Η ταχεία ανάπτυξη των τεχνολογικών κολοσσών, Facebook, Apple, Netflix και Google -γνωστές και μετοχές FANG- έχουν ωθήσει υψηλότερα την αγορά τα τελευταία χρόνια, ωστόσο η εκτίναξη των αποτιμήσεών τους έχει κάνει τους επενδυτές να αγνοήσουν το κόστος και τους κινδύνους που ενέχουν οι συγκεκριμένες δραστηριότητες, σύμφωνα με έναν διαχειριστή χαρτοφυλακίου επενδυτικής εταιρείας με υπό διαχείριση κεφάλαια ύψους 13 δισ. δολαρίων.
“Οι τοποθετήσεις στις μετοχές της ομάδας FANG σήμερα, θα μπορούσε να παρομοιαστεί σαν κάποιος να επιταχύνει το αυτοκίνητό του ενώ βρίσκεται σε στροφή και την ίδια ώρα θαυμάζει τη θέα μέσα από τον καθρέφτη”, σημειώνει ο Micky Jagirdar, ανώτερος αντιπρόεδρος και συνδιαχειριστής του παγκόσμιου χαρτοφυλακίου εστιασμένης στρατηγικής της Ariel Investment. “Δίνεται μεγάλη έμφαση στην πρότερη απόδοση και ανάπτυξη”, σημειώνει.
Οι μετοχές των τεχνολογικών γιγάντων έχουν δυσανάλογη επίδραση στη συνολική αγορά, και η προβολή τους έχει οδηγήσει “σε μια τρελή επενδυτική συμπεριφορά σχετικά με τις αποτιμήσεις των μετοχών FANG”, λέει ο Jagirdar.
Όπως εξηγεί, παρότι οι εν λόγω τεχνολογικοί κολοσσοί έχουν καταγράψει εντυπωσιακή αύξηση των εσόδων τους τα τελευταία χρόνια, αυτό δεν έχει μεταφραστεί σε αύξηση των ελεύθερων ταμειακών ροών τους ή σε καλές μερισματικές αποδόσεις. Δεδομένου δε ότι οι επενδυτές παραδοσιακά εστιάζουν στους δείκτες “κέρδη ανά μετοχή” (EPS) και “τιμή προς κέρδη” (PE), αγνοούν άλλους σημαντικούς δείκτες όπως οι κεφαλαιουχικές δαπάνες, οι οποίες δείχνουν ότι η ανάπτυξη αυτή έχει και κόστος, σημειώνει ο Jagirdar.
Με τις μετοχές της ομάδας FANG να διαπραγματεύονται με υψηλό premium σε μια ήδη υπερτιμημένη χρηματιστηριακή αγορά (οι τέσσερις αυτές εταιρείες έχουν δείκτη “τιμή προς κέρδη” 64, τη στιγμή που για τον S&P 500 ο αντίστοιχος δείκτης βρίσκεται στο 22) είναι σαφές ότι οι εν λόγω γίγαντες της τεχνολογίας θα πρέπει να αυξήσουν τις δαπάνες τους προκειμένου να διατηρήσουν την αναπτυξιακή τους δυναμική, εξηγεί.
Μεγάλο μέρος της αύξησης των μετοχών FANG εξάλλου στηρίζεται στην “διεύρυνση των αποτιμήσεών τους” και όχι στις βασικές δραστηριότητες των εταιρειών – και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που οι ελεύθερες ταμειακές ροές τους είναι “εξαιρετικά πενιχρές” σε σχέση με την ισχυρή αύξηση των εσόδων τους. Με άλλα λόγια, οι εταιρείες αυτές δαπανούν όλο και περισσότερο προκειμένου να συμβαδίζουν με τις υψηλότερες προσδοκίες εσόδων.
Συνολικά, λοιπόν, οι περισσότεροι επενδυτές υποτιμούν τη σημασία των κεφαλαιουχικών επενδύσεων που απαιτούνται ώστε οι συγκεκριμένοι τεχνολογικοί κολοσσοί να επιτυγχάνουν τόσο υψηλό ρυθμό αύξησης εσόδων, λέει ο Jagirdar. “Σε όλες τις περιπτώσεις, το τελικό συμπέρασμα είναι ότι ενώ η ανάπτυξή τους λαμβάνεται υπόψη, δεν συμβαίνει το ίδιο και με τα κόστη τους”.
Η κύρια δραστηριότητα του Facebook βασίζεται στη διαφήμιση, και αυτή η δραστηριότητα δεν έχει δοκιμαστεί σε περιόδους οικονομικής ύφεσης, σημειώνει ο Jagirdar. Καθώς δε η κύρια πλατφόρμα του Facebook έχει αρχίσει να φτάνει στο απόγειό της, η εταιρεία στράφηκε στην αναζήτηση νέων χρηστών και στην “εξαργύρωση” της επιτυχίας της οικογένειας των εφαρμογών της, όπως το Instagram, το Messenger και το WhatsApp.
Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο, λόγω έλλειψης στοιχείων από την εταιρεία, σύμφωνα με τον Jagirdar, είναι κατά πόσον το Facebook κατάφερε να αποκομίσει έσοδα από το Instagram. Το WhatsApp αποδείχθηκε επένδυση με “φτωχές” αποδόσεις σε αυτήν τη φάση, αφού το Facebook θα έχει ακόμη ανακαλύψει τον τρόπο να εκμεταλλευτεί ποικιλοτρόπως την εφαρμογή, λέει ο Jagirdar.
Apple
Παρότι η εταιρεία διεύρυνε την γκάμα των προσφερόμενων υπηρεσιών της τα τελευταία χρόνια, οι οποίες σήμερα αντιστοιχούν στο 20% των εσόδων της, τα περιθώρια λειτουργικού κέρδους της υποχώρησαν το αντίστοιχο διάστημα, παρ’ όλο που “στόχος ήταν μέσω των υπηρεσιών να βελτιωθούν τα περιθώρια κέρδους έναντι αυτών που είχε μόνο μέσω των πωλήσεων iPhone”, λέει ο Jagirdar.
Παράλληλα, ενώ η Apple προβάλει τις προοπτικές ανάπτυξής της στην Κίνα, το κόστος (δηλαδή η τιμή πώλησης) ενός νέου iPhone στην πραγματικότητα έχει μειωθεί σε σχέση με έναν χρόνο πριν, γεγονός που “ψαλιδίζει” εν μέρη τις υψηλές της προσδοκίες. Η Apple επίσης χάνει με γοργούς ρυθμούς το πλεονέκτημα που τις έδιναν οι προσφερόμενες υπηρεσίες της, καθώς το app store, το Apple Music και τo Apple TV+ δεν αποτελούν πλέον αποκλειστικό της προνόμιο, αντίθετα αντιμετωπίζουν μεγάλο ανταγωνισμό.
Netflix
Με τον πόλεμο του streaming να διευρύνεται, η Netflix έχει αναγκαστεί να αυξήσει σημαντικά τις δαπάνες της προκειμένου να παράξει περισσότερο πρωτότυπο περιεχόμενο και να υπερασπιστεί τα κεκτημένα της από τους ανταγωνιστές της. Για να επιτύχει ρυθμό αύξησης των εσόδων της κατά 127% που εμφανίζει από το 2016, η εταιρεία αναγκάστηκε να τριπλασιάσει τις δαπάνες ελεύθερων ταμειακών ροών την ίδια περίοδο.
Έχοντας δε διεισδύσει ήδη στις περισσότερες ανεπτυγμένες αγορές, η εταιρεία “υποτιμά” την πολύ χαμηλότερη διάθεση των αναδυόμενων αγορών να δαπανήσουν για την απόκτηση συνδρομητικών υπηρεσιών, σημειώνει ο Jagirdar. “Η Netflix αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα εταιρείας όπου τα έσοδα της συνδρομητικής βάσης έχουν κυριαρχήσει στη σκέψη των επενδυτών – “αλλοιώνοντας” την εικόνα των αυξανόμενων ζημιών προκειμένου να “καλλιεργηθεί” ο εθισμός τύπου ‘Netflix & άραξες’”.
Όπως και στην περίπτωση του Facebook, έτσι και στην περίπτωση της Google στη δραστηριότητα της εταιρείας κυρίαρχο ρόλο παίζει η διαφήμιση. Ωστόσο, η επίτευξη εσόδων από τον ρυθμό διεύρυνσης της βάσης των χρηστών στις ανεπτυγμένες αγορές δεν είναι πλέον αυτός που ξέραμε πριν από πέντε χρόνια, σύμφωνα με τον Jagirdar. Η εξαγορά του YouTube, που αποτελέσε μια ιδιαίτερα επιτυχημένη κίνηση για την Google, έχει για παράδειγμα καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης στην Ινδία – αλλά το χαμηλότερο εισόδημα των καταναλωτών εκεί σημαίνει ότι λιγότερα είναι και τα χρήματα που διατίθενται για διαφημίσεις.
Επιπλέον, όπως και στην περίπτωση της Netflix, η Google συνειδητοποιεί ότι πρέπει να επιλέξει μεταξύ του ρυθμού ανάπτυξης και των περιθωρίων κέρδους – καθώς δεν μπορεί να εξασφαλίσει και τα δύο. Εξάλλου, με το κόστος απόκτησης επισκεψιμότητας να υπερβαίνει τον ρυθμό αύξησης των εσόδων της, τα περιθώρια κέρδους της Google έχουν υποχωρήσει στο 22% από το επίπεδο του 30% που ήταν πριν από έξι χρόνια.
Του Sergei Klebnikov
Πηγή: Forbes