Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε πρόσφατα τη «Λευκή Βίβλο για την Ευρωπαϊκή Άμυνα», προτείνοντας, μέσω του σχεδίου RΕARM Europe (Reinforcing European Armament Readiness Mechanism), επενδύσεις ύψους 800 δισ. ευρώ σε εξοπλισμούς και στρατιωτικούς σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την υποστήριξη της Ουκρανίας.

Το πρόγραμμα δεν είναι τίποτα άλλο από το όχημα για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής βιομηχανίας και τη βαθύτερη σύνδεση της Ένωσης με το ΝΑΤΟϊκό δόγμα. Υπό το πρόσχημα της “ενεργειακής αυτονομίας” και της “στρατιωτικής ετοιμότητας”, προωθείται ένα επικίνδυνο μείγμα νεοφιλελευθερισμού και στρατικοποίησης, με καταστροφικές συνέπειες για τους λαούς και τους εργαζόμενους της Ευρώπης.

Ενώ οι εργαζόμενοι σε ολόκληρη την Ευρώπη αντιμετωπίζουν τις συνέπειες των νεοφιλελεύθερων πολιτικών λιτότητας, της ακρίβειας, της ανεργίας και της φτωχοποίησης, η παραγωγική βάση μετασχηματίζεται για να εξυπηρετήσει τη στρατικοποίηση της οικονομίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη στροφή της αυτοκινητοβιομηχανίας στην παραγωγή όπλων – μια μετάβαση που εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.

Για να διευκολύνει τις αμυντικές δαπάνες, η Κομισιόν προχωρά σε χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών, ενεργοποιώντας ρήτρες που επιτρέπουν στα κράτη-μέλη να αυξήσουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες κατά 650 δισ. ευρώ.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Κομισιόν, εάν τα κράτη-μέλη αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες κατά 1,5% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, αυτό θα μπορούσε να δημιουργήσει τα 650 δισεκατομμύρια ευρώ σε διάστημα τεσσάρων ετών.

Παράλληλα, δημιουργεί ένα νέο εργαλείο ύψους 150 δισ. ευρώ από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό, το «Security Action for Europe» (SAFE), το οποίο θα παρέχει δάνεια στα κράτη μέλη για κοινές αμυντικές προμήθειες, όπως συστήματα αεράμυνας, πυροβολικό, drones και την κυβερνοάμυνα. Η χρηματοδότηση θα αντληθεί από τις κεφαλαιαγορές και θα διατεθεί με βάση τα εθνικά σχέδια των κρατών-μελών.

Οι ενέργειες αυτές ξεκάθαρα δεικνύουν ότι παρά την επίκληση της ανάγκης για ενδυνάμωση της ευρωπαϊκής ασφάλειας πρόκειται για μια σαφή μετατόπιση πόρων από τις κοινωνικές ανάγκες προς τον στρατιωτικό τομέα.

Όλα αυτά, σε μια Ευρώπη όπου 92 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν στο όριο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ 1 στα 4 παιδιά μεγαλώνει υπό τον κίνδυνο της φτώχειας.

Τα κονδύλια για την άμυνα δε γεννιούνται από το πουθενά – αποσπώνται από τους προϋπολογισμούς. Το τίμημα γι’ αυτή την επιλογή θα το πληρώσουν, για ακόμη μια φορά, οι εργαζόμενοι και οι πολίτες – είτε μέσω νέων φόρων, είτε μέσω περικοπών στην κοινωνική πολιτική.

Εν μέσω της κοινωνικής κρίσης και των αυξανόμενων ανισοτήτων, αντί η Ευρωπαϊκή Ένωση να επενδύσει σε πολιτικές που θα βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των πολιτών – όπως η αύξηση των μισθών και των συντάξεων, η στήριξη της δημόσιας υγείας, της παιδείας, της στέγασης και των κοινωνικών υπηρεσιών – επιλέγει να διοχετεύσει τεράστιους πόρους στον εξοπλιστικό ανταγωνισμό. Αντί να επενδυθούν 800 δισ. ευρώ σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς μέσω του προγράμματος REARM Europe, οι πόροι αυτοί θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε έργα δημόσιων υποδομών που θα ενίσχυαν την κοινωνική ευημερία στην Ευρώπη.

Οι αντιδράσεις στις χώρες

Τα σχέδια της Ευρωπαικής Επιτροπής για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών έχουν προκαλέσει αντιδράσεις σε διάφορες χώρες.

Ενδεικτική είναι η παράθεση συγκριτικών αριθμών από το Κόμμα Πέντε Αστέρων, στην Ιταλία, για τις στρατιωτικές δαπάνες της κυβέρνησης Meloni. Σύμφωνα με τα στοιχεία, έχουν παραγγελθεί 49 νέα πολεμικά αεροσκάφη για συνολικό κόστος 14,5 δισεκατομμυρίων : το καθένα θα κοστίσει σχεδόν 300 εκατομμύρια ευρώ, περισσότερα από το κόστος (266 εκατομμύρια) της νέας πολυκλινικής του Μιλάνου 900 θέσεων.

Υπενθυμίζουμε ότι η Ιταλία ήταν από τις χώρες με τις μεγαλύτερες απώλειες ζωών στην περίοδο της πανδημίας, εξαιτίας των ελλείψεων του δημοσίου συστήματος υγείας.

Ο δρόμος του μιλιταρισμού και της όξυνσης των ανταγωνισμών εντείνει τους κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη, καθώς η κλιμάκωση των εξοπλισμών συνοδεύεται από στρατιωτική ένταση, κυρώσεις και γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς που οδηγούν σε πολέμους.

Απέναντι στον πόλεμο ως «οικονομική ευκαιρία»

Ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με τις καταστροφικές του συνέπειες, οι λαοί της Ευρώπης δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από τον νέο εξοπλιστικό παροξυσμό, αφού η επένδυση στον πόλεμο απειλεί το μέλλον της Ευρώπης και της ανθρωπότητας.

Η Ευρώπη των λαών δεν μπορεί να οικοδομηθεί σε βάρος της κοινωνικής συνοχής, ούτε με όπλα στα χέρια. Η κοινωνία έχει ανάγκη όχι από περισσότερα όπλα, αλλά από ειρήνη, κοινωνική πρόοδο και διεθνή συνεργασία. Η ειρήνη δεν επιβάλλεται με στρατιωτικούς εξοπλισμούς, αλλά οικοδομείται με σεβασμό στα δικαιώματα των λαών, κοινωνικές επενδύσεις και πολιτική βούληση για διάλογο και συνεργασία.

Οι εργαζόμενοι και το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκονται μπροστά σε μια νέα πρόκληση: να σταθούν απέναντι στην κανονικοποίηση του πολέμου ως “οικονομική ευκαιρία” που θα οδηγήσει την Ευρώπη σε ένα επικίνδυνο μονοπάτι.

Η απάντηση στο REARM Europe θα πρέπει να είναι ένα ηχηρό «Όχι στον πόλεμο – Ναι στην ειρήνη και την κοινωνική πρόοδο».

*Υπεύθυνος Γραφείου Διεθνών Σχέσεων ΠΕΟ