Το άνοιγμα κοινού λογαριασμού στο όνομα περισσότερων από ένα προσώπων αποτελεί συχνή τραπεζική πρακτική, που παρέχει το δικαίωμα σε οποιοδήποτε από τους δικαιούχους να ζητήσει να λάβει το ποσό και την αντίστοιχη υποχρέωση στην τράπεζα να το καταβάλει, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ των δικαιούχων.
Η τράπεζα οφείλει, εφόσον της ζητηθεί, να ενεργήσει στα πλαίσια της εντολής και της συμφωνίας για το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού και να παραμείνει αμέτοχη μακριά από τυχόν διαφορές που ενδεχόμενα έχουν προκύψει μεταξύ των πελατών της και δικαιούχων του λογαριασμού. Άρνηση της τράπεζας να καταβάλει τα χρήματα στο δικαιούχο που τα ζήτησε, την αφήνει εκτεθειμένη και υπόλογη σε βαθμό που δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα στο δικαιούχο να αξιώσει το ποσό δικαστικά.
Συνήθως, τέτοια θέματα δημιουργούνται μεταξύ συζύγων που ενδεχόμενα χωρίζουν και ένας από αυτούς καταφεύγει στην τράπεζα για να εισπράξει το ποσό από τον κοινό λογαριασμό, θεωρώντας ότι το δικαιούται. Το γεγονός της προέλευσης των χρημάτων, αν προέρχονται από κοινές αποταμιεύσεις ή πώληση περιουσίας του ενός ή και των δύο συζύγων ή από άλλη αιτία, δεν θα πρέπει να απασχολήσει την τράπεζα, η οποία οφείλει να ενεργήσει στη βάση της συμφωνίας ανοίγματος του λογαριασμού. Η όποια διαφορά μεταξύ των δικαιούχων θα πρέπει να επιλυθεί από αυτούς προσωπικά ή δικαστικά ή οσάκις αφορά συζύγους στα πλαίσια της επίλυσης των περιουσιακών τους σχέσεων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στις Π.Ε.41 & 76/2011, ημερ.30.6.2017, ασχολήθηκε με το ανωτέρω θέμα που ενέπλεκε τραπεζικό ίδρυμα, το οποίο, ενώ κατέβαλε τα χρήματα από τον κοινό λογαριασμό δικαιούχων συζύγων στον ένα από αυτούς, το σύζυγο, η τράπεζα στη συνέχεια μετά από παραστάσεις της συζύγου, μονομερώς άνοιξε ξανά κοινό λογαριασμό στο όνομα τους και μετέφερε το ποσό στον κοινό αυτό λογαριασμό χωρίς τη έγκριση του συζύγου. Ο τελευταίος, με αγωγή του εναντίον της τράπεζας, αξίωσε την καταβολή του ποσού της κατάθεσης πλέον τόκους και έξοδα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο αποδέχθηκε την απαίτηση του και διέταξε την τράπεζα να του αποδώσει το ποσό με τους προβλεπόμενους τόκους και έξοδα. Συναφώς έκρινε ότι η τράπεζα δεν διέπραξε οποιοδήποτε λάθος όταν κατέβαλε τα χρήματα από τον κοινό λογαριασμό στο σύζυγο και το οποίο να έπρεπε να διορθώσει. Ο κοινός λογαριασμός μπορούσε να κινηθεί με τις οδηγίες μόνο του ενός από τα πρόσωπα που υπέγραψαν τη σχετική εντολή.
Η τράπεζα, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, όφειλε να ενεργήσει βάση των όρων εντολής που συμφώνησε με τους πελάτες της κατά το άνοιγμα του λογαριασμού και ότι είχε υποχρέωση να αποπληρώσει το ποσό της προηγούμενης κατάθεσης στο πρόσωπο το οποίο το κατέθεσε ή προς όφελος του οποίου κατατέθηκε.
Όφειλε να δεχθεί τις οδηγίες του συζύγου με βάση τους όρους εντολής που συμφωνήθηκαν κατά το άνοιγμα του κοινού λογαριασμού και διέταξε την τράπεζα να του αποδώσει το ποσό που του μετέφερε από το λογαριασμό του στο νέο κοινό λογαριασμό. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης τόνισε ότι η σύζυγος δεν διατηρεί το δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι έχει συνεισφέρει στην απόκτηση του ποσού. Το θέμα αυτό θα αποφασιστεί από το Οικογενειακό Δικαστήριο που είναι αποκλειστικά αρμόδιο να αποφανθεί για τα περιουσιακά δικαιώματα των συζύγων.
Ενόψει του ότι υπήρχε σε ισχύ διάταγμα του Οικογενειακού Δικαστηρίου που απαγόρευε στο σύζυγο να εισπράξει οποιοδήποτε ποσό από το υπόλοιπο της κατάθεσης, τα όποια δικαιώματα της συζύγου επί του ποσού που θα επιδικαζόταν στο σύζυγο δεν επηρεάζονταν.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπάρχει λόγος επέμβασης του, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι η συμφωνία της τράπεζας και των συζύγων αναφορικά με την εμπρόθεσμη κατάθεση, ήταν ότι οποιοσδήποτε από τους δικαιούχους μπορούσε να κινήσει το λογαριασμό και να αποσύρει τα χρήματα.
Επομένως, πρόσθεσε, η εντολή του συζύγου για απόσυρση των χρημάτων από τον προηγούμενο κοινό λογαριασμό και η κατάθεση του σε λογαριασμό στον οποίο μοναδικός δικαιούχος ήταν ο σύζυγος, ήταν νόμιμη και σύμφωνη με τα συμφωνηθέντα και συνεπώς η άρνηση της τράπεζας να υπακούσει μόνο στην εντολή του συζύγου και να του αποδώσει τα χρήματα της νέας κατάθεσης ήταν κατά παράβαση της μεταξύ τους συμφωνίας, για αυτό και απέρριψε τις εφέσεις.
Δικηγόρος στη Λάρνακα