Το 1967, με τη θέσπιση του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου (Ν. 8/1967), ιδρύθηκε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών (ΔΕΔ), σηματοδοτώντας μια σημαντική τομή στο κυπριακό εργατικό δίκαιο.
Η δημιουργία του ΔΕΔ αποσκοπούσε στην καθιέρωση ενός εξειδικευμένου θεσμού, με αποκλειστική δικαιοδοσία στην επίλυση διαφορών που αφορούν εργασιακά δικαιώματα, όπως η ετήσια άδεια μετ’ απολαβών, η καταβολή αποζημίωσης λόγω παράνομου τερματισμού, αυτοτελείς αξιώσεις που εγείρονται από τη σύμβαση εργασίας και περιλαμβάνουν απαιτήσεις για ετήσιες άδειες, φιλοδώρημα, δέκατο τρίτο μισθό, κ.ο.κ.
Μέσω της λειτουργίας και της δομής του, καθιερώθηκε παράλληλα ένα καινοτόμο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο διασφαλίζει τη δίκαιη, διαφανή και αμερόληπτη επίλυση των εργατικών διαφορών, ενισχύοντας την ασφάλεια δικαίου και τη σταθερότητα των εργασιακών σχέσεων στην Κύπρο.
Συγκεκριμένα, το ΔΕΔ με βάση το Νόμο, πρέπει να απαρτίζεται από τον Πρόεδρο ή Δικαστή, μέλος της Δικαστικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας και δύο Μέλη, τα οποία διορίζονται κατόπιν εισήγησης των εκπροσώπων των εργοδοτών και εργαζομένων, με καθαρά συμβουλευτικό ρόλο προς τον Πρόεδρο. Η θητεία των Μελών είναι διετής, με δικαίωμα ανανέωσης και τα ονόματα αυτών δημοσιεύονται σε σχετικό Πίνακα στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Ανώτατο Δικαστήριο και ακολούθως κοινοποιούνται στον Πρόεδρο.
Η σύσταση του ΔΕΔ αποτελεί ένα σύγχρονο μοντέλο, το οποίο εφαρμόζεται και στη διεθνή πρακτική. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το «Employment Tribunal» έχει παρόμοια διάρθρωση με συμμετοχή δικαστή και μη νομικών μελών που εκπροσωπούν εργοδότες και εργαζομένους. Αντίστοιχα, σε χώρες όπως η Γερμανία με το «Arbeitsgericht» και η Γαλλία με το «Conseil de Prud’hommes» κ.ο.κ. Χώρες δηλαδή στις οποίες η δικαστική διαδικασία ενσωματώνει συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, ενισχύοντας την αίσθηση δικαίου.
Η εγκαθίδρυση του, λοιπόν, μέσω της νομοθεσίας που ρυθμίζει τις ετήσιες άδειες των εργοδοτουμένων, παρά το ότι θα ήταν πιο ορθό να ρυθμίζεται από μία αυτόνομη νομοθεσία, αποδεικνύει την πρόθεση του νομοθέτη να εισαγάγει έναν θεσμό που δεν είναι απλώς αποδοτικός, αλλά και κοινωνικά δίκαιος.
Συνεργατική δικαιοσύνη
Η τριμερής αυτή σύνθεση, εν ολίγοις, αφορά έναν θεσμό που θεμελιώνεται στη συνύπαρξη των βασικών κοινωνικών εταίρων, καθώς η σύστασή του σε τριμελές σχήμα, με την εκπροσώπηση τόσο της εργοδοτικής όσο και της συνδικαλιστικής πλευράς καθώς και της πολιτείας, προσδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στη διαδικασία και αναδεικνύει τη σημασία της ισόρροπης προσέγγισης στις εργατικές διαφορές εξασφαλίζοντας μια σφαιρική κατανόηση των ζητημάτων που τίθενται υπό κρίση.
Για το ΚΕΒΕ και τον επιχειρηματικό κόσμο, το ΔΕΔ αποτελεί σημαντικό εργαλείο διασφάλισης της δικαιοσύνης στις εργασιακές σχέσεις, καθώς ο εργοδότης έχει το βάρος απόδειξης στις εργατικές διαφορές. Οι εργοδότες, λοιπόν, μέσα από τη συμμετοχή των εκπροσώπων τους στο τριμελές σχήμα, αποκτούν τη δυνατότητα να εκφράσουν τη θέση τους και να διασφαλίσουν ότι οι ιδιαιτερότητες και οι προκλήσεις του επιχειρηματικού περιβάλλοντος λαμβάνονται υπόψη. Η ύπαρξη αυτής της δομής αποτρέπει την ασύμμετρη εφαρμογή του νόμου και διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας.
Παράλληλα, η παρουσία των μελών από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις ενισχύει την εποπτεία, την αμεροληψία και την εμπιστοσύνη στη διαδικασία.
Η σημασία του ΔΕΔ, συνεπώς, εκτείνεται πέραν από την απλή απονομή δικαιοσύνης. Ενισχύει τη «συνεργατική δικαιοσύνη» μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, διαφυλάσσει τη σταθερότητα στην αγορά εργασίας και προσφέρει ουσιαστικά οφέλη για την οικονομία. Πρόκειται για έναν θεσμό που συνδυάζει την νομική ακρίβεια με την κοινωνική ευαισθησία, αποτελώντας ένα πρότυπο λειτουργίας που θα μπορούσε να υιοθετηθεί και σε άλλες δικαιοδοσίες.
Το γεγονός ότι τα μέλη διορίζονται για συγκεκριμένες υποθέσεις βάσει ενός προκαθορισμένου πίνακα που καταρτίζεται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο εξασφαλίζει ότι η επιλογή τους είναι αδιάβλητη, ενώ η θητεία τους, αν και περιορισμένη χρονικά, με δικαίωμα ανανέωσης, παρέχει επαρκή εμπειρία και εξειδίκευση. Οι εργοδότες, λοιπόν, μέσω των αντιπροσώπων τους, έχουν τη δυνατότητα να προβάλλουν ουσιώδη επιχειρήματα, δημιουργώντας έτσι ένα περιβάλλον που προωθεί την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία.
Εντούτοις και παρά τα πιο πάνω, η καινοτομία αυτή άλλοτε αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από τα δικαστικά έδρανα, με τη σχετική νομολογία να έχει αναπτύξει τη θεματολογία γύρω από τη σύσταση και τις αρμοδιότητες των μελών του.
Νομιμότητα Απόφασης ΔΕΔπου δεν ήταν υπογεγραμμένη από τα μέλη
Στην έφεση King’s Head Development Co Ltd. (Pioneer Beach Hotel) ν. Παναγιώτη Χριστοδούλου και Άλλων (2001) 1 ΑΑΔ 533, οι εφεσείοντες υποστήριξαν ότι η απόφαση του ΔΕΔ ήταν άκυρη επειδή δεν έφερε τις υπογραφές όλων των μελών. Το Εφετείο απέρριψε τον ισχυρισμό, επισημαίνοντας ότι, βάσει του Κανονισμού 10(1) των Περί Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών Διαδικαστικών Κανονισμών του 1999, αρκεί η υπογραφή του Προέδρου. Συνεπώς, η διαδικασία ήταν σύννομη και η έφεση απορρίφθηκε. Μάλιστα, ειπώθηκε πως ως προς οιοδήποτε νομικό σημείο το οποίο εγείρεται σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, η γνώμη του Προέδρου ή του Προεδρεύοντα Δικαστή είναι δεσμευτική για τα Μέλη του Δικαστηρίου.
Αίτημα έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση απόφασης του ΔΕΔ
Όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, η καινοτομία της λειτουργίας του τριμελούς ΔΕΔ, είναι η ύπαρξη ενός συστήματος που επιτρέπει τη συμμετοχή των εργοδοτών ως διορισμένων μελών του Δικαστηρίου, διασφαλίζοντας, έτσι, τη μεγαλύτερη εκπροσώπηση και κατανόηση των επιχειρηματικών αναγκών και προκλήσεων.
Ωστόσο, στην υπόθεση του Κυπριακού Διυλιστηρίου Πετρελαίου Λτδ (Αρ. 1) (2004) 1 ΑΑΔ 1050, (Αρ. 2) (2004) 1 ΑΑΔ 1358 και (Αρ. 3) (2004) 1 ΑΑΔ 1676, καταδεικνύεται ο αντίκτυπος που μπορεί να έχει η σύνθεση του Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, η υπόθεση αφορούσε την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari προς ακύρωση απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, η οποία απέρριψε ένσταση των αιτητών για εξαίρεση της Προέδρου του Δικαστηρίου από την εκδίκαση υπόθεσης πρώην Γενικού Διευθυντή τους.
Ο Γενικός Διευθυντής της εταιρείας τον ουσιώδη χρόνο της υπόθεσης είχε διατελέσει μέλος του ΔΕΔ, συμμετέχοντας σε υποθέσεις υπό την προεδρία της συγκεκριμένης Προέδρου. Οι αιτητές υποστήριξαν ότι η σχέση αυτή δημιουργούσε εύλογη εντύπωση μεροληψίας. Το ΔΕΔ απέρριψε την ένσταση, κρίνοντας ότι η προηγούμενη συνεργασία δεν συνιστούσε λόγο εξαίρεσης.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, αρχικά λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία, έκρινε ότι το κριτήριο για εξαίρεση δικαστή είναι η ύπαρξη δικαιολογημένης εντύπωσης προκατάληψης «στο νου του μέσου εχέφρονα πολίτη» και ότι οι αιτητές θεμελίωσαν εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Έτσι, έκανε δεκτή την αίτηση και επέτρεψε την καταχώριση αίτησης για έκδοση εντάλματος Certiorari. Εν τέλη, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η απόφαση του ΔΕΔ, που αφορούσε τη μη εξαίρεση της Προέδρου του ΔΕΔ από την εκδίκαση της αίτησης του Γενικού Διευθυντή, ακυρώνεται.
Αναλυτικότερα, σημειώθηκε πως η συμμετοχή της Προέδρου δημιουργούσε τη δικαιολογημένη εντύπωση προκατάληψης υπέρ του Γενικού Διευθυντή, όπως θα εκλαμβανόταν από το «μέσο εχέφρονα πολίτη». Ως αποτέλεσμα, είχε αποφασιστεί πως η υπόθεση θα πρέπει να εκδικαζόταν από άλλο Δικαστή, με την Προεδρεύουσα Δικαστή να απαγορεύεται να συμμετέχει στην εκδίκαση.
Η πραγματικότητα της αγοράς εργασίας
Το ΚΕΒΕ, ως εκπρόσωπος των επιχειρήσεων, αναγνωρίζει τη σημασία της ύπαρξης ενός θεσμού που λειτουργεί όχι μόνο με διαφάνεια, αλλά και με αποτελεσματικότητα. Η συμμετοχή εργοδοτικών εκπροσώπων στο Δικαστήριο διασφαλίζει ότι οι αποφάσεις είναι εναρμονισμένες με την πραγματικότητα της αγοράς.
Εξίσου σημαντική είναι η επίδραση του θεσμού στη διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης, αποτρέποντας μακροχρόνιες συγκρούσεις που θα μπορούσαν να διαταράξουν την οικονομική σταθερότητα. Το τριμερές ΔΕΔ αποτελεί λοιπόν μια από τις πιο καινοτόμες δικαστικές δομές που έχουν υιοθετηθεί στον τομέα της εργασιακής δικαιοσύνης.
* Λειτουργός στο Τμήμα Εργασιακών Σχέσεων, Κοινωνικής Πολιτικής και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού του ΚΕΒΕ