Η επιτυχία διαδίκου στην υπόθεση, καθώς και η δικονομική συμπεριφορά του, αποτελούν παράγοντες που το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη στην επιδίκαση εξόδων. Παρέχεται από τον νόμο στο δικαστήριο διακριτική εξουσία να επιδικάζει έξοδα, η οποία ασκείται δικαστικά.

Ο γενικός κανόνας είναι ότι τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του επιτυχόντα και εναντίον του αποτυχόντα διαδίκου και τυγχάνει εφαρμογής και σε ενδιάμεσες αιτήσεις. Το δικαστήριο όταν αποφασίζει να εκδώσει ή όχι διαταγή για έξοδα, λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της δικονομικής συμπεριφοράς των διαδίκων.

Για να υπάρξει απόκλιση από τον κανόνα ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα, θα πρέπει να υπάρχουν επαρκείς λόγοι οι οποίοι θα πρέπει να εξειδικεύονται για το ποιος διάδικος συνέβαλε αδικαιολόγητα στη δημιουργία εξόδων ή μέρους αυτών και δεν σχετίζονται με το αποτέλεσμα της δίκης.

Νομοθετική ρύθμιση

Το θέμα ρυθμίζεται νομοθετικά από το άρθρο 43 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/1960, το οποίο καθορίζει ότι τα έξοδα οποιασδήποτε πολιτικής διαδικασίας τελούν υπό τη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου, το οποίο έχει πλήρη εξουσία να αποφασίζει από ποιο διάδικο και σε ποια έκταση θα πληρωθούν.

Εκτός από τη νομοθετική διάταξη, οι νέοι Κανονισμοί Πολιτικοί Δικονομίας του 2023, στο Μέρος 39, προνοούν ότι ο αποτυχών διάδικος καταβάλει τα έξοδα του επιτυχόντα διαδίκου και ότι μια τέτοια διαταγή εκδίδεται και σε οποιαδήποτε αίτηση κατά την πορεία της δικαστικής διαδικασίας.

Το δικαστήριο όταν αποφασίζει εάν θα εκδώσει διαταγή για έξοδα και ποια, λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένης της συμπεριφοράς των διαδίκων, η οποία καθορίζεται στο Μέρος 39.2 ότι περιλαμβάνει: (α) συμπεριφορά πριν καθώς και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας και ειδικότερα τον βαθμό στον οποίο οι διάδικοι συμμορφώθηκαν με οποιοδήποτε σχετικό προδικαστηριακό πρωτόκολλο, (β) κατά πόσον ήταν εύλογο για διάδικο να εγείρει, προωθήσει ή αμφισβητήσει συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα, (γ) τον τρόπο με τον οποίο διάδικος έχει προωθήσει ή υπερασπιστεί την υπόθεση του ή συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα, και (δ) κατά πόσον ενάγων ο οποίος έχει πετύχει στην απαίτηση του εν όλω ή εν μέρει, υπερέβαλε ως προς την απαίτηση του.

Απόφαση Εφετείου

Η απόφαση που εξέδωσε το Εφετείο στην Π.Ε.386/19, ημερ.18.3.2025, είχε ως αντικείμενο την έφεση εναντίον της απόφαση πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία εξέδωσε απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον της εναγόμενης για συγκεκριμένο ποσό, αλλά επιδίκασε τα έξοδα της διαδικασίας εναντίον της ενάγουσας και υπέρ της εναγόμενης.

Η ενάγουσα στην έφεση της ισχυριζόταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι παρά την επιτυχία της αγωγής της, τα έξοδα θα έπρεπε να επιδικαστούν εναντίον της με την δικαιολογία ότι το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση της είχε προσφερθεί εξαρχής και δεν το αποδέχθηκε.

Επίσης, υποστήριζε ότι η απόφαση για τα έξοδα ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου το οποίο παρέκκλινε από το γενικό νομολογιακό κανόνα που ορίζει ότι τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα.

Το Εφετείο στην απόφαση του προβαίνει σε ανάλυση της νομολογίας και παραπομπή στη νομοθεσία, κρίνοντας ως επαρκή την αιτιολόγηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου γιατί προέβηκε στην προσβαλλόμενη διαταγή για έξοδα και δεν συμφώνησε με την εισήγηση της εφεσείουσας. Ενώ το ποσό για το οποίο εκδόθηκε η απόφαση της αποστάλθηκε με επιταγή της εφεσίβλητης πριν της καταχώρηση της αγωγής, εν τούτοις δεν το αποδέχθηκε, αφού αξίωνε αποζημιώσεις, δηλώσεις και διατάγματα που απορρίφθηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Κατάληξη Εφετείου

Το ζητούμενο όπως το έθεσε το Εφετείο ήταν κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια όσον αφορά το ζήτημα των εξόδων. Κατέληξε, όπως προκύπτει από τη νομολογία, ότι η δικονομική συμπεριφορά των μερών μπορεί να τους αποστερήσει μέρος ή το σύνολο των εξόδων. Δικαιολογείται απόκλιση από τον κανόνα εφόσον, συντρέχουν ικανοί λόγοι που ανάγονται στην γενεσιουργό αιτία της πρόκλησης των εξόδων της δίκης.

Το αποτέλεσμα της αγωγής δεν δικαίωσε την εφεσείουσα σε σχέση με τις επιδιώξεις της, αντίθετα, δικαίωσε την εφεσίβλητη η οποία υπερασπίστηκε τα δικαιώματα της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η γενεσιουργός αιτία πρόκλησης των εξόδων της δίκης, οφείλεται ουσιαστικά στην πλευρά της εφεσείουσας, η οποία δεν απέδειξε την υπόθεση της εναντίον της εφεσίβλητης στον απαιτούμενο βαθμό και οι αξιώσει της απορρίφθηκαν. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια στο ζήτημα των εξόδων και απέρριψε την έφεση.

*Δικηγόρος στη Λάρνακα