Εν μέσω της αβεβαιότητας που υπάρχει στην αγορά, λόγω των επιπτώσεων που προκαλεί η πανδημία του κορωνοϊού, οι επιχειρήσεις αναζητούν τρόπους για να μειώσουν το λειτουργικό τους κόστος. Οι εργοδοτικές οργανώσεις επαναφέρουν στο τραπέζι το αίτημά τους για συρρίκνωση της εισφοράς που καταβάλλουν οι εργοδότες στο Ταμείο Πλεονασμού, λόγω του μεγάλου αποθεματικού που υπάρχει στο Ταμείο, το οποίο το 2020 είχε αγγίξει τα €507, 3 εκατ.
Το Ταμείο Πλεονασμού χρηματοδοτείται αποκλειστικά από εισφορές των εργοδοτών και, σύμφωνα με τους επηρεαζόμενους, έχει συσσωρεύσει επαρκές αποθεματικό και θα μπορεί να ανταποκριθεί για την κάλυψη των απαιτήσεων που θα προκύψουν στο μέλλον. Συγκεκριμένα, οι εργοδότες καταβάλλουν εισφορά 1,2% επί των αποδοχών που λαμβάνει ο κάθε εργαζόμενος μέχρι ενός ανωτάτου ορίου, που καθορίζεται κάθε χρόνο. Ήδη οι εργοδοτικές οργανώσεις έχουν καταθέσει αίτημα στους υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας για μείωση της εργοδοτικής εισφοράς που καταβάλλουν, κατά 0,6%.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Αναβρασμός και διαπραγματεύσεις για 540 υπαλλήλους της ΚΕΔΙΠΕΣ
Όπως υποστηρίζουν οι εργοδότες, το Ταμείο με το αποθεματικό που έχει συγκεντρώσει μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια. Υποστηρίζουν ακόμα πως η μείωση θα λειτουργήσει ως ένα σημαντικό και ουσιαστικό μέτρο στήριξης των επιχειρήσεων. Επίσης, επισημαίνουν πως θα επενεργήσει θετικά και επί των δημοσίων οικονομικών, καθώς το ίδιο ποσοστό καταβάλλει και το δημόσιο υπό την ιδιότητα του ως εργοδότης. Δηλαδή, το δημόσιο θα καταβάλλει λιγότερες εισφορές στο Ταμείο.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΚΕΒΕ, Μάριος Τσιακκής, δήλωσε στον «Φ» πως η μείωση της εισφοράς που καταβάλλουν εργοδότες θα συμβάλει στην ενίσχυση των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν επηρεαστεί από την πανδημία. Είπε, επίσης, πως με τη μείωση της συγκεκριμένης εισφοράς θα μειωθεί το κόστος του μισθολογίου των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του ΚΕΒΕ, με αυτό τον τρόπο οι επιχειρήσεις θα καταστούν πιο ανταγωνιστικές και πιο βιώσιμες.
Από την πλευρά του, ο Γενικός Διευθυντής της ΟΕΒ Μιχάλης Αντωνίου δήλωσε πως είναι τεράστιο το αποθεματικό που δημιουργήθηκε στο Ταμείο Πλεονασμού. Όπως είπε, οι υποχρεώσεις του ταμείου είναι χαμηλότερες από τις εισφορές που καταβάλλονται, γι’ αυτό υπάρχει η δυνατότητα να μειωθεί η σχετική εισφορά που καταβάλλουν οι εργοδότες. Σύμφωνα με τον κ. Αντωνίου, οι εισφορές στο Ταμείο μέχρι το 1996 ήταν 0,6%, ενώ το αποθεματικό του Ταμείου ήταν μισό εκατομμύριο λίρες. «Πλέον δικαιολογείται η μείωση της εισφοράς που καταβάλλουν οι εργοδότες καθώς θα συμβάλει στη μείωση της επιβάρυνση της απασχόλησης». Είπε, επίσης, ότι όφελος από τη μείωση θα έχει και το κράτος.
Αυξήθηκαν πέρσι οι πλεονασμοί
Πάντως, πέρσι, παρά τις ασφαλιστικές δικλείδες που έβαλε το Υπουργείο Εργασίας για απαγόρευση των απολύσεων εργαζομένων από τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στα κυβερνητικά σχέδια λόγω των επιπτώσεων που υπέστησαν από την πανδημία του κορωνοϊου, αυξήθηκαν οι εργαζόμενοι που έχουν πλεονάσει. Σύμφωνα με στοιχεία που εξασφάλισε ο «Φ», το 2020 ο αριθμός των αιτήσεων που υποβλήθηκαν για πληρωμή από το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικών ήταν αυξημένος κατά 18.1%, σε σχέση με την προηγούμενη χρόνια. Συγκεκριμένα, το 2020 έχουν βγει με πλεονασμό συνολικά 3,222 εργαζόμενοι. Το Υπουργείο Εργασίας είχε εξετάσει συνολικά 2230 αιτήσεις καταβάλλοντας συνολικό ποσό πληρωμής €20 εκατ. Ο αριθμός των αιτήσεων που εκκρεμούσαν κατά την 31η Δεκεμβρίου του 2020 ήταν 1841. Εξάλλου, το 2019 είχαν υποβληθεί 2,729 αιτήσεις από εργαζόμενους και το κράτος κατέβαλε ποσό €17,5 εκατ. Στο μεταξύ, το 2018 άλλοι 2,647 έχουν πλεονάσει λαμβάνοντας ποσό €25,4 εκατ. Το 2017 είχαν εγκριθεί 2, 260 αιτήσεις πλεονασμού με κόστος €28,1 εκατ. Το 2016 το Υπουργείο Εργασίας κατέβαλε ποσό €52 εκατ. σε 3.779 εργαζόμενους. Το 2015 δόθηκαν €49 εκατ., το 2014 καταβλήθηκε ποσό €99,5 εκατ. και το 2013 ποσό €88,5 εκατ. Επίσης, το 2012 πληρώθηκε ποσό €54,4 εκατ., το 2011 καταβλήθηκε ποσό €30,8 εκατ. και το 2010 €27,8 εκατ.
Σε πλεονασμό 15 χιλ. τα τελευταία 4 χρόνια
Από την ανάλυση των στοιχείων του Υπουργείου Εργασίας διαφαίνεται πως από το 2016 μέχρι το 2020 έχουν βγει με πλεονασμό 14,637 εργαζόμενοι. Τα τελευταία δέκα χρόνια το κράτος έχει πληρώσει σχεδόν €500 εκατ. Συγκεκριμένα, έχει εμβάσει στους τραπεζικούς λογαριασμούς των δικαιούχων ποσό €493 εκατ. Τα περισσότερα χρήματα έχουν καταβληθεί μεταξύ 2013-2014, την περίοδο του κουρέματος των καταθέσεων αλλά και του κλεισίματος των επιχειρήσεων συνεπεία της οικονομικής κρίσης που είχε προκύψει. Το σύνολο των χρημάτων που παραχωρήθηκε σε πλεονασμούς τα δύο συγκεκριμένα έτη είχαν ανέλθει στα €188 εκατ. Μετά την ομαλοποίηση της οικονομίας, τα επόμενα χρόνια μέχρι πέρσι, το ύψος των πλεονασμών ήταν σε λογικά επίπεδα.
Στις €55,5 χιλ. το ανώτατο ποσό το 2021
Φέτος, σύμφωνα με σχετικά στοιχεία, το ανώτατο ποσό πλεονασμού που θα καταβάλει το κράτος αγγίζει τις €55,5 χιλ. Το 2020, το ανώτατο ποσό πλεονασμού που καταβλήθηκε ήταν €53.1 χιλ. Το 2019 το μέγιστο ποσό πλεονασμού που έχει καταβληθεί σε ορισμένους εργαζόμενους ήταν €52.883. Εξάλλου από 2013 μέχρι το 2018 το ψηλότερο ποσό πλεονασμού που καταβλήθηκε ήταν €52,6 χιλ. Παράλληλα το 2012 το μέγιστο ποσό πλεονασμού που δόθηκε ήταν €51,6 χιλ. , το 2011 το μεγαλύτερο ποσό που έλαβε εργαζόμενος που έχει πλεονάσει ήταν €50,4 χιλ. Τέλος το 2010 το μέγιστο ποσό πλεονασμού που καταβλήθηκε ήταν €48,9 χιλ.
Οι προϋποθέσεις πλεονασμού, βάσει της νομοθεσίας
Για τερματισμό της απασχόλησης, το μέγιστο ποσό πληρωμής υπολογίζεται ως ο μέγιστος αριθμός εβδομάδων αποζημίωσης, που είναι 75,5 επί το εκάστοτε μέγιστο ποσό εβδομαδιαίας αμοιβής που λαμβάνεται υπόψη για πληρωμή, το οποίο είναι το τετραπλάσιο του εβδομαδιαίου ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.
Με βάση τον νόμο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πληρωμή από το Ταμείο Πλεονασμού δικαιούνται εργαζόμενοι που απασχολήθηκαν για 104 εβδομάδες στον ίδιο εργοδότη πριν από τη συντάξιμη ηλικία. Το ποσό της πληρωμής, είναι ανάλογο με την περίοδο συνεχούς απασχόλησης και αντιστοιχεί με τρεις εβδομάδες ανά συνεχές έτος εργασίας. Σημειώνεται πως για να δικαιούται κάποιος να υποβάλει αίτηση για αποζημίωση από το Ταμείο Πλεονασμού θα πρέπει να το πράξει μέχρι και τρεις μήνες μετά τον τερματισμό της απασχόλησής του.
Σημειώνεται πως η νομοθεσία καλύπτει όλους τους εργοδοτουμένους του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, περιλαμβανομένων των μαθητευομένων. Καλύπτει επίσης τους μετόχους ιδιωτικών εταιρειών οι οποίοι απασχολούνται στην εταιρεία τους. Παράλληλα, εργοδότης, ο οποίος προτίθεται να απολύσει εργοδοτουμένους του λόγω πλεονασμού, υποχρεούται να δώσει ειδοποίηση ενός τουλάχιστον μήνα στον Υπουργό Εργασίας, στην οποία να αναφέρει τον αριθμό των εργοδοτουμένων οι οποίοι θα απολυθούν, τον κλάδο ή τους κλάδους της επιχείρησης του που επηρεάζονται από τον πλεονασμό, τα ονόματα, τα επαγγέλματα και τις οικογενειακές υποχρεώσεις των επηρεαζομένων εργοδοτουμένων του και τους λόγους του πλεονασμού. Επίσης, εργοδότης ο οποίος απέλυσε εργοδοτούμενο του λόγω πλεονασμού και που μέσα σε οκτώ μήνες επαναπροσλαμβάνει προσωπικό, δίνει προτεραιότητα κατά την πρόσληψη σε εργοδοτουμένους, τους οποίους απέλυσε ως πλεονάζοντες, λαμβάνοντας όμως υπόψη τις ανάγκες της επιχείρησης του.
Βάσει του νόμου, εργοδοτούμενος θεωρείται πλεονάζον όταν απολυθεί γιατί ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει να διεξάγει την επιχείρηση στην οποία ο εργοδοτούμενος απασχολείται και λόγω του ότι ο εργοδότης έπαυσε ή προτίθεται να παύσει να διεξάγει επιχείρηση στον τόπο όπου ο εργοδοτούμενος απασχολείται.
– Επίσης θεωρείται πλεονάζον και άτομο που απολύεται για θέματα που έχουν σχέση με τη λειτουργία της επιχείρησης και αφορούν:
• εκσυγχρονισμό, μηχανοποίηση ή οποιαδήποτε άλλη αλλαγή στις μεθόδους παραγωγής ή οργάνωσης, η οποία ελαττώνει τον αριθμό των εργοδοτουμένων που χρειάζονται
• αλλαγή στα προϊόντα ή στις μεθόδους παραγωγής ή στις απαιτούμενες ειδικότητες των εργοδοτουμένων
• κατάργησης τμημάτων
• δυσκολίες στην τοποθέτηση προϊόντων στην αγορά ή πιστωτικών δυσκολιών
• έλλειψη παραγγελιών ή πρώτων υλών
• έλλειψη μέσων παραγωγής
• περιορισμός του όγκου της εργασίας ή της επιχείρησης.