Για ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας, η καθημερινότητα αποτελεί μια διαρκής πίεση και πηγή ανασφάλειας. Οι λογαριασμοί ρεύματος προκαλούν πονοκέφαλο, το καλάθι της νοικοκυράς γεμίζει πιο δύσκολα, το ενοίκιο και οι δόσεις καταπίνουν τους μισθούς, οι τράπεζες δεν συγχωρούν και οι λογαριασμοί δεν περιμένουν.
Μέρα με τη μέρα, η μεσαία τάξη διαβρώνεται, την ώρα που τα ευάλωτα στρώματα συνθλίβονται στη μέγγενη της ακρίβειας. Μόνο εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν τα σοβαρά οικονομικά αδιέξοδα και τη σιωπηλή κοινωνική κρίση πίσω από τον καθρέφτη των θετικών δημοσιονομικών δεικτών και του κυβερνητικού αφηγήματος.
Παρά τα έκτακτα έσοδα άνω των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ στα κρατικά ταμεία την τελευταία διετία, η Κυβέρνηση φαίνεται να αρνείται να στηρίξει την κοινωνία στον βαθμό και στην ώρα που έπρεπε.
Εδώ και δύο χρόνια προσπάθησε με αποσπασματικά και ελλιπή μέτρα να αντιμετωπίσει την πολύπλευρη οικονομική πίεση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, χωρίς αποτέλεσμα.
Αντί στοχευμένων μέτρων και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού, η Πολιτεία σπατάλησε πόρους για τη δημιουργία αχρείαστων κρατικών δομών, μοίρασε χωρίς κριτήρια ΑΤΑ σε υψηλόμισθους του δημόσιου τομέα, μοίρασε αξιώματα σε ημέτερους με βάση ιδιοτελή κριτήρια, εκτίναξε στα ύψη το κόστος του κρατικού μισθολογίου, ενώ αποδείχθηκε ανίκανη να διαχειριστεί με επάρκεια τη μεγάλη ενεργειακή κρίση και ανήμπορη να συγκρουστεί με το τέρας της διαπλοκής.
Οι ευθύνες της προεδρίας Χριστοδουλίδη είναι βαρύτερες γιατί εξέλεγη υποσχόμενη το «νέο», αλλά συνέχισε τις στρεβλές πολιτικές και ξόδεψε τα έκτακτα έσοδα που προήλθαν λόγω της ακρίβειας και των αυξημένων φορολογικών εσόδων σε αχρείαστες και επαναλαμβανόμενες δαπάνες. Την ώρα που η κοινωνία βρίσκεται σε κρίση, η Κυβέρνηση βρίσκεται μονίμως πολλά βήματα πίσω από τις εξελίξεις και τις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Το ίδιο σκηνικό έχει επαναληφθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Τα λεφτά των φορολογουμένων εξανεμίστηκαν από τον Συνεργατισμό και το Βασιλικό, μέχρι το αποχετευτικό και τα «χρυσά διαβατήρια», από τις σπατάλες σε συμβούλους μέχρι τις πολλαπλές συντάξεις κρατικών αξιωματούχων. Εξανεμίστηκαν σε τραγικά λανθασμένες πολιτικές και σκάνδαλα μεγατόνων. Η κακοδιοίκηση δεν είναι πια ένα σύμπτωμα, αλλά έχει πια καταντήσει μια μόνιμη ασθένεια.
Η Κύπρος δεν είναι φτωχή χώρα. Τουναντίον. Έχει έσοδα. Πολλά έσοδα. Έχει πόρους. Αλλά έχει δυστυχώς, έκδηλα, και λάθος προτεραιότητες. Η κοινωνία πληρώνει τον πληθωρισμό – αλλά και την κακοδιοίκηση, τη διαφθορά, τη χρόνια αδράνεια. Το πρόβλημα δεν είναι οικονομικό. Είναι πολιτικό. Είναι θέμα προσανατολισμού. Ποιον υπηρετεί το κράτος; Ποιον επιλέγει να προστατεύσει; Σε ποιον ανήκει τελικά αυτός ο τόπος;
Χρειαζόμαστε κάτι πολύ περισσότερο από έκτακτα μέτρα. Χρειαζόμαστε μια νέα κοινωνική συμφωνία. Ένα νέο οικονομικό μοντέλο που δεν θα στηρίζεται στην ανοχή της αδικίας, αλλά στην πρόταξη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Με δίκαιη φορολόγηση, με διαφανή διαχείριση των δημοσίων πόρων, με ενεργή αναδιανομή πλούτου, με ουσιαστική ενίσχυση των ευάλωτων και της μεσαίας τάξης.
Ένα μοντέλο που θα επενδύει στην πραγματική οικονομία, στην παιδεία, στην πράσινη ανάπτυξη, στην καινοτομία. Που θα θέτει προτεραιότητα τις κοινωνικές ανάγκες και όχι τα συμφέροντα των ολίγων. Που θα καταργήσει την πολιτική αδράνεια ως “γραμμή άμυνας” και θα επαναφέρει την έννοια του δημοσίου συμφέροντος εκεί που ανήκει: στην καρδιά της πολιτικής.
Η κοινωνία δεν αντέχει άλλο πολιτικές που υπηρετούν τους λίγους. Οι πολίτες δεν ζητούν θαύματα – ζητούν δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, στοιχειώδη προστασία από ένα κράτος που εισπράττει, αλλά δεν ανταποδίδει. Το μέλλον δεν είναι δεδομένο. Είναι υπό διαπραγμάτευση. Και η διαπραγμάτευση αυτή πρέπει να ξεκινήσει τώρα – με τους πολίτες στο προσκήνιο, όχι στο περιθώριο.
*Διδάκτορας Χρηματοοικονομικών και Μακροοικονομίας του Πανεπιστημίου του Cambridge