του 1970 διεξήγαγε πόλεμο στο δικό τους. Την ίδια εποχή, κατασκεύασε επίσης τα δικά του πυρηνικά όπλα – αν και ποτέ δεν έχει επιβεβαιώσει την ύπαρξη αυτού του οπλοστασίου.

Μέχρι σήμερα, κανένας από τους Άραβες εχθρούς του δεν έχει πυρηνικά όπλα (το Ιράν, το οποίο δεν είναι αραβική χώρα, αλλά βρίσκεται κοντά στο να γίνει πυρηνική, είναι ένα άλλο θέμα).

Επομένως, οι Ουκρανοί βρίσκονται στην αντίθετη κατάσταση από εκείνη του Ισραήλ τη δεκαετία του 1970. Ποτέ δεν κατατρόπωσαν τους Ρώσους, ακόμα κι αν τους συγκρατούσαν στην περιοχή του Ντονμπάς μεταξύ 2014 και 2022. Ούτε έχουν πυρηνικά – παρέδωσαν τα δικά τους αποθέματα της σοβιετικής εποχής στη δεκαετία του 1990 σε αντάλλαγμα για εγγυήσεις ασφαλείας από τη Μόσχα (!), αν έχετε το Θεό σας!

Έτσι οι Ισραηλινοί, την εποχή που έγιναν σύμμαχοι των ΗΠΑ, ήταν ήδη νικητές και είχαν πυρηνικό αποτρεπτικό μέσο, ενώ οι εχθροί τους είχαν ηττηθεί και δεν είχαν ατομικές βόμβες.

Μέσα από αυτή την κατάσταση, το Ισραήλ έγινε μια ακμάζουσα οικονομία και κοινωνία. Οι Ουκρανοί, ωστόσο, μάχονται χωρίς πυρηνικά για την ύπαρξή τους ενάντια σε έναν εχθρό, τον Πούτιν, ο οποίος κροταλίζει συνεχώς τα πυρηνικά του σπαθιά.

Κατάπαυση του πυρός χωρίς ειρήνη

Τι γίνεται λοιπόν με την κορεατική αναλογία; Αν και είναι επίσης ατελής, μπορεί να είναι η καλύτερη διαθέσιμη. Τότε, όπως και τώρα, η Μόσχα και το Πεκίνο υποστήριζαν την πλευρά του επιτιθέμενου (Βόρεια Κορέα το 1950), ενώ οι ΗΠΑ ηγούνταν ενός διεθνούς συνασπισμού για την υπεράσπιση του θύματος. Στην Κορέα, όπως και στην Ουκρανία, μια κινητική φάση ανοίγματος της σύγκρουσης έδωσε τη θέση της, από τα μέσα του 1951, σε ένα αιματηρό αδιέξοδο.

Ήδη πια, εκείνη την εποχή, τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Σοβιετική Ένωση είχαν πυρηνικά όπλα.

Ακόμα και τότε, ωστόσο, οι κύριοι ανταγωνιστές δεν ήταν ακόμη έτοιμοι να μιλήσουν μεταξύ τους. Η Πιονγιάνγκ και το Πεκίνο εξέταζαν την ιδέα, ωστόσο ο Ιωσήφ Στάλιν στη Μόσχα ήταν άκαμπτος. Από την πλευρά των ΗΠΑ, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν και ο διάδοχός του, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, είχαν να ανησυχούν για την εσωτερική πολιτική σκηνή και για το εάν θα έδειχναν αδύναμοι απέναντι στον κομμουνισμό.

Η Νότια Κορέα υπερασπιζόταν τα δικά της συμφέροντα, τα οποία δεν ήταν ευθυγραμμισμένα με εκείνα των ΗΠΑ.

Ο πρόεδρος Syngman Rhee ήθελε ολόκληρη τη χερσόνησο και αιφνιδίαζε τους Αμερικανούς συμμάχους του με απότομες χειρονομίες, όπως μια μαζική απελευθέρωση κρατουμένων.

Κι όμως, μετά από μεγάλη καθυστέρηση, άρχισαν τελικά διαπραγματεύσεις, παρόλο που η σφαγή συνεχιζόταν. Αυτό είναι ένα από τα μαθήματα της Κορέας, σύμφωνα με τον Carter Malkasian της Naval Postgraduate School: “Πρέπει να είσαι προετοιμασμένος να μιλάς και να πολεμάς ταυτόχρονα”.
 
Και, παρόλα αυτά, οι διαπραγματεύσεις συνέχιζαν να αποτυγχάνουν. Ακόμη και όταν ξαναπήραν μπρος μετά τον θάνατο του Στάλιν τον Μάρτιο του 1953, οδήγησαν σε ένα αποτέλεσμα που δεν ικανοποιούσε κανέναν. Στην πραγματικότητα, η ανακωχή αναγνώριζε απλώς την πρώτη γραμμή του πυρός ως σύνορο, όπως είχε διαμορφωθεί για δύο χρόνια.

Δεν διευθετούσε τίποτε άλλο, απλώς πάγωσε τη σύγκρουση. Όμως η συγκεκριμένη κατάπαυση του πυρός ισχύει μέχρι σήμερα. Και, στις επτά δεκαετίες που μεσολάβησαν, η Νότια Κορέα έγινε μια πολύβουη και ευημερούσα δημοκρατία.

Εάν η Κορέα είναι το σωστό μοντέλο, το μάθημα είναι ότι τα εμπόλεμα μέρη αργούν πολύ να αρχίσουν να μιλούν μεταξύ τους, ακόμη και όταν είναι προφανές ότι καμία πλευρά δεν μπορεί να κερδίσει στρατιωτικά, και μετά αργούν πάρα πολύ καιρό να “φιμώσουν” τα όπλα τους, ακόμη κι όταν είναι σαφές ότι το αποτέλεσμα δεν πρόκειται να αλλάξει και ότι η μόνη παράμετρος που απομένει να καθοριστεί είναι πόσοι άνθρωποι θα πεθάνουν άσκοπα μέχρι να αναγνωριστεί αυτό.

Τίποτε από αυτά δεν αφορά το ποιος έχει δίκιο. Η ιστορία θα καταγράψει ότι ένας άνθρωπος, ο Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι ένοχος για την καταστροφή η οποία εκτυλίσσεται στην Ουκρανία. Ωστόσο, η σοφία του παρελθόντος υποδηλώνει ότι ήρθε η ώρα να πολεμάμε και να μιλούμε ταυτόχρονα – όχι με την ελπίδα να σημειώσουμε κάποιου είδους νίκη, αλλά με το αίσθημα  παραίτησης ότι, κατά κάποιο τρόπο, αυτή η φρίκη πρέπει να τελειώσει.