Στη Γερμανία, Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες, οι δύο πολιτικές δυνάμεις που σχηματίζουν την επόμενη κυβέρνηση συνασπισμού στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρωζώνης, συμφώνησαν με τους Πράσινους την κατά αρκετές εκατοντάδες δισ. ευρώ εκτίναξη του προϋπολογισμού της χώρας για αμυντικές δαπάνες, κρατικές υποδομές και κλιματική αλλαγή.

Εκτιμούν ότι με αυτόν τον τρόπο θα τονώσουν των αναιμική ανάπτυξη στην μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και ότι θα «απαντήσουν» στις απειλές που δημιουργεί, κατά τους ίδιους, η μειωμένη δέσμευση των ΗΠΑ στην προστασία της γεωπολιτικής ασφάλειας στην Γηραιά ήπειρο.

Οι κινήσεις της νέας γερμανικής πολιτικής ηγεσίας δημιουργούν αντίστοιχο ενδιαφέρον και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να διάκειται θετικά στην αύξηση των δημοσίων δαπανών για την άμυνα.

Η χρηματοδότηση αυτών των δαπανών θα δημιουργούσε προφανώς την ανάγκη υψηλότερου κρατικού δανεισμού μέσω της έκδοσης ομολόγων ή κάποια στιγμή στο μέλλον και ευρωομολόγων. Για τους επενδυτές αυτές οι εξελίξεις ισοδυναμούν με πτώση των τιμών στα ομολογιακά τους χαρτοφυλάκια, καθώς προεξοφλούν ότι η αύξηση της προσφοράς για νέα κρατικά χρεόγραφα θα συμπιέσει τις τιμές των παλαιών έως ότου βρεθούν αγοραστές «πρόθυμοι» να καλύψουν την νέα προσφορά με νέα ζήτηση.

Καθώς οι τιμές των ομολόγων υποχωρούν, τα επιτόκια που απεικονίζουν το ρίσκο ανεβαίνουν λόγω του ότι οι επενδυτές «απαιτούν» υψηλότερες αποδόσεις προκειμένου να εντάξουν στα χαρτοφυλάκιά τους τα νέα, χαμηλότερης πιστοληπτικής ποιότητας «χαρτιά». Με άλλα λόγια, μέσω των μηχανισμών της αγοράς, το κόστος με το οποίο θα επιβαρύνονται οι εκδότες κρατικών ομολόγων, σε αυτή την περίπτωση τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, αυξάνεται, κάτι που είδαμε να συμβαίνει αρκετά δραστικά τις τελευταίες εβδομάδες στην Γερμανία.

Οι επενδυτές, προεξοφλώντας το νέο υψηλότερο «ρίσκο εκδότη», ξεπούλησαν γερμανικά κρατικά ομόλογα μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Οι αποδόσεις (yields) των χρεογράφων δεκαετούς διάρκειας κατέγραψαν τη μεγαλύτερη άνοδο από το μακρινό 1990 και την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, μία περίοδο δηλαδή που συνδέθηκε με υψηλές δημόσιες δαπάνες στη χώρα. Αντίστοιχες απότομες κινήσεις σημειώθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες και σε άλλους σημαντικούς κρατικούς εκδότες χρέους, με τους επενδυτές «σταθερού εισοδήματος» να μην… χαίρονται ιδιαίτερα από τις εξελίξεις.

Η χαλάρωση των δημοσιονομικών περιορισμών με την εν εξελίξει μεταρρύθμιση του συνταγματικά κατοχυρωμένου «φρένου χρέους» της Γερμανίας, μίας χώρας η οποία παραδοσιακά θεωρείται «πρότυπο» σε θέματα οικονομικής πειθαρχίας και σύνεσης, φαίνεται να βρίσκει «μιμητές» και αλλού. Η υπό συζήτηση χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων προκαλεί αρνητικούς συνειρμούς για την πορεία του κρατικού χρέους και των ελλειμμάτων σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, ιδιαίτερα στους πιο «αδύναμους κρίκους» της (βλ. ευρωπαϊκός Νότος) αλλά και στην δεύτερη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, τη Γαλλία. Δεδομένων των συνθηκών το θέμα αρχίζει να θυμίζει σε κάποιους την… αλήστου μνήμης ευρωπαϊκή κρίση χρέους της περασμένης δεκαετίας.

Και οι αμυντικές δαπάνες

Το «με κάθε κόστος» των Γερμανών αλλά και η διάθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να επιτρέψει τους «τσιμπημένους» προϋπολογισμούς μέσω «ρήτρας διαφυγής» για τις αμυντικές δαπάνες, οπωσδήποτε αποτελούν πολιτικοοικονομικές κινήσεις μεγάλης σημασίας, όχι μόνο για τους επενδυτές, αλλά πρωτίστως – και αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Κύπρο και την Ελλάδα – για τις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στον πλανήτη, ιδίως μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Το γερμανικό σχέδιο στο σύνολό του είναι τολμηρό αλλά το χρονοδιάγραμμα, οι λεπτομέρειες και ο βαθμός εφαρμογής του παραμένουν αβέβαια. Αυτό ισχύει και για τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς δεν πείθουν απόλυτα ότι ξαφνικά ξεπέρασαν διαπαντός τα σύνδρομα αργής λήψης αποφάσεων και συντονισμού που παραδοσιακά τις χαρακτηρίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, τις επόμενες κινήσεις των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων θα επηρεάσουν οι εξελίξεις στα θέματα επιβολής εμπορικών δασμών από τις ΗΠΑ, οι γενικά αδύναμες οικονομικές μετρήσεις της Ευρωζώνης και οι αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία πλέον καλείται να «ζυγίσει» τις επιπτώσεις μιας ραγδαίας αύξησης των αμυντικών δαπανών στον πληθωρισμό και στο κόστος δανεισμού των κρατών-μελών.

Οι πολιτικές ηγεσίες θα έχουν τον πρώτο λόγο, ενώ τα γεωπολιτικά… «παζάρια» και η κατάληξή τους θα συνεχίσουν να επηρεάζουν και τις χρηματαγορές. Σε τελική ανάλυση, ο κόσμος αλλάζει ταχύτατα και η Ευρώπη βλέπει τις εξελίξεις να τρέχουν, με την ίδια πολύ συχνά να «χάνει το τρένο»…

*Οικονομολόγος και υποψήφιος διδάκτορας