Το ισοζύγιο δυνάμεων στην αγορά εργασίας της Κύπρου έχει αλλοιωθεί άρδην τα τελευταία χρόνια και απειλεί την κοινωνική συνοχή. Η  ενίσχυση της θέσης των εργοδοτών σε βάρος των εργαζομένων, αναπτύχθηκε και εμπεδώθηκε την περίοδο της οικονομικής κρίσης, όπου τα ψηλά ποσοστά ανεργίας ενδυνάμωσαν τη διαπραγματευτική δύναμη τους, ενώ οι εργαζόμενοι έγιναν περισσότερο ευάλωτοι και πιο εκτεθειμένοι στον αθέμιτο ανταγωνισμό και, στο τέλος της ημέρας, σχεδόν πλήρως εξαρτημένοι από τους εργοδότες.

Δέκα και πλέον χρόνια μετά την οικονομική κρίση και με ποσοστά ανεργίας που παραπέμπουν σε συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης (κάτω του 5% τον Δεκέμβριο του 2024), θα ανέμενε κάποιος ότι, εξελικτικά, θα επέρχετο μια ισορροπία στις σχέσεις εργοδοτών – εργαζομένων, που θα περιόριζε τις κοινωνικές και μισθολογικές ανισότητες που έφερε η οικονομική κρίση και τα μέτρα λιτότητας.

Η εξέλιξη όμως των πραγμάτων διέψευσε την πιο πάνω εκτίμηση, με αποτέλεσμα ο παραγόμενος πλούτος να μην  κατανέμεται με δίκαιο τρόπο σε όσους συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, που καταδεικνύουν ότι το μερίδιο των κερδών από το ΑΕΠ, από το 18.1% που ήταν το 2012 να φτάσει στο 29% το 2023, ενώ το μερίδιο το μισθών να παρουσιάζει συνεχή συρρίκνωση και από το 48.3% το 2012 να μειωθεί στο 41.1% το 2023.

Η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η μείωση του ποσοστού εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, ο αθέμιτος ανταγωνισμός και οι στενοί δεσμοί που αναπτύχθηκαν μεταξύ του επιχειρηματικού κόσμου και της Κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια είναι παράγοντες που επιδείνωσαν τη θέση και τους μισθούς των εργαζομένων. Σε μια οικονομία όπου η αδύνατη πλευρά των εργαζομένων έχει υποστεί σημαντικές απώλειες από τη νέα τάξη πραγμάτων, η Κυβέρνηση συνεχίζει να «υποκύπτει» στα λόμπι των εργοδοτών ικανοποιώντας τα αιτήματα τους τα οποία απορρυθμίζουν περαιτέρω την αγορά εργασίας, όπως είναι το νέο πλαίσιο  απασχόλησης εργαζομένων από τρίτες χώρες. Ήδη τα πρώτα σημάδια αυτής της λανθασμένης πολιτικής, η οποία ουσιαστικά υιοθέτησε τις εργοδοτικές θέσεις και εφαρμόστηκε προτού καν ολοκληρωθεί ο διάλογος μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, άρχισαν να διαφαίνονται αφού παρατηρείται το φαινόμενο να παραμένουν στην ανεργία ή και να εκτοπίζονται κύπριοι και κοινοτικοί εργαζόμενοι για να διασφαλιστεί η συνέχιση της απασχόλησης εργαζομένων από τρίτες χώρες.

Την ίδια ώρα, σημαντικά ζητήματα που παραπέμπουν στην ενίσχυση των εργαζομένων και της κοινωνικής συνοχής, όπως η προστασία και επέκταση των συλλογικών συμβάσεων που απορρέει και από ευρωπαϊκή οδηγία, η επαναφορά της ΑΤΑ στην πλήρη και καθολική απόδοση της για όλους τους εργαζομένους, η ουσιαστική αύξηση του εθνικού κατώτατου μισθού στη βάση και της ωριαίας απόδοσης του, η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση και ρύθμιση της αναλογιστικής αναπροσαρμογής του 12% με δίκαιο και καθολικό τρόπο, παραμένουν στη σφαίρα των θεωρητικών δηλώσεων και υποσχέσεων της κυβερνητικής πολιτικής.

Η απαράδεκτη καθυστέρηση στην έναρξη ουσιαστικού κοινωνικού διαλόγου αποτελεί από μόνη της έναν κακό οιωνό για την ομαλή κατάληξη του. Ακόμη περισσότερο ανησυχητικό είναι να παρατηρείται διαφοροποίηση της θέσης της Κυβέρνησης σε σημαντικά ζητήματα που σχετίζονται με την ανάγκη βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων και η ταύτιση της με τη θέση των εργοδοτών. Τρανό παράδειγμα το θέμα της ΑΤΑ και η ανάγκη επαναφοράς της πλήρους απόδοσης της, όπου η Κυβέρνηση υιοθέτησε την άποψη των εργοδοτών που παραπέμπει σε «εκσυγχρονισμό» του συστήματος, αγνοώντας ότι η μεταβατική συμφωνία, για  πλήρη ρύθμιση της ΑΤΑ, δεν μιλά για εκσυγχρονισμό αλλά για ρύθμιση της στη βάση της φιλοσοφίας του θεσμού, και φέρει την υπογραφή της Κυβέρνησης.

Η κραυγή αγωνίας που κατέθεσαν στην πρόσφατη συνάντηση τους με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το σύνολο των συνδικαλιστικών οργανώσεων για την ανάγκη ενίσχυσης του κοινωνικού διαλόγου, αποτυπώνει την αποσύνθεση στην οποία βρίσκεται ο κοινωνικός διάλογος.    

Με δεδομένη την απροθυμία της ισχυρής πλευράς, η οποία είδε τα κέρδη της να απογειώνονται ένεκα της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της αποδυνάμωσης των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια και να «εξυπηρετείται» από τη νέα τάξη πραγμάτων, η τεράστια ευθύνη για την ενίσχυση και αποκατάσταση του επίπεδου του κοινωνικού διαλόγου βαρύνει αποκλειστικά την Κυβέρνηση.  

Σε μια σύγχρονη και ευνομούμενη πολιτεία, ο κοινωνικός διάλογος  δεν αποτυπώνει απλά τη σωστή λειτουργία της Δημοκρατίας αλλά συμβάλλει καθοριστικά και ενισχύει την παραγωγικότητα και την ανάπτυξη, με τελικούς αποδέκτες και τους εργαζόμενους και τους επιχειρηματίες. Εξάλλου, Κυβέρνηση και επιχειρηματικός κόσμος δεν πρέπει να ξεχνούν πως το οικονομικό θαύμα που έγινε στον τόπο μας μετά  την τεράστια καταστροφή που έφερε η τουρκική εισβολή ήταν αποτέλεσμα της σωστής λειτουργίας του κοινωνικού διαλόγου και της αγαστής συνεργασίας όλων των κοινωνικών εταίρων, οι οποίοι συμμετείχαν ισότιμα στη δημιουργία αλλά και στα οφέλη της ανάπτυξης που ακολούθησε.

* Αναπληρωτής Γ.Γ. ΣΕΚ