Την εβδομάδα που πέρασε, η Στατιστική Υπηρεσία ανακοίνωσε τα στοιχεία σε σχέση με το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης για το 2024. Σύμφωνα με αυτά, μέσα σε ένα χρόνο, το πλεόνασμα έχει υπερδιπλασιαστεί.
Ειδικότερα, τα προκαταρκτικά δημοσιονομικά αποτελέσματα που ετοιμάστηκαν από τη Στατιστική Υπηρεσία για την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2024, κατέδειξαν πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης της τάξης του €1,5 δις (4,5% στο ΑΕΠ), σε σύγκριση με πλεόνασμα €631,5 εκ. (2,0% στο ΑΕΠ) για την περίοδο Ιανουαρίου-Δεκεμβρίου 2023.
Παρόλο που το ΑΚΕΛ φαίνεται να διαφωνεί με το στοίβαγμα εσόδων στα δημόσια ταμεία – όπως το αποκαλεί – την ώρα που η κοινωνία γονατίζει από την ακρίβεια, το ψηλό κόστος στέγασης και τα υψηλά επιτόκια, εντούτοις θα πρέπει να πιστώσουμε το Υπουργείο Οικονομικών με μια συνετή διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, καθώς με τα πλεονάσματα μπορείς να ασκήσεις και κοινωνική πολιτική.
Ωστόσο, σε μια δεύτερη ανάγνωση, θα πρέπει να δούμε από πού προήλθαν αυτά τα αυξημένα πλεονάσματα και αν θα πρέπει να υπολογίζουμε σε ανάλογα αποτελέσματα τα επόμενα χρόνια ή ήταν ενδεχομένως και εξαιτίας συγκυριακών καταστάσεων.
Ας αναλύσουμε κάπως τα στοιχεία αυτά:
(α) Τα έσοδα από τη φορολογία στο εισόδημα και τον πλούτο αυξήθηκαν κατά €545,2 εκ. (+16,7%) και ανήλθαν στα €3.810,1 εκ., σε σύγκριση με €3.264,9 εκ. το 2023.
(β) Οι κοινωνικές εισφορές αυξήθηκαν κατά €119,5 εκ. (+2,7%) και ανήλθαν στα €4.500,0 εκ., σε σύγκριση με €4.380,5 εκ. το 2023.
(γ) Οι συνολικοί φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών αυξήθηκαν κατά €244,4 εκ. (+5,5%) και ανήλθαν στα €4.686,8 εκ. σε σύγκριση με €4.442,4 εκ. το 2023, εκ των οποίων τα καθαρά έσοδα του ΦΠΑ (μετά την αφαίρεση των επιστροφών) αυξήθηκαν κατά €166,2 εκ. (+5,6%) και ανήλθαν στα €3.145,0 εκ. σε σύγκριση με €2.978,8 εκ. το 2023.
Τι δείχνουν οι πιο πάνω κουραστικοί, αν μη τι άλλο, αριθμοί; Από τα δυο πρώτα στοιχεία, προκύπτει ότι μια αύξηση της τάξης των 665 εκατ. ευρώ, περίπου, προέρχεται από την αύξηση στη φορολογία του εισοδήματος και του πλούτου, δηλαδή από τη φορολογία σε άτομα και επιχειρήσεις, καθώς και από τις κοινωνικές εισφορές.
Ως εδώ λοιπόν έχουμε αυξήσεις από φόρους και κοινωνικές εισφορές. Από το τρίτο στοιχείο, προκύπτει μια αύξηση της τάξης των €166,2 εκατ. (+5,6%) από τον ΦΠΑ. Μεταφραζόμενο αυτό, σημαίνει αυξήσεις εξαιτίας των τιμών των καυσίμων, κυρίως.
Θα πρέπει όμως να υπολογίζουμε σε συνέχιση αυτών των αυξήσεων και τα επόμενα χρόνια; Όπως μας είχε εξηγήσει προ ημερών ο οικονομολόγος Τάσος Γιασεμίδης, η έλευση αριθμού εταιρειών από το εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, καθώς και η εργοδότηση υπαλλήλων, τόσο από Κύπρο όσο και από εξωτερικό, έχει αυξήσει τόσο τα ποσά που λαμβάνει η Κυβέρνηση σε φορολογία, όσο και σε κοινωνικές εισφορές. Ειδικότερα, πρόκειται για εταιρείες τεχνολογίας, εταιρείες fintech και forex.
Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι θα συνεχίσουν να έρχονται στη χώρα μας τέτοιες εταιρείες και μάλιστα με τον ίδιο ρυθμό, όπως συνέβαινε τα τελευταία χρόνια. Ούτε και βέβαιο είναι ότι θα παραμείνουν στο νησί μας. Και αυτό εξαιτίας της over regulated (υπερβολικά ρυθμιζόμενης) αγοράς, που έχει υιοθετήσει η ΕΕ. Επομένως, ναι, πετύχαμε ένα πλεόνασμα της τάξης του 1,5 δισ., ωστόσο, δεν σημαίνει ότι θα προκύπτουν κάθε χρόνο ανάλογα έσοδα και κατ’ επέκταση ανάλογοι φόροι για να εισπράττει η Κυβέρνηση. Άρα, θα ήταν φρόνιμο να εξευρεθούν και άλλες πηγές προσέλκυσης εσόδων, ώστε αυτός ο ρυθμός, ή έστω ένας ανάλογος ρυθμός αύξησης, να συνεχίσει να υφίσταται.