Πρόεδρος Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών

Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην έντυπη ειδική έκδοση «2025: Έτος Προκλήσεων και Ευκαιριών», η οποία περιλαμβάνει σημαντικές επώνυμες απόψεις και κυκλοφόρησε με τον «Φιλελεύθερου» την Κυριακή 12/1. Δείτε εδώ όλα τα άρθρα σε ηλεκτρονική μορφή

Η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι προέβη σε καίριες διαπιστώσεις για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ) και της Κίνας, για τη μείωση του βιοτικού επιπέδου και της παραγωγικότητας, για την έλλειψη πραγματικής ερευνητικής αριστείας και καινοτομίας, για την υπέρμετρη κανονιστική ρύθμιση που λειτουργεί σε βάρος της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων, για τη διόγκωση του κόστους λειτουργίας του δημόσιου συστήματος σε βάρος της ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, αλλά για και την έλλειψη ουσιαστικού επιμερισμού του χρέους μεταξύ των κρατών. Δυστυχώς η έκθεση δεν έχει ακόμα οδηγήσει σε επαναξιολόγηση των αποτυχημένων πολιτικών που οδήγησαν στην πολυετή οικονομική κρίση ή σε αναθεώρηση του μοντέλου ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της ΕΕ.

Το μήνυμα των προέδρων ΕΑ

Σε μήνυμα των προέδρων των Εθνικών Ακαδημιών της ΕΕ, το οποίο συνυπέγραψα πριν λίγους μήνες ως Πρόεδρος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών, τονίζαμε ότι συνιστά μείζονα πρόκληση η διασφάλιση ηγετικής θέσης της ΕΕ στην έρευνα και στην καινοτομία, η επένδυση στην επιστήμη και στην εκπαίδευση, και η αξιοποίηση της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης στην άσκηση πολιτικής. Χωρίς επένδυση στην έρευνα και στην καινοτομία είναι αδύνατον να υπάρξει ανταγωνιστικότητα στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης και κατ’ επέκταση περιορίζεται η δυνατότητα ευημερίας των πολιτών.

Η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται πολύ κάτω από τον ελάχιστο στόχο επένδυσης στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Αν και κυπριακοί φορείς έχουν εξασφαλίσει ευρωπαϊκή χρηματοδότηση σε ποσοστό αρκετά υψηλό συγκριτικά προς τον πληθυσμό, η επένδυση στην έρευνα και στην καινοτομία από το ίδιο το κυπριακό Κράτος βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Ακόμα περισσότερο υπάρχει μια απροθυμία συνετής αξιοποίησης των επιστημονικών δεδομένων στη διαμόρφωση πολιτικών, για την αντιμετώπιση των πολύπλοκων προκλήσεων. Οι προκλήσεις όμως που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνίες σήμερα είναι τόσο πολύπλοκες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά χωρίς την επιστήμη και χωρίς έναν αξιόπιστο διάλογο μεταξύ της επιστήμης, της πολιτικής, της κοινωνίας των πολιτών και των οικονομικών φορέων.

Η ίδρυση πανεπιστημίων στην Κύπρο αποτέλεσε την εκπλήρωση ενός ουσιαστικού στόχου για τη μετεξέλιξη της κυπριακής κοινωνίας. Οι προσδοκίες όμως δεν έχουν ακόμα επαληθευθεί στον αναγκαίο βαθμό. Τα αίτια είναι πολυποίκιλα. Πρωτίστως όμως οφείλονται στο γεγονός ότι τα πανεπιστήμια εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως συνέχιση του σχολείου με βασικό στόχο την παροχή ενός ακαδημαϊκού τίτλου στον φοιτητή ώστε αυτός να αποκατασταθεί επαγγελματικά (μια από τις πλέον σημαντικές λειτουργίες ενός πανεπιστημίου, αλλά πάντως όχι η μόνη), αντί ως ερευνητικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κέντρα. Η αύξηση των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και το υψηλό μορφωτικό επίπεδο από μόνο του δεν επαρκεί για να συμβάλει στην κοινωνική πρόοδο. Ούτε και η αύξηση του αριθμού των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων οδηγεί αυτόματα σε μετατροπή της Κυπριακής Δημοκρατίας σε διεθνές κέντρο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Ενώπιον κορυφαίας πρόκλησης

Βρισκόμαστε επομένως ενώπιον μας κορυφαίας πρόκλησης: τη διαμόρφωση ενός οικοσυστήματος που να προωθεί την έρευνα και την καινοτομία, κατά τρόπο που να μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη, αύξηση των θέσεων εργασίας, εργασιακή σταθερότητα και ακαδημαϊκή ελευθερία. Η Κυπριακή Δημοκρατία χρειάζεται την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών ώστε να ευνοηθεί οικονομικά και κοινωνικά, όμως οι νέοι ερευνητές βρίσκονται αντιμέτωποι με εργασιακή ανασφάλεια και ανεπαρκή χρηματοδότηση και η κρατική επένδυση στην ερευνητική ανάπτυξη παραμένει περιορισμένη. Η πραγματική – και όχι λεκτική – προώθηση μιας κουλτούρας καινοτομίας μπορεί να μετασχηματίσει την κοινωνία και να διασφαλίσει την αναγκαία ανταγωνιστικότητα στην κυπριακή οικονομία.

Οι προκλήσεις είναι επομένως σε δύο επίπεδα, τόσο στο επίπεδο της ίδιας της Κυπριακής Δημοκρατίας, όσο και στο επίπεδο της ΕΕ στην οποία η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να συμμετέχει ως ισότιμο μέλος. Δεν μπορούμε να παραμείνουμε ανταγωνιστικοί και να διασφαλίσουμε το μέλλον της νέας γενιάς, χωρίς ουσιαστική επένδυση στην επιστημονική αριστεία.