Την ποινή φυλάκισης που είχε επιβληθεί σε ιερέα στην Ελλάδα για σεξουαλική παρενόχληση και άσεμνη επίθεση γυναίκας κατά τη διάρκεια εξομολόγησής της, επικύρωσε ο Άρειος Πάγος.
Το περιστατικό σημειώθηκε στην Ανατολική Μακεδονία, με τον ιερέα να καταδικάζεται για την αξιόποινη πράξη της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων μηνών με τριετή αναστολή.
Μετά την καταδίκη του, προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας την ακύρωση της απόφασης, ισχυριζόμενος ότι στερείται της απαιτούμενης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα και την ποινική νομοθεσία.
Σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση, το περιστατικό συνέβη τον Σεπτέμβριο του 2020, «σε ένα μικρό εκκλησάκι στον προαύλιο χώρο του Ιερού Ναού, που χρησιμοποιούσε ως χώρο εξομολογήσεων». Η σεξουαλική παρενόχληση σημειώθηκε τόσο στη διάρκεια της εξομολόγησης όσο με την απομάκρυνση της γυναίκας, προσβάλλοντας έτσι βάναυσα την αξιοπρέπεια της στη σφαίρα της γενετήσιας ζωής.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου, ο ιερέας, ενώ αρχικά αρνούνταν οποιαδήποτε σωματική επαφή με την εγκαλούσα κατά την προανακριτική διαδικασία, στη συνέχεια, τόσο στο πρωτοβάθμιο όσο και στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ομολόγησε ότι την ακούμπησε το στήθος.
Οι δικαστές τόνισαν ότι οι πράξεις του ήταν ιδιαιτέρως προκλητικές και προσέβαλαν βάναυσα την αξιοπρέπεια της παθούσας, δεδομένου του τρόπου και των συνθηκών υπό τις οποίες τελέστηκαν – δηλαδή, κατά τη διάρκεια εξομολόγησης, σε συνθήκες μυστικότητας, εκμεταλλευόμενος τη φύση της ιεράς εξομολόγησης.
Παράλληλα, το δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του ιερέα ότι η πιστή «δεν αντιλήφθηκε την πράξη του ως προσβολή και μάλιστα βάναυση της αξιοπρέπειάς της στη γενετήσια ζωή, καθώς δεν επέδειξε κάποια αντίδραση».
Το δικαστήριο έκρινε τον ισχυρισμό αυτό αβάσιμο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η εξομολογούμενη κατέθεσε πως, εξαιτίας των πράξεων του κατηγορούμενου και των συνθηκών υπό τις οποίες διαδραματίστηκαν (σε παρεκκλήσιο, κατά τη διάρκεια εξομολόγησης), υπέστη σοκ και αισθάνθηκε τρόμο, αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι «πάγωσε», συναισθήματα που συνιστούν, πέραν πάσης αμφιβολίας, μια δυσάρεστη ψυχική αντίδραση.
Σε άλλο σημείο της δικαστικής απόφασης, επισημαίνεται ότι το γεγονός πως πλήθος κόσμου παρευρέθηκε στη δίκη για να συμπαρασταθεί ηθικά στον κατηγορούμενο, δεν αναιρεί την κρίση του δικαστηρίου για την τέλεση των πράξεων του εις βάρος της εξομολογούμενης.
Επιπλέον, αναφέρεται ότι κατά την απολογία του στο ακροατήριο, αν και δεν παραδέχθηκε την πράξη του στο σύνολό της, διαφοροποίησε προηγούμενους ισχυρισμούς του, αποδεχόμενος για πρώτη φορά ότι άγγιξε το στήθος της εξομολογούμενης.
Με βάση τα παραπάνω, τα δικαστήρια πρώτου και δεύτερου βαθμού κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι «δεν αποδείχθηκε πως ο ιερέας χρησιμοποίησε λόγια σεξουαλικού περιεχομένου ούτε ότι την άγγιξε επανειλημμένα πολύ κοντά στα γεννητικά της όργανα».
Ωστόσο, κρίθηκε ένοχος, με αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παράγραφος 2α του Ποινικού Κώδικα, καθώς «συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του».
Το Ε΄ Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του ιερέα ως αβάσιμους, καταλήγοντας ότι η καταδικαστική απόφαση είχε την απαιτούμενη από το Σύνταγμα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η απόφαση «εκθέτει με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, και χωρίς επιλεκτική εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας».
Τέλος, ο Άρειος Πάγος καταδίκασε τον ιερέα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων, που ανέρχονται σε 250 ευρώ.