Συγκλονιστική είναι η μαρτυρία της Εύης Τσάπαρης. Μια επιβάτισσας στο τρίτο βαγόνι της μοιραίας αμαξοστοιχίας, η οποία επέζησε από το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. «Καιγόταν ο οισοφάγος μου, είχε πρηστεί η γλώσσα μου», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Τη νύχτα της μετωπικής σύγκρουσης βρισκόταν στο τρίτο βαγόνι της επιβατικής αμαξοστοιχίας. Ηταν 28 χρόνων και γλίτωσε με εγκαύματα, εκδορές και ράμματα στην πλάτη. Ουλές και σημάδια που φέρει μέχρι σήμερα, δύο χρόνια μετά, μαζί με το ψυχικό τραύμα που παραμένει ανοιχτό. Στις 26 Ιανουαρίου συμμετείχε στην πορεία που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. «Είμαι πολύ περήφανη που ο κόσμος συσπειρώνεται για να αλλάξει κάτι σε αυτή τη χώρα», μας λέει η Εύη Τσάπαρη. Αύριο δεν θα κατέβει στην κινητοποίηση που έχει προγραμματιστεί στην πόλη. Θα βρεθεί, μαζί με άλλους επιζήσαντες και συγγενείς θυμάτων, στο μνημόσυνο των δύο χρόνων, στο σημείο της τραγωδίας. «Είναι κάτι που έχω ανάγκη. Αλλά η σκέψη μου θα είναι με τους ανθρώπους που στηρίζουν τον αγώνα μας».

Σήμερα η Εύη περιγράφει εκείνο το ταξίδι της επιστροφής από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη: «Ημουν μαζί με έναν φίλο μου, τον Νίκο. Το ταξίδι ήταν περίεργο γενικά. Κάναμε πάρα πολλές στάσεις, ορισμένες κράτησαν ακόμη και μισή ώρα. Οταν ρωτήσαμε τους υπεύθυνους τον λόγο, μας είπαν “υπάρχει μονοδρόμηση και πρέπει να περάσει ένα άλλο τρένο για να συνεχίσουμε την πορεία μας”. Θυμάμαι πως παίζαμε ένα παιχνίδι στο κινητό γιατί γενικότερα στο τρένο δεν έχει σήμα και δεν μπορούσα να επικοινωνήσω με τη μαμά μου για να της πω ότι θα αργήσουμε, για να μην ανησυχεί».

Οι επιβάτες, λίγα λεπτά μετά τη Λάρισα, ένιωσαν δύο φρεναρίσματα και μέσα σε δευτερόλεπτα το τρίτο βαγόνι εκτροχιάστηκε. «Εσπασαν τα παράθυρα, έσβησαν τα φώτα και άρχισε ο κόσμος να ουρλιάζει. Οταν άνοιξα τα μάτια μου κοίταξα να δω αν ο Νίκος ήταν καλά και εγώ δεν μπορούσα να κουνηθώ. Αντιλήφθηκα ότι το χέρι μου είχε σφηνώσει στο μπροστινό κάθισμα και δεν μπορούσα να φύγω».

Το τρίτο βαγόνι δεν έπιασε φωτιά. «Οταν ο φίλος μου κατάφερε να πηδήξει, μου είπε “έχει φωτιά, πήδα”». Αφού απεγκλωβίστηκε, πάτησε σε άμορφες μάζες από σίδερα και συντρίμμια και κινήθηκε προς τις ράγες μαζί με άλλους επιβάτες, γυναίκες με μωρά, τραυματισμένους ανθρώπους. Οσα βίωσε και αντίκρισε εκείνη τη νύχτα καθόρισαν έκτοτε την καθημερινότητά της. «Το μυαλό μας δεν μπορούσε να συλλάβει ότι 50 μέτρα μακριά μας άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί. Εκείνη τη στιγμή ο εγκέφαλος δεν αφήνει πολλά περιθώρια για να καταλάβεις ότι κάτι εγκληματικό συμβαίνει δίπλα σου» λέει.

Ο πόνος

«Εγώ αιμορραγούσα από την πλάτη, δεν το είχα καταλάβει. Νόμιζα ότι έπεσα σε νερά και ένιωθα βρεγμένη, έβαλα το χέρι μου και γέμισε αίματα. Μέχρι σήμερα δεν ξέρω πώς χτύπησα, εικάζω από τα τζάμια που έσπασαν». Ακούστηκαν οι πρώτες σειρήνες και όταν η Εύη μπήκε στο ασθενοφόρο, ο άνθρωπος του ΕΚΑΒ της είπε «έχεις σφαχτεί, αλλά δεν μπορώ να σε βοηθήσω. Κάτω έχω ακρωτηριασμένους». Από το νοσοκομείο πήρε εξιτήριο ύστερα από τρεις μέρες.

«Στην αρχή αυτό που προσπάθησα να διαχειριστώ ήταν ο σωματικός πόνος, τον ψυχικό τον άφησα για λίγο στην άκρη…» θυμάται. «Δεν έχω ξαναπονέσει έτσι, δεν μπορούσα να σηκωθώ από το κρεβάτι. Είχα εγκαύματα, μελανιές, ράμματα στην πλάτη, πονούσα παντού, έβαζα τα κλάματα με μια απλή κίνηση» θυμάται. Τη ρωτάμε για τα εγκαύματα που φέρει και αν έχουν επουλωθεί. «Κάηκαν ακόμη και τα μαλλιά μου παρόλο που δεν βρέθηκα κοντά στη φωτιά. Είχα εγκαύματα που με παραξενεύουν μέχρι και τώρα. Εκείνο το βράδυ μυρίζαμε κάτι που δεν ήταν απλά φωτιά. Καιγόταν ο οισοφάγος μου, είχε πρηστεί η γλώσσα μου. Το έγκαυμα στο μπράτσο μου ακόμη δεν έχει επουλωθεί πλήρως. Αιμορραγούσε, έκανε να κλείσει έναν μήνα και διαπέρασε όλες τις στιβάδες του δέρματός μου», λέει για να συμπληρώσει: «Ακούω βερεσέ αυτά που μας λένε δύο χρόνια τώρα ότι δεν υπήρξε τίποτα εύφλεκτο στο τρένο».

Το τραύμα

Μέχρι σήμερα δεν έχει μπει ξανά στο τρένο. «Ούτε και πρόκειται. Στην Ελλάδα, ποτέ. Ακόμη και στο αστικό, για να πάω στη δουλειά μου, μπαίνω με επιφύλαξη» τονίζει. Η Εύη δέχθηκε ψυχολογική υποστήριξη και παρακολούθησε ομαδικές συνεδρίες για μετατραυματικό στρες μαζί με άλλους επιζήσαντες στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. Ηταν πρωτοβουλία, όπως έμαθε, του διευθυντή του νοσοκομείου. «Βοήθησε πάρα πολύ γιατί το να συζητάς με τους ανθρώπους που ήταν εκεί, η οπτική τους, σε βοηθά να αντιμετωπίσεις και τους δικούς σου δαίμονες. Διήρκεσε ένα εξάμηνο και για μένα ήταν μεγάλη βοήθεια». Σήμερα χαρακτηρίζει τους άλλους επιζήσαντες «δεύτερη οικογένεια»: «Θα μιλήσουμε κάθε μέρα και στηρίζουμε ο ένας τον άλλο. Θα βγούμε για καφέ με αυτά τα παιδιά και θα πούμε πώς νιώθουμε. Είμαστε απογοητευμένοι, θυμωμένοι, όλοι μας. Και ταυτόχρονα προσπαθούμε να ακουστούμε μπας και αλλάξει κάτι σε αυτή τη χώρα».

Η Εύη κατέθεσε αυτοβούλως στον ανακριτή, έπειτα από αίτημα που έκανε η ίδια μέσω gov.gr, αφού μέχρι σήμερα δεν έχουν κληθεί οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες από τις δικαστικές αρχές. Η ίδια, μας λέει, δεν έχει εμπιστοσύνη γενικά στους θεσμούς: «Η Δικαιοσύνη δεν είναι τόσο αμερόληπτη όσο θα έπρεπε. Δεν περίμενα το δυστύχημα για να το καταλάβω αυτό, το έχει δείξει πολλές φορές. Η αίσθηση αυτή υπήρχε μέσα μου, αλλά μετά το δυστύχημα γιγαντώθηκε».

«Δολοφονία χαρακτήρα»

Πώς νιώθει με το κλίμα που έχει διαμορφωθεί τον τελευταίο καιρό από την κυβέρνηση, με λεκτικές επιθέσεις σε βάρος συγγενών για να υποβαθμίσουν το έγκλημα στα Τέμπη, ενόψει της επετείου; «Δεν ξέρω πώς μπορεί να υπάρχει αυτή η ειρωνεία και αναλγησία από τους κυβερνώντες. Την αγαπώ τη χώρα μου, αλλά με κάνει και ντρέπομαι παράλληλα. Οχι απλά είναι απέναντί μας, μας χτυπάνε κιόλας. Μας πυροβολούν με τα λόγια τους. Εκείνο το βράδυ κοντέψαμε να χάσουμε τη ζωή μας, κάποιοι την έχασαν και σήμερα, δύο χρόνια μετά, μας ισοπεδώνουν ψυχικά, κάνουν δολοφονία χαρακτήρα. Βλέπεις ότι το κράτος δεν σε προστατεύει. Δεν ξέρεις από τι θα φύγεις. Από φωτιά; Πλημμύρα; Από τρένο, από τους άθλιους δρόμους, από τη φτώχεια;». Το πρόβλημα με τα Τέμπη, υπογραμμίζει, ήταν η διαφθορά: «Ο,τι λάθος και αν έκανε ο σταθμάρχης, αν υπήρχαν οι δικλίδες ασφαλείας, θα το είχαμε αποφύγει».

efsyn.gr