Μονόδρομο αποτελεί για την ΠΕΟ η νομική κατοχύρωση βασικών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένων των μίνιμουμ μισθών που προβλέπονται στις συλλογικές συμβάσεις, αλλά και η καθιέρωση κατώτατου μισθού, μέσω συμφωνημένου μηχανισμού, για τους κλάδους που δεν ρυθμίζονται με συμβάσεις. Η τελευταία κρίση, όπως αναφέρει σε συνέντευξή του στον «Φ» ο γενικός γραμματέας της ΠΕΟ Πάμπης Κυρίτσης, έρχεται σε συνέχεια της κρίσης του 2013 και διευρύνει περαιτέρω το κοινωνικό χάσμα στην Κύπρο. Για αντιμετώπιση της κατάστασης, αφού όπως εκτιμά είναι ορατός ο κίνδυνος να φορτωθεί κι αυτή η κρίση μονόπλευρα στους ώμους των εργαζομένων, ο κ. Κυρίτσης ζητά και επαναοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους που ξηλώθηκε, κατά την έκφρασή του, ενώ θεωρεί πως είναι κοινωνική απαίτηση η κατάργηση, χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση, της αναλογικής μείωσης του 12% για όσους λαμβάνουν σύνταξη στα 63.

Ποιες προτεραιότητες θα θέσει η ΠΕΟ με τη λήξη της πανδημίας, σε σχέση με τα δικαιώματα των εργαζομένων, κυρίως;

Αυτή η κρίση δυστυχώς ήρθε σε συνέχεια μιας προηγούμενης σοβαρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, αυτής του 2013, που προκλήθηκε από το μνημόνιο και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που κυριάρχησαν τότε, με αποτέλεσμα η απορρύθμιση στις εργασιακές σχέσεις δυστυχώς να διευρύνεται και να επιταχύνεται. Και όταν λέμε απορρύθμιση, εννοούμε ότι, μπροστά στον φόβο και την ανασφάλεια που νιώθουν οι εργαζόμενοι σε τέτοιες περιόδους, έχουμε ένταση των φαινομένων παραβίασης των συλλογικών συμβάσεων, έντασης των φαινομένων μορφών απασχόλησης που ουσιαστικά ευνοούν και την εκμετάλλευση. Ιδιαίτερα επηρεάστηκαν οι νέες γενιές, οι άνθρωποι που μπήκαν στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια και βεβαίως οι εργαζόμενοι που εργάζονται σε επιχειρήσεις όπου δεν υπάρχει αρκετή συνδικαλιστική οργάνωση, ούτε συλλογική σύμβαση. Η πρώτη προτεραιότητα αυτήν την περίοδο για την ΠΕΟ είναι η θεσμική και νομοθετική κατοχύρωση ελάχιστων δικαιωμάτων και ιδιαίτερα ελάχιστων μισθών και παρεμφερών ωφελημάτων για όλους τους εργαζόμενους και, συγκεκριμένα, εκεί που υπάρχει συλλογική σύμβαση –και καθορίζει βεβαίως αυτά τα ελάχιστα δικαιώματα και τον ελάχιστο μισθό και άλλα- θα πρέπει να είναι υποχρεωμένος ο εργοδότης να την εφαρμόζει. Μιλάμε ιδιαίτερα για τις κλαδικές συμβάσεις, που η μη τήρηση αυτού του κανόνα δημιουργεί και αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ των εργοδοτών. Από εκεί και πέρα, υπάρχει βεβαίως και ένας μεγάλος χώρος, όπου για διάφορους λόγους δεν υπάρχουν συλλογικές συμβάσεις και εκεί εμείς επιμένουμε ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός με νομοθετική κατοχύρωση, στον οποίο πρέπει να εκπροσωπούνται και οι κοινωνικοί εταίροι και ο οποίος να διαβουλεύεται και να διαμορφώνει κατώτατους μισθούς.

Άρα απορρίπτετε έναν ενιαίο εθνικό κατώτατο μισθό για το σύνολο των εργαζομένων;

Ένας εθνικός κατώτατος μισθός για το σύνολο των εργαζομένων δεν θα εξυπηρετήσει τους εργαζόμενους ιδιαίτερα. Μάλιστα, υπάρχει και κίνδυνος μια τέτοια ισοπεδωτική διαχείριση του θέματος του κατώτατου μισθού να έχει και αρνητικές επιπτώσεις σε κάποιους εργαζόμενους. Δηλαδή, δεν μπορεί να είναι ένας μισθός για όλους ο ίδιος, ανεξάρτητα από τον κλάδο ή το επάγγελμα ή τη φύση της εργασίας που καλείται κάποιος να κάνει. Κατώτατοι μισθοί υπάρχουν και στις συλλογικές συμβάσεις και αυτές οι συμβάσεις πρέπει να γίνονται σεβαστές. Εάν έρθει ένας άλλος κατώτατος μισθός, χαμηλότερος από αυτόν των συμβάσεων, τότε υπάρχει σοβαρός κίνδυνος περαιτέρω απορρύθμισης δικαιωμάτων και μάλιστα εργοδότες θα επικαλούνται και την ισχύ της νομοθεσίας. Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίο που και στην ΕΕ δεν υπήρξε κατάληξη στη λογική ενός ισοπεδωτικού και ενιαίου κατώτατου μισθού. Ούτε και στην Οδηγία που συζητείται τώρα δεν υπάρχει η λογική ενός κατώτατου μισθού που να μην λαμβάνει υπόψη το σύστημα εργασιακών σχέσεων και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και συλλογικές συμβάσεις. Εμείς, εκείνο που ζητούμε είναι να ανοίξει ένας δομημένος και συγκροτημένος διάλογος και η πρότασή μας για το πώς πρέπει να λυθεί το ζήτημα είναι πολύ συγκεκριμένη και ρεαλιστική. Ήδη, έχουμε ξεκινήσει να υλοποιούμε αυτή τη θέση μέσα από την ανανέωση των συλλογικών συμβάσεων σε κλαδικό επίπεδο. Για παράδειγμα, στην ανανέωση της συλλογικής σύμβασης των ξενοδοχοϋπαλλήλων υπήρξε συγκεκριμένη κατάληξη για υποχρέωση και της κυβέρνησης να προχωρήσει σε κατώτατους μισθούς για κάποια επαγγέλματα του κλάδου. Έχουμε κάνει σοβαρά βήματα και στην οικοδομική βιομηχανία. Αν το έχουμε κάνει στις δύο μεγάλες κλαδικές συμβάσεις, των ξενοδοχοϋπαλλήλων και των οικοδόμων, γιατί όχι και σε όλες τις υπόλοιπες; Βεβαίως, πάντα θα υπάρχει ένας χώρος που δεν καλύπτεται από συμβάσεις για πολλούς λόγους και εκεί μπορούμε μέσα από ένα μηχανισμό που θα λαμβάνει υπόψη κάποια δεδομένα και μέσα από διάλογο να καταλήγουμε σε κάποιες εισηγήσεις, οι οποίες να φτάνουν μέσω της κυβέρνησης, μέσω του Υπουργείου Εργασίας, στην κατοχύρωση.

Αντικοινωνική προσέγγιση

Συμφωνείτε με τη θέση της κυβέρνησης ότι ο διάλογος αυτός, για κατώτατο μισθό, θα πρέπει να αρχίσει όταν η ανεργία μειωθεί κάτω του 5%;

Αυτή η θέση είναι εντελώς απαράδεκτη ακόμα και να διατυπώνεται. Εντελώς αντίθετα πρέπει να τίθεται το θέμα. Πότε οι εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη ανάγκη των νομοθετικών ρυθμίσεων και της κατοχύρωσης, μέσα από την παρέμβαση του κράτους, βασικών δικαιωμάτων; Ακριβώς την περίοδο που υπάρχει ανεργία, που υπάρχει κρίση και είναι οι εργαζόμενοι περισσότερο εκτεθειμένοι σε συμπεριφορές των εργοδοτών που είναι αυταρχικές και αυθαίρετες. Την περίοδο που δεν υπάρχει ανεργία, που η οικονομία τρέχει και υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εργασία είναι πιο εύκολο για τους εργαζόμενους να προστατεύουν τα δικαιώματά τους και να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες. Τώρα είναι που πρέπει το κράτος να παρέμβει. Η διακήρυξη ότι αυτό θα γίνει όταν πέσει η ανεργία τι σημαίνει; Σημαίνει ότι η κυβέρνηση λογαριάζει ότι η ανεργία θα μειωθεί μέσα από τη διαδικασία συμπίεσης των μισθών; Των μισθών των νέων εργαζομένων που τώρα μπαίνουν στην αγορά εργασίας; Έτσι θα αντιμετωπιστεί η ανεργία; Νομίζω ότι είναι εντελώς απαράδεκτη αυτή η προσέγγιση και αντικοινωνική.

Η παρούσα υγειονομική και οικονομική κρίση ανέδειξε, πιστεύετε, περαιτέρω αυτήν την ανάγκη για κατώτατο μισθό και για νομοθετική κατοχύρωση δικαιωμάτων;

Βέβαια. Η κρίση αναδεικνύει αυτήν την ανάγκη. Η απορρύθμιση, η δυνατότητα των εργοδοτών να ασκούν πιέσεις πάνω στους εργαζόμενους με την απειλή, είτε σε εισαγωγικά είτε έξω από εισαγωγικά, της απώλειας εργασίας και της έλλειψης θέσεων εργασίας είναι μια διαδικασία που λειτουργεί κυρίως σε τέτοιες περιόδους, περιόδους κρίσης. Τώρα είναι που πρέπει να προστατευτεί ο κόσμος. Διότι μπορεί να λέμε ότι με τα σχέδια και τις συμφωνίες που κάναμε δεν επιτρέπονται οι απολύσεις ή δεν επιτρέπεται η μείωση δικαιωμάτων και συρρίκνωση μισθών και λοιπά, αλλά αυτό είναι η μισή αλήθεια. Διότι, από την άλλη, λειτουργεί μια άλλη διαδικασία, όπου κάτω από την πίεση οι εργαζόμενοι υποχρεώνονται «εθελοντικά» να μπαίνουν σε μια διαδικασία να διαλέξουν ανάμεσα στη δουλειά τους, στο εργασιακό τους μέλλον και στα δικαιώματα που έχουν. Και πολλές φορές εμφανίζεται τεχνητά ότι η μη διεκδίκηση κάποιων αιτημάτων ή και η αποδοχή ακόμα και μειώσεων είναι αποτέλεσμα συναίνεσης και λίγο πολύ πως οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πάνε και λένε στα αφεντικά τους «κόψε μας τους μισθούς και τις άδειες», ενώ δεν είναι έτσι τα πράγματα. Στην πραγματικότητα είναι επιπτώσεις της ανασφάλειας και του φόβου που υπάρχει σε κάθε εργαζόμενο σε αυτές τις συνθήκες.

Είχατε καταγγελίες, κ. Κυρίτση, για περιπτώσεις συμπίεσης ή κατάργησης δικαιωμάτων εργαζομένων στη διάρκεια αυτής της κρίσης;

Αντιμετωπίζουμε σχεδόν κάθε μέρα τέτοια πράγματα. Αλλά δεν σημαίνει ότι εμφανίζονται πάντα με έναν σκληρό και άγαρμπο τρόπο. Εμφανίζονται ως αποτέλεσμα των δυσκολιών και των προβλημάτων που υπάρχουν στις επιχειρήσεις. Τα όποια προβλήματα και δυσκολίες υπάρχουν δεν αμφισβητούνται. Το ζήτημα για μας είναι τα προβλήματα και οι δυσκολίες που υπάρχουν να μη μεταφέρονται αυτόματα και μονόπλευρα πάνω στους πιο αδύνατους, που είναι οι εργαζόμενοι. Διότι η κρίση του 2013 φορτώθηκε σχεδόν στο σύνολό της πάνω στους εργαζόμενους. Όλα τα στοιχεία της Στατιστικής και της Eurostat δείχνουν ότι αυτό που συνέβη το 2013 είναι μια δραματική διεύρυνση της κοινωνικής ανισότητας. Ενώ τα κέρδη συσσωρευτικά δεν μειώθηκαν και, πολύ σύντομα, δηλαδή από το 2015 και μετά, αυξάνονταν ραγδαία, οι μισθοί έχουν συρρικνωθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό. Με αποτέλεσμα η ψαλίδα που χωρίζει τα εισοδήματα από μισθούς και τα εισοδήματα από κέρδη στο εθνικό εισόδημα να έχει μεγαλώσει δραματικά και ενώ πριν το 2013 οι μισθοί στο σύνολο ήταν κατά τι περισσότεροι από τα κέρδη, τώρα οι μισθοί είναι 10% λιγότεροι από τα κέρδη στο εθνικό εισόδημα.

Και τώρα έρχεται η πανδημία, διαφορετική μεν κρίση, αλλά δεν παύει να είναι κρίση. Και κάτω από αυτές τις συνθήκες ασφαλώς υπάρχει πίεση στους εργαζομένους. Και πάνω στους μισθούς τους και πάνω στα υπόλοιπα δικαιώματά τους. Ιδιαίτερα πάνω στους μισθούς πρόσληψης η πίεση είναι παρά πολύ μεγάλη. Τώρα είναι που πρέπει το κράτος να παρεμβληθεί, να παίξει τον ρόλο του και να στηρίξει τους αδύνατους και όχι να μας λέει «άμα γίνει η ανεργία 5%». Δηλαδή άμα τα λύσει η ζωή αυτά τα ζητήματα, με λίγα λόγια συμπιέζοντας και υποχρεώνοντας τους εργαζόμενους να δεχτούν συνθήκες εργασίας που πολλές φορές είναι απαράδεκτες, θα παρέμβει τότε το κράτος;

Εκτός από την κατάργηση του 12%, τι άλλο θα ζητήσετε το επόμενο διάστημα;

Δεν μπορεί, για παράδειγμα, η στεγαστική πολιτική να περιορίζεται σε αυτά τα πράγματα που ακούστηκαν πρόσφατα, που ουσιαστικά έχουν να κάνουν με την ενθάρρυνση για την ύπαιθρο. Διότι όλα αυτά τα προγράμματα στηρίζονται πάνω στην προϋπόθεση ότι το νέο ζευγάρι θα έχει ίδια κεφάλαια για να ξεκινήσει να χτίσει ένα σπίτι και ότι η τράπεζα θα τον δανείσει. Μα αυτό είναι το πρόβλημα. Το πιο μεγάλο πρόβλημα αυτή τη στιγμή είναι πως το νέο ζευγάρι, ο νέος εργαζόμενος, ακόμα κι εάν εργάζεται, δεν μπορεί να πάρει δάνειο από την τράπεζα. Διότι πρέπει να έχει εισόδημα που να θεωρεί η τράπεζα ότι ικανοποιεί όλες τις υπόλοιπες ανάγκες και να έχει και περίσσευμα για να πληρώνει τις δόσεις του. Όταν ένα νέο ζευγάρι δεν μπορεί να πάρει αυτή τη δανειοδότηση σήμερα, σημαίνει πρέπει να πάει να ζει με ενοίκιο, τα ενοίκια ξέρουμε πολύ καλά πού έχουν φτάσει, οπόταν τα νέα ζευγάρια πρέπει να δίνουν το 30 με 40% του πενιχρού εισοδήματος που έχουν για να εξασφαλίσουν μια στέγη. Δεν μπορεί να θεωρούμε πως εξαντλείται η υποχρέωση του κοινωνικού κράτους με το να επιδοτεί κάποια επιτόκια, εάν και εφόσον σου δώσει δάνειο η τράπεζα ή με την παροχή βοήθειας νοουμένου ότι θα πάρεις δάνεια και έχεις οικόπεδο κτλ. Το κράτος οφείλει να κάνει πρόγραμμα κοινωνικής στέγης, όπως κάνουν σε όλο τον κόσμο. Υπήρχε και το παρατήσαμε. Να χτίζονται σπίτια και αυτή η υποχρέωση να μην μείνει μόνο πάνω στον ΚΟΑΓ, να επεκταθεί στην τοπική αυτοδιοίκηση και σε όλους τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και μαζί με το κράτος να χτίζονται σπίτια και να παραχωρούνται στα νέα ζευγάρια με ενοικιαγορά.

Τα σχέδια του Υπουργείου Εργασίας που εφαρμόστηκαν θεωρείτε, κ. Κυρίτση, πως δεν βοήθησαν ικανοποιητικά στην αντιμετώπιση αυτών των πιέσεων;

Τα σχέδια βοήθησαν να μην πάρει η υποχώρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων μορφή χιονοστιβάδας. Φανταστείτε να έκλεινε η οικονομία με τον τρόπο που έκλεισε και που συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να παραμένει κλειστή, χωρίς να έχουν ληφθεί οποιαδήποτε μέτρα για τους εργαζόμενους. Θα ήταν, αντιλαμβάνεστε, ανθρωπιστική καταστροφή. Εμείς με πολύ θετικό τρόπο παρεμβληθήκαμε, μπήκαμε σε ένα διάλογο με το Υπουργείο Εργασίας, κάναμε κοινωνικό διάλογο, πετύχαμε να συνδεθούν τα σχέδια στήριξης των επιχειρήσεων με την υποχρέωση να μην προχωρήσουν σε απολύσεις και σε αλλαγές σε βάρος των εργαζομένων. Αλλά δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι είναι αρκετό αυτό το πράγμα ώστε μακροπρόθεσμα να μην μεταφερθούν επιπτώσεις πάνω στους εργαζόμενους. Βεβαίως σε μια τέτοια περίπτωση θα υπάρξει η δική μας οργανωμένη συνδικαλιστική αντίδραση και αντίσταση για να μην μετακυλιστεί η επίπτωση της κρίσης πάνω στους εργαζόμενους. Όμως, κακά τα ψέματα, αυτή η αντίσταση αφορά κυρίως τον χώρο όπου είμαστε οργανωμένοι. Υπάρχει όμως και ένας άλλος χώρος, που είναι περισσότερο ευάλωτος, διότι δεν είναι συνδικαλιστικά οργανωμένος. Είναι εδώ που θέλουμε να έρθει και το κράτος και να ενισχύσει τη δική μας αντίδραση.

Τι να κάνει το κράτος; Μπορεί να αποτρέψει απολύσεις που πολλοί θεωρούν αναπόφευκτες με τη λήξη των σχεδίων;

Μπορεί να μην μπορεί να αποτρέψει απολύσεις, εάν αυτές είναι δικαιολογημένες και αιτιολογημένες, αλλά μπορεί το κράτος να αποτρέψει συμπεριφορές κοινωνικά απαράδεκτες. Παραδείγματος χάρη, να απολύεται κόσμος που έχει σταθερή και μόνιμη θέση εργασίας για να προσληφθεί κάποιος με μισθό εντελώς απαράδεκτο. Εάν η επιχείρηση ξέρει ότι υπάρχει κατοχυρωμένος ελάχιστος μισθός και ότι η πρόσληψη κάποιου δεν θα έχει οικονομικά οφέλη, αυτή είναι μια συμβολή σημαντική που μπορεί να περιορίσει φαινόμενα εκμετάλλευσης. Μπορεί επίσης να υποχρεώσει τις εταιρείες που θα διεκδικούν έργα του δημοσίου να εφαρμόσουν συμβάσεις και να διευθετήσει νομοθετικά την ίση μεταχείριση, τουλάχιστον όσον αφορά το εργατικό κόστος και να μην επιτρέψει στον ασύδοτο εργοδότη να διεκδικεί τις προσφορές με χαμηλότερο εργατικό κόστος. Ναι, μπορεί η νομοθετική ρύθμιση να συμβάλει στο να υπάρξει μια στοιχειώδης επαναρρύθμιση στις εργασιακές σχέσεις. Δεν έχουμε ψευδαισθήσεις ότι με νομοθετικές παρεμβάσεις μπορεί να αλλάξει η φύση του συστήματος και της κοινωνίας και να γίνουν όλα ρόδινα. Έχουμε πλέον χιλιάδες εργαζόμενους με μεταναστευτικό παρελθόν, η απορρύθμιση μετά το 2013 αλλά και τώρα επιταχύνεται και χρειάζεται η παρέμβαση της Πολιτείας για να γίνει μία επαναρρύθμιση. Και στη διαδικασία να μην διευρυνθεί περαιτέρω η κοινωνική ανισότητα, σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξει και η επαναοικοδόμηση του κοινωνικού κράτους.

Διότι εκτός από την επίθεση στους μισθούς και στα δικαιώματα των εργαζομένων, ιδιαίτερα μετά το 2013, είχαμε ουσιαστικά και ένα ξήλωμα του κοινωνικού κράτους. Δομές που είχαν στηθεί για να στηρίξουν τον εργαζόμενο, προγράμματα τα οποία λειτουργούσαν στη λογική κάποιας αναδιανομής του πλούτου, ουσιαστικά έχουν ξηλωθεί. Οι συνταξιούχοι απώλεσαν ένα σημαντικό μέρος της αγοραστικής τους δύναμης, οι συντάξεις μέσα από το πέναλτι του 12% μειώθηκαν, συρρικνώθηκαν σε μια περίοδο που αυξανόταν η ανεργία. Πρόκειται για μια σοβαρή μείωση του εισοδήματος όσων έχουν τις προϋποθέσεις για να συνταξιοδοτηθούν στα 63. Δημιουργεί αυτό το δικαίωμα με την εργασία του και, παρόλα αυτά, εάν επιλέξει να πιάσει τη σύνταξή του στα 63 έχει πέναλτι. 

Πώς μπορεί να αλλάξει αυτό; Θα έχουμε συνταξιούχους δύο κατηγοριών εάν αρθεί τώρα το πέναλτι ή θα πάμε πίσω για διορθώσεις;

Το μέγα πρόβλημα δεν είναι αυτοί που ήδη βγήκαν με σύνταξη, αλλά θα δούμε τι θα γίνει και με αυτούς. Το πρόβλημα είναι ότι η συνέχιση αυτής της αδικίας θα δημιουργήσει ακόμα περισσότερους αδικημένους. Πρέπει να επαναξιολογηθεί το μέτρο, είναι πλέον κοινωνική απαίτηση η αλλαγή αυτή. Η ΠΕΟ ποτέ δεν δέχθηκε αυτή τη ρύθμιση. Δεν γίνεται να καθορίσουμε το όριο αφυπηρέτησης λαμβάνοντας υπόψη μόνο το προσδόκιμο. Από εκεί και πέρα, εάν θέλουμε να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να εργαστούν περισσότερο, τότε είναι με κίνητρα που πρέπει να το πετύχουμε. Εννοώ, εάν έχει εργαζόμενους που νιώθουν ότι μπορούν να εργαστούν περισσότερο από τα 63 λόγω της φύσης της εργασίας τους είτε γιατί άργησαν να μπουν στην παραγωγική διαδικασία, τότε να υπάρχουν κάποια κίνητρα για να εργαστούν περισσότερο. Σήμερα, όμως, είναι το αντίθετο που συμβαίνει, ουσιαστικά άνθρωποι που θα έπρεπε να έχουν αυτό το δικαίωμα ακέραιο και εργάστηκαν για αυτόν τον σκοπό, την τελευταία στιγμή τους πήραμε -βίαια θα έλεγα- δύο χρόνια παρακάτω. Διότι υπήρξε εκείνη η αντιδημοκρατική, κατά την άποψή μου, πίεση από την τρόικα και ο εκβιασμός πάνω στην κυβέρνηση, χωρίς να τεκμηριώνεται σοβαρά η ανάγκη για υλοποίηση εκείνου του μέτρου. Και φαίνεται πως οι προοπτικές του ΤΚΑ δεν λένε ότι η διόρθωση αυτού του ισοπεδωτικού μέτρου θα βάλει το Ταμείο σε οποιοδήποτε κίνδυνο. Είναι επείγον ζήτημα και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αμέσως και πρέπει τώρα να ξεκινήσει αυτή η συζήτηση.