Δεν ήταν λίγες οι φορές που η Κύπρος βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα από διεθνή μέσα ενημέρωσης για ξέπλυμα χρήματος αλλά και για το ότι αποτελεί ή αποτελούσε φορολογικό παράδεισο για φοροφυγάδες.
Σε μια προσπάθεια η χώρα να ανατρέψει την κακή εικόνα και για να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρχισε να συμμορφώνεται με τις διάφορες ευρωπαϊκές οδηγίες, ωστόσο με μεγάλη καθυστέρηση.
Το ίδιο έγινε και για το Μητρώο των Πραγματικών Δικαιούχων, γνωστό διεθνώς ως UBO (Ultimate Beneficial Owner), η δημιουργία του οποίου αποτελεί απαίτηση της 4ης και 5ης Οδηγίας κατά της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες του Ευρωπαϊκού Συμβούλιο. Το Μητρώο έχει ως στόχο την πρόληψη και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, μέσω της ενισχυμένης διαφάνειας των πληροφοριών.
Μέσω του Μητρώου, κανένας δεν μπορεί πλέον να κρυφτεί, καθώς καταργούνται οι εταιρείες φαντάσματα. Παράλληλα, με το Μητρώο φαίνεται ξεκάθαρα ποιος κρύβεται πίσω από τις εταιρείες, καθώς ο Πραγματικός Δικαιούχος είναι το φυσικό πρόσωπο ή τα πρόσωπα στα οποία καταλήγει η ιδιοκτησιακή δομή της εταιρείας.
Το τελικό ηλεκτρονικό σύστημα τέθηκε σε εφαρμογή στις 14 Νοεμβρίου και ήρθε να αντικαταστήσει την ενδιάμεση πλατφόρμα, η οποία λειτουργούσε από τις 12 Μαρτίου του 2021. Οι οντότητες είχαν την υποχρέωση να υποβάλουν τα σχετικά στοιχεία στο τελικό σύστημα μέχρι το τέλος του 2023 και για όσες από αυτές δεν συμμορφώθηκαν (και για όσες δεν πήραν παράταση μέχρι 29/2/24, που ήταν η συντριπτική πλειοψηφία) άρχισε η επιβολή προστίμων, τα οποία ξεπέρασαν τα €2 εκατ. Γεγονός που προκάλεσε τις έντονες αντιδράσεις των φορέων στον τομέα των υπηρεσιών, οι οποίοι κατάφεραν να εξασφαλίσουν παράταση στην υποβολή των στοιχείων μέχρι το τέλος Μαρτίου, ενώ σε εκκρεμότητα εξακολουθεί να βρίσκεται η επιστροφή προστίμων, αναμένοντας τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας. Πάντως, όσο το θέμα συζητείτο στην Κύπρο, άλλο τόσο συζητείτο και στο εξωτερικό, καθώς και πάλι η Κομισιόν έχει βάλει στο μικροσκόπιο της τη Δημοκρατία.
Όπως γνωρίζουμε, ήδη Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ζήτησαν εξηγήσεις. Μάλιστα, δεν ήταν η πρώτη φορά που η χώρα δέχθηκε κατσάδα από την ΕΕ, αφού τον περασμένο Ιούλιο η Επιτροπή έχει προχωρήσει σε υποδείξεις. Συγκεκριμένα, η Κύπρος είχε κοινοποιήσει την πλήρη μεταφορά της Οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, αλλά η Επιτροπή εντόπισε αρκετές περιπτώσεις πλημμελούς μεταφοράς, οι οποίες αφορούσαν κυρίως τη λειτουργία του εθνικού μητρώου πραγματικών δικαιούχων.
Σύμφωνα με τις διαπιστώσεις της ΕΕ, η Κύπρος ανέστειλε την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση που συμπεριλαμβάνονται εσφαλμένες πληροφορίες, δεν κοινοποίησε μέτρα επιβολής που να εγγυώνται την πληρότητα του μητρώου και δεν έχει ακόμη καταρτίσει μητρώο πραγματικών δικαιούχων εταιρειών. Η ΕΕ ήταν ένα βήμα πριν αποστείλει στη Δημοκρατία την αιτιολογημένη γνώμη (το δεύτερο στάδιο της διαδικασίας επί παραβάσει). Αξίζει να σημειωθεί πως την ΕΕ δεν ικανοποιούσε η ενδιάμεση πλατφόρμα που λειτούργησε άρον- άρον, για να φανεί πως η Κύπρος άρχισε να συμμορφώνεται στις συστάσεις που τις γίνονταν. Προ ημερών, όταν συζητείτο το θέμα στη Βουλή, εμμέσως υπήρξε παραδοχή από αρμοδίους πως όντως η ενδιάμεση λύση έγινε απλά και μόνο για να γλιτώσουμε το ευρωπαϊκό πρόστιμο.
Το πιο εξωφρενικό δε, είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των στοιχείων που είχαν καταχωρίσει οι εταιρείες στην ενδιάμεση πλατφόρμα δεν μπορούσαν να μεταφερθούν αυτόματα στο νέο ηλεκτρονικό σύστημα. Με αφορμή τη συγκεκριμένη υπόθεση, ήρθε δηλαδή στο φως πως για άλλη μια φορά η Δημοκρατία προσπάθησε να ξεγελάσει τους Ευρωπαίους, μέσω της λειτουργίας της ενδιάμεσης πλατφόρμας, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε μια μπαλωματική και ανεπαρκή λύση. Επιπρόσθετα, διαφάνηκε πως κάποιοι επιθυμούν να παραμένουν στο απυρόβλητο και να συνεχίσουν να παρανομούν, χωρίς να υπόκεινται σε κυρώσεις.
Θα πρέπει κάποιοι να κατανοήσουν πως οι Ευρωπαίοι μάς κατάλαβαν, καθώς δεν είναι η πρώτη φορά που προσπαθήσαμε να την ξεγελάσουμε λόγω της μη ουσιαστικής συμμόρφωσης με ευρωπαϊκές Οδηγίες. Είναι καιρός τόσο το Κράτος όσο και οι ιδιωτικός τομέας να συμπεριφέρονται ως Ευρωπαίοι, αν θέλουμε να θεωρούμαστε ευρωπαϊκό κράτος.