Κάθε διάδικος θεωρείται ότι ενεργεί με επιμέλεια κατά την παρουσίαση της υπόθεσης του και ότι έχει ίσα δικαιώματα όπως και ο αντίδικος του. Ο κρίσιμος χρόνος είναι η δίκη και η προσαγωγή της διαθέσιμης μαρτυρίας εναπόκειται στους διαδίκους. Όταν εκδοθεί η απόφαση, κατά την έφεση, μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να επιτραπεί η προσαγωγή νέας μαρτυρίας. Το κυρίαρχο στοιχείο είναι η τελεσιδικία και η απονομή της δικαιοσύνης και ο διάδικος που πέτυχε δικαιούται να απολαύσει τους καρπούς της επιτυχίας του. Κάθε απόφαση του δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται δεν αναστέλλεται η εκτέλεση της, εκτός μετά από διάταγμα του δικαστηρίου. Το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου προβλέπει ότι το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την ακρόαση και διάγνωση έφεσης σε πολιτική ή ποινική υπόθεση έχει εξουσία να ακούει και δέχεται περαιτέρω αποδεικτικά μέσα και όπου οι περιστάσεις απαιτούν, να ακούει μάρτυρες που ήδη ακούστηκαν πρωτόδικα. Η Δ.35 Θ.8 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει ότι το Εφετείο έχει εξουσία και καθήκον να παίρνει περισσότερη μαρτυρία για ζητήματα γεγονότων κατόπιν προφορικής εξέτασης ενώπιον του ή με ένορκη δήλωση.

Όταν η διαφορά αποσκοπεί στην ακύρωση απόφασης του διευθυντή του Κτηματολογίου για την επίλυση συνοριακής διαφοράς, η μαρτυρία που συνήθως προσκομίζεται είναι τεχνικής φύσεως μεταξύ εμπειρογνωμόνων και των διαδίκων. Μια τέτοια διαφορά  μπορεί να προκύψει όταν υπάρχει αμφισβήτηση των συνόρων εφαπτόμενων κτημάτων ή όταν ο ιδιοκτήτης ακινήτου κατά την ανάπτυξη του μεριμνά για τον καθορισμό επί τόπου των συνόρων του κτήματος. Για αποφυγή σπατάλης χρόνου του δικαστηρίου και εξόδων, το άρθρο 58(1) του Κεφ.224 προβλέπει την επίλυση διαφοράς ως προς τα σύνορα εις πρώτο στάδιο από το Διευθυντή και κανένα δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται οποιασδήποτε αγωγής ή άλλης διαδικασίας.

Η δυνατότητα προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας κατά την έφεση και δη σε περίπτωση διαφοράς ως προς τα σύνορα κτήματος εξετάστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Π.Ε.91/2013 ημερ.19.11.2020, όπου ο εφεσείοντας με αίτηση επιθυμούσε να παρουσιάσει έγγραφο του Κτηματολογίου που τιτλοφορείτο «Πιστοποιητικό Εξωτερικής Οριοθέτησης» και ήταν επιστολή που απευθυνόταν στον εφεσείοντα σε χρόνο προγενέστερο της πρωτόδικης δίκης. Περιείχε αναφορά ότι είχε γίνει έλεγχος της οροθέτησης από τη Χωρομετρία και διαπιστώθηκε ότι όλα τα ορόσημα της εξωτερικής του περιμέτρου είχαν κατασκευαστεί σύμφωνα με τα πρότυπα του Κτηματολογίου, το οποίο όμως δεν προσκομίστηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία. Ο εφεσείοντας διατεινόταν ότι δεν έλαβε το έγγραφο και ότι διαφοροποιούσε την υπόθεση του σε σχέση με την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, στην ομόφωνη απόφαση που εξέδωσε ο δικαστής κ. Χ. Μαλαχτός, τόνισε ότι η δυνατότητα προσαγωγής περαιτέρω μαρτυρίας κατά την έφεση αποτελεί εξαιρετικό μέτρο και η εξουσία του ασκείται αυστηρά και με φειδώ. Η άδεια για προσαγωγή περαιτέρω μαρτυρίας χορηγείται μόνο στις περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι σωρευτικά πληρούνται τρεις βασικές προϋποθέσεις, ήτοι: (α)  η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας, (β) η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης, αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας, και (γ) η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.

Πρόσθεσε ότι εκείνο που κατά τη νομολογία έχει σημασία είναι το αντικειμενικά διαθέσιμο της μαρτυρίας και η δυνατότητα εντοπισμού της με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας για να ικανοποιηθεί η πρώτη προϋπόθεση. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν ικανοποιείτο, αφού ο εφεσείοντας ακόμα και αν δεν είχε ποτέ λάβει γνώση της ύπαρξης του πιστοποιητικού, θα έπρεπε να διερωτηθεί και να ζητήσει ενημέρωση όσον αφορά την αίτηση του για την οροθέτηση του τεμαχίου. Εάν επεδείκνυε εύλογη επιμέλεια, αυτό θα το έπραττε κατά την προετοιμασία και ίσως πριν την καταχώρηση της πρωτόδικης αίτησης. Αναφορικά με τη δεύτερη προϋπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν συμφώνησε με τον εφεσείοντα ότι σε περίπτωση που το πιστοποιητικό παρουσιαζόταν κατά την πρωτόδικη διαδικασία πιθανότατα να είχε ουσιώδη επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης, αφού η μαρτυρία που επιδιωκόταν να προσκομιστεί δεν είχε από μόνη της οποιαδήποτε σημασία και δεν υποστήριζε ότι η εργασία που προηγήθηκε της απόφασης του διευθυντή ήταν λανθασμένη ή ότι τα υποδειχθέντα σύνορα δεν ήταν ορθά και απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα. 

* Δικηγόρος στη Λάρνακα.