Οι υπερβολικές χρεώσεις τόκων από τις τράπεζες επανέρχονται στο προσκήνιο είτε μέσω της Βουλής είτε μέσω ανακοινώσεων από συνδικαλιστικές οργανώσεις. Στο τραπέζι και κριτική της ΣΕΚ προς την Κεντρική Τράπεζα και την Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού για τακτική περίεργης σιωπής.
Σε νομοθετικό επίπεδο, ο βουλευτής του ΔΗΣΥ Μάριος Μαυρίδης κινεί τις διαδικασίες για πρόταση Νόμου που να τροποποιεί τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, ώστε, όπως αναφέρει, ο τόκος υπερημερίας να επιβάλλεται μόνο στο ποσό των καθυστερημένων δόσεων ακόμα και μετά τον τερματισμό του δανείου. Επίσης το πιστωτικό ίδρυμα να έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά.
Όπως αναφέρει ο ίδιος χαρακτηριστικά, «το μεγάλο πρόβλημα αφορά στις συμβάσεις που υπεγράφησαν πριν τον Σεπτέμβριο του 2014, για τις οποίες δεν υπάρχει το όριο για το επιτόκιο υπερημερίας». Αυτό που ισχύει, επισημαίνει ο βουλευτής, είναι το επιτόκιο που η τράπεζα «υποδεικνύει» στον δικαστή, ο οποίος το αποδέχεται χωρίς πολλές ερωτήσεις, αφού δεν υπάρχει υπεράσπιση για τον δανειολήπτη. Πολλές φορές, προσθέτει ο κ. Μαυρίδης, «ο τόκος υπερημερίας ανέρχεται στο 7% με 8%, και το τερματισμένο δάνειο χρεώνεται με 12% και 14% (κανονικός τόκος συν τόκος υπερημερίας). Επειδή το 99% των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι παλιά, αντιλαμβάνεται πόσο μεγάλο είναι το πρόβλημα».
Ο βουλευτής του ΔΗΣΥ, με αφορμή τη νομοθετική πρωτοβουλία που αναλαμβάνει, τονίζει ότι «η πιο πάνω απαράδεκτη και καταχρηστική πρακτική εκ μέρους των τραπεζών πρέπει να τερματιστεί άμεσα. Ο τόκος υπερημερίας θα πρέπει να επιβάλλεται μόνο για το μέρος του δανείου που παραμένει σε καθυστέρηση» και «να αντικατοπτρίζει το πραγματικό κόστος για την τράπεζα», αναφέρει.
Ο Σύνδεσμος Τραπεζών περιορίστηκε σ’ ένα γενικό σχόλιο. «Όταν το θέμα τεθεί λεπτομερώς προς συζήτηση στη Βουλή και αφού το μελετήσουμε, σε διάφορα επίπεδα, όπως είναι η συνήθης πρακτική του Συνδέσμου, θα μπορούμε να τοποθετηθούμε όταν και εάν κληθούμε από τη Βουλή ή παραστεί ανάγκη».
Την τακτική της περίεργης σιωπής ακολουθούν για περισσότερο από τρεις μήνες η Κεντρική Τράπεζα και η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ), στις οποίες η ΣΕΚ υπέβαλε γραπτό –διά χειρός– αίτημα για να ασκήσουν την επιρροή τους για άρση σειράς τραπεζικών χρεώσεων που κρίνονται ως απαράδεκτες και πλήττουν κυρίως τις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, όπως είναι οι χαμηλοσυνταξιούχοι και άτομα με περιορισμένα εισοδήματα που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, καταγγέλλει με ανακοίνωση η ΣΕΚ.
Τέτοιες απαράδεκτες χρεώσεις, αναφέρει η ΣΕΚ, είναι η επιβολή χρεώσεων για ανάληψη μετρητών από τα ταμεία, η είσπραξη €2 για την πληρωμή των λογαριασμών κοινής ωφελείας (π.χ. ΑΤΗΚ, ΑΗΚ, Υδατοπρομήθεια κ.λπ.) και η χρέωση με €2 της προσωρινής εκτύπωσης κατάστασης λογαριασμού.
Προσθέτει ότι αυτές οι χρεώσεις, που δημοσιεύονται ήδη στις ιστοσελίδες των τραπεζών, λειτουργούν τιμωρητικά σε βάρος των χαμηλόμισθων και των χαμηλοσυνταξιούχων και σε βάρος όλων εκείνων των πολιτών που δεν είναι εξοικειωμένοι με τη χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας.
Στις επιστολές τόσο προς τον Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας όσο και προς την πρόεδρο της ΕΠΑ, εκτός των πιο πάνω, από τη ΣΕΚ τονίζεται ότι «η αύξηση κατά 100% (από το €1 στα €2) του τέλους εξόφλησης των λογαριασμών είναι προκλητική και δείχνει μια τάση αχορταγίας από πλευράς των τραπεζών».