Το αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα και μια σειρά από νέα γεωπολιτικά δεδομένα καθιστούν αναγκαία την αναθεώρηση των Συνθηκών της ΕΕ, προκειμένου η τελευταία να μπορέσει να ανταποκριθεί στις τρέχουσες πολυσύνθετες εξελίξεις του διεθνούς περιβάλλοντος, ανέφερε σε συνέντευξή της στον «Φ», η Δρ Φωτεινή Ασδεράκη, Καθηγήτρια Θεωρίας Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης και Ευρωπαϊκής Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Πειραιώς και εκλεγμένη Πρόεδρος της Διδακτορικής Σχολής του Ευρωπαϊκού Κολλεγίου Ασφάλειας και Άμυνας.
Yποστήριξε ότι προκειμένου να διασφαλιστούν όσα έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα στην ΕΕ, αλλά και για να γίνουν περισσότερα, πρέπει το σύστημα διακυβέρνησης της ευρωπαϊκής συνεργασίας να είναι αποτελεσματικό κι ευέλικτο, ώστε να μην καθυστερεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες και την ίδια ώρα να διαθέτει δημοκρατική νομιμοποίηση.
Aναλύοντας τις προτάσεις, που έχουν κατατεθεί από το Ευρωκοινοβούλιο, σχολίασε ότι η αναθεώρηση επιδιώκει να διευθετήσει «τα του οίκου», να δώσει αποτελεσματικές απαντήσεις στις κρίσεις και στις προκλήσεις και να ενισχύσει τη διεθνή παρουσία της ΕΕ. Σημείωσε ακόμη ότι είναι σημαντικό το γεγονός ότι θέτει στο επίκεντρο την Αμυντική Ένωση, η οποία μπορεί να πάρει διακυβερνητική μορφή, με μία δύναμη ταχείας επέμβασης στην περίπτωση κρίσης.
Κληθείσα να σχολιάσει ειδικότερα την πρόταση για κατάργηση της λήψης απόφασης με ομοφωνία, η Δρ Ασδεράκη ανέφερε ότι η γενίκευση της ειδικής πλειοψηφίας ενδέχεται να έχει αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιχειρεί να λύσει, δημιουργώντας μπλοκ χωρών κι επομένως μεγαλύτερες και σοβαρότερες διαιρέσεις. Ενδέχεται, επίσης, όπως εξήγησε, να οδηγήσει σε διαφοροποιημένη ολοκλήρωση, δηλαδή σε κέντρο και περιφέρειες, όπως επίσης και να ενταθούν οι ρήτρες εξαίρεσης.

-Μετά από σειρά άτυπων συζητήσεων γύρω από την τροποποίηση των συνθηκών της ΕΕ, η Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου άναψε πράσινο, με την κατάληξη των διεργασιών να κρίνεται πλέον από τη στάση των κρατών μελών.
-Πώς σχολιάζετε το ζήτημα; Είναι αναγκαία η αναθεώρηση των Συνθηκών και αν ναι, γιατί;
-Η αναθεώρηση των Συνθηκών είναι αναγκαία, προκειμένου να ανταποκριθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση στο αναδυόμενο πολυπολικό σύστημα και στα νέα γεωπολιτικά δεδομένα, που προκύπτουν από τον πόλεμο στην Ουκρανία, τους πολέμους στην ευρύτερη γειτονιά της, την εξασθένιση του πολυμερούς συστήματος και να είναι σε θέση να αντιμετωπίσει μια σειρά κρίσεων που τείνουν να γίνουν η νέα κανονικότητα, καθώς διαδέχονται η μία την άλλη. Πρέπει επίσης να απαντήσει σε προκλήσεις που προέρχονται από την αλματώδη εξέλιξη της τεχνολογίας και την κλιματική αλλαγή. Τέλος, να λάβουμε υπόψη και μια επικείμενη διεύρυνση, πιθανότερα, με τα Δυτικά Βαλκάνια ή μέρος αυτών έως το 2030.
Η ΕΕ αποτελεί ένα μοναδικό σύστημα διαχείρισης των διαφορών και των κρίσεων, οι οποίες στο παρελθόν αποτελούσαν αιτίες πολέμου μεταξύ των Ευρωπαϊκών κρατών και ταυτόχρονα υπόσχεται να διασφαλίσει την ευημερία και την ασφάλεια των πολιτών με σεβασμό στη δημοκρατία, στα ανθρώπινα δικαιώματα και στο κράτος δικαίου.
O «ευρωπαϊκός τρόπος ζωής», παρόλο που αντιμετωπίζεται ειρωνικά από τους λαϊκιστές, αποτελεί πόλο έλξης για εκατομμύρια ανθρώπους που διακινδυνεύουν τη ζωή τους για να συμμετέχουν σε αυτόν. Για να διασφαλιστούν όσα έχουν επιτευχθεί, αλλά και για να γίνουν περισσότερα πρέπει το σύστημα διακυβέρνησης της ευρωπαϊκής συνεργασίας να είναι αποτελεσματικό κι ευέλικτο, ώστε να μην καθυστερεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες αλλά να έχει και δημοκρατική νομιμοποίηση.
Θα πρέπει ωστόσο, να γίνει αντιληπτό ότι καθώς η ΕΕ μεγαλώνει σε μέγεθος και αρμοδιότητες, αυξάνεται η διαφορετικότητα μεταξύ των κρατών μελών (οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική), όπως και οι προσδοκίες των πολιτών για εξεύρεση λύσεων, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και η πολιτικοποίηση του εγχειρήματος, καθώς η αναποτελεσματικότητα χρεώνεται στην ΕΕ και όχι στα κράτη μέλη, που εμποδίζουν τις αποφάσεις, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της μετανάστευσης.
Η αναθεώρηση επιδιώκει και να διευθετήσει «τα του οίκου», να δώσει αποτελεσματικές απαντήσεις στις κρίσεις και στις προκλήσεις αλλά και να ενισχύσει τη διεθνή παρουσία της ΕΕ.
–Πώς σχολιάζετε τις εισηγήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου;
-Οι περίπου 250 προτάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έρχονται σε συνέχεια των αποτελεσμάτων της Διάσκεψης για το Μέλλον της Ευρώπης, και μεταξύ άλλων, εστιάζουν στις θεσμικές μεταβολές, στην ανακατανομή των αρμοδιοτήτων και στην αλλαγή του τρόπου λήψης των αποφάσεων.
Οι προτάσεις του Κοινοβουλίου σε ένα μεγάλο βαθμό, αφορούν στην αναβάθμιση του ιδίου, αφού εισηγείται ένα «διθάλαμο» (bi-cameral) νομοθετικό σώμα (Συμβούλιο και Κοινοβούλιο) και το πέρασμα των αποφάσεων της πλειονότητας των πολιτικών, συμπεριλαμβανομένου του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου, στη συνήθη νομοθετική διαδικασία, μέσω της οποίας έχει ουσιαστικό λόγο, αφού μπορεί ακόμη και να σταματήσει την έκδοση της νομοθεσίας. Ζητά επίσης, περισσότερες συμμετοχικές διαδικασίες για τους πολίτες.
Όσον αφορά στο Συμβούλιο, προτείνει τη δημοσιοποίηση των θέσεων των κρατών μελών κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, κάτι που θα αυξήσει τη διαφάνεια του οργάνου, αλλά και θα ασκεί επιπλέον πίεση στις κυβερνήσεις.
Προτείνει επίσης, τη μετονομασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε Εκτελεστική Εξουσία, έτσι ώστε ο ρόλος της να γίνει πιο διακριτός, καθώς και τη μείωση των μελών της σε 15, με ένα σύστημα εναλλαγής. Στην παρούσα Συνθήκη ήδη υπάρχει η πρόβλεψη για αριθμό Επιτρόπων, που αντιστοιχεί στα δύο τρίτα του αριθμού των κρατών μελών, κάτι που θα ίσχυε από την 1η Νοεμβρίου του 2014, αλλά δεν εφαρμόστηκε, μετά το αρνητικό δημοψήφισμα της Ιρλανδίας για την κύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας το 2008. Μετά από συμβιβασμό, επανήλθε ο κανόνας σύνθεσης της Επιτροπής από ένα υπήκοο κάθε κράτους.
Παρόλο που ο διακριτός ρόλος της Επιτροπής είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, εκτιμώ ότι μία συμφωνία για τη μείωση των μελών της θα είναι αντικείμενο σκληρών διαπραγματεύσεων, με τα μεγαλύτερα κράτη και το Γαλλογερμανικό άξονα να πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση, ιδίως ενόψει μιας νέας διεύρυνσης.
Ως προς τη νομιμοποίηση της Εκτελεστικής Εξουσίας και τη μείωση του δημοκρατικού ελλείματος, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει την αντιστροφή της διαδικασίας εκλογής του/της Προέδρου της. Αντί να επιλέγεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία και να εγκρίνεται από το Κοινοβούλιο, να επιλέγεται μετά τις Ευρωπαϊκές Εκλογές από εκείνο και να εγκρίνεται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία.
Ωστόσο, στην παρούσα συγκυρία υπάρχουν αντίθετες θέσεις, όπως αυτή του Γαλλογερμανικού άξονα, που θεωρεί ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργήσει ένταση μεταξύ των δύο οργάνων, εν τέλει επιζήμια για την ΕΕ. Πρέπει επίσης, να ληφθούν υπόψη και οι καινούργιοι πολιτικοί συσχετισμοί, που θα προκύψουν από τις Ευρωεκλογές, αφού κάποιες πολιτικές ομάδες αλλά και ηγέτες προβάλουν ως κύριο σύνθημα «λιγότερη Ευρώπη-επιστροφή της κυριαρχίας» και δύσκολα θα επέτρεπαν να αφαιρεθεί η δυνατότητα αυτή από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, που απαρτίζουν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.
Το Κοινοβούλιο προτείνει αποκλειστική αρμοδιότητα της Ένωσης για το περιβάλλον και τη βιοποικιλότητα, καθώς και για τις διαπραγματεύσεις σχετικά με την κλιματική αλλαγή. Ζητά επίσης, τη συμπερίληψη των περισσοτέρων πολιτικών, όπως της υγείας και την αντιμετώπιση των διασυνοριακών απειλών στις συντρέχουσες αρμοδιότητες της Ένωσης από υποστηρικτικές/συντονιστικές, που είναι τώρα.
Προτείνει μέτρα για την ενίσχυση ενεργειακής ένωσης και της κοινής μεταναστευτικής πολιτικής, η οποία πρέπει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική και κοινωνική σταθερότητα των κρατών μελών κατά τη διαχείριση των μεταναστευτικών μετακινήσεων.
Στις συντρέχουσες αρμοδιότητες (Άρθρο 4 ΣΛΕΕ) προσθέτει την πολιτική εξωτερικών συνόρων καθώς και τις εξωτερικές υποθέσεις, την εξωτερική ασφάλεια και την άμυνα. Προτείνει επίσης την δημιουργία μιας Αμυντικής Ένωσης, με μη στρατιωτικές και στρατιωτικές δυνατότητες, όπως στρατιωτικές μονάδες, υπό την επιχειρησιακή διοίκηση της Ένωσης και πρόβλεψη ειδικής χρηματοδότησης για εξοπλισμούς, με συνήθη νομοθετική διαδικασία, ενώ τα κράτη μέλη θα μπορούν να συνεισφέρουν πρόσθετες δυνατότητες.
Ενώ στην πρώτη δέσμη των πολιτικών, η εντατικοποίηση της συνεργασίας είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση διασυνοριακών προβλημάτων, κρίσεων και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, στην περίπτωση της διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων και της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής, πολιτικές, που αγγίζουν την καρδιά της εθνικής κυριαρχίας, εκτιμώ ότι είναι σχεδόν αδύνατον να περάσουν οι προτάσεις για συντρέχουσες αρμοδιότητες.
Είναι σημαντικό, ωστόσο, ότι το Κοινοβούλιο θέτει στο επίκεντρο την Αμυντική Ένωση, η οποία μπορεί να πάρει μια διακυβερνητική μορφή, με μία δύναμη ταχείας επέμβασης στην περίπτωση κρίσης. Δεδομένων των συζητήσεων για τη σχέση της ΕΕ με το ΝΑΤΟ, είναι σαφέστατα θετική η ενίσχυση της Ευρωπαϊκής διάστασης του ΝΑΤΟ, αλλά βλέπουμε παίκτες που την εμποδίζουν, ασκώντας εκβιασμούς, όπως στην περίπτωση της Σουηδίας.
Πιστεύω ότι έχει ωριμάσει η ιδέα ότι η ΕΕ πρέπει να έχει τη δική της αμυντική ομπρέλα, που να καλύπτει όλα τα κράτη μέλη ανεξάρτητα από το αν ανήκουν ή όχι στο ΝΑΤΟ, όπως η Κύπρος. Τότε η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής σε περίπτωση επίθεσης από τρίτο κράτος μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Στο σχετικό άρθρο μάλιστα το Κοινοβούλιο προτείνει να προστεθεί η σαφής φράση «Η ένοπλη επίθεση κατά κράτους μέλους θεωρείται επίθεση κατά όλων των κρατών μελών».
– Ανάμεσα στις προτάσεις που υπερψηφίστηκαν και προκάλεσαν αντιδράσεις είναι και η κατάργηση του δικαιώματος αρνησικυρίας. Είναι εύλογες οι ανησυχίες που εξέφρασαν κάποια κράτη μέλη;
– Μία πιο προσεκτική ανάγνωση των προτάσεων φέρνει στο φως κάποια σημεία των Συνθηκών όπου, κατά την άποψή μου, η κατάργηση του δικαιώματος αρνησικυρίας είναι προς τη σωστή κατεύθυνση. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η πρόταση για την τροποποίηση του Άρθρου 7 της Συνθήκης της ΕΕ και η κατάργηση της ομοφωνίας για να ληφθεί απόφαση παραπομπής κράτους μέλους και αναστολής του δικαιώματος ψήφου ή της ανάληψης της Προεδρίας του Συμβουλίου ή της λήψης ευρωπαϊκής επιχορήγησης στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης των αξιών που αναφέρονται στο άρθρο 2.
Ωστόσο, παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος των αποφάσεων στο Συμβούλιο (περίπου 80%) αποφασίζονται με συναίνεση (consensus) χάρη στην προεργασία που γίνεται, η γενίκευση της ειδικής πλειοψηφίας, ενδέχεται να έχει αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιχειρεί να λύσει, δημιουργώντας μπλοκ χωρών κι επομένως μεγαλύτερες και σοβαρότερες διαιρέσεις. Μπορεί επίσης να οδηγήσει σε διαφοροποιημένη ολοκλήρωση, δηλαδή κέντρο και περιφέρειες, όπως επίσης και να ενταθούν οι ρήτρες εξαίρεσης (opt-outs). Ήδη υπάρχει σχετική πρόβλεψη στη Συνθήκη για το πέρασμα από την ομοφωνία στην ειδική πλειοψηφία με διάφορες ρήτρες, σε ευαίσθητους τομείς πολιτικής, όπως η κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφαλείας και άλλες προβλέψεις όπως η εποικοδομητική αποχή (Άρθρο 31 ΣΕΕ). Η συζήτηση μπορεί να διεξαχθεί πάνω στη βελτίωση του άρθρου αυτού με εφαρμογή και σε άλλες πολιτικές πλέον της εξωτερικής.
Στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προτείνει γενίκευση της ειδικής πλειοψηφίας και εφαρμογή της στην επιβολή κυρώσεων κατά τρίτου κράτους μέλους αλλά και στα ενδιάμεσα στάδια της διαδικασίας διεύρυνσης, όχι όμως και στην τελική απόφαση για διεύρυνση με τρίτο μέλος, η οποία υπόκεινται επιπλέον σε επικύρωση εκ μέρους όλων των συμβαλλομένων κρατών.
–Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις για Ελλάδα και Κύπρο από την κατάργηση του βέτο; Πώς πιστεύετε ότι οι δύο χώρες πρέπει να χειριστούν το ζήτημα;
-Η πρόταση να γενικευτεί ο κανόνας της ειδικής πλειοψηφίας, και ειδικά σε θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας, των εξωτερικών συνόρων ή της διεύρυνσης, πιστεύω ότι θα συγκεντρώσει πολλές αντιδράσεις. Σημαίνει, στην πράξη, ότι θα πρέπει να βρεθούν τουλάχιστον 4 κράτη μέλη με 35% του πληθυσμού για να σταματήσουν κάτι που αντιβαίνει στα συμφέροντά τους.
Η Ελλάδα έχει με την υπάρχουσα κατανομή 2,37% επί του πληθυσμού και η Κύπρος 0,20, δεν βγαίνουν τα μαθηματικά ούτε με την πιο αισιόδοξη πρόβλεψη στήριξης. Για παράδειγμα, αν προστεθεί η Γαλλία (15,16%) και η Αυστρία (2%), πάλι δε σχηματίζεται το ποσοστό της αρνησικυρίας. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα, ωστόσο, για εφαρμογή της ειδικής πλειοψηφίας στις διαδικασίες του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού για την Ειρήνη και του Ευρωπαϊκού Ταμείου για την Άμυνα, που απαιτεί απλοποιημένη και όχι συνολική διαδικασία μεταρρύθμισης των Συνθηκών.
Για να προληφθούν οι αντιδράσεις για την κατάργηση της ομοφωνίας, ο Γαλλογερμανικός άξονας, που μαζί με τα υπόλοιπα μεγάλα σε πληθυσμό κράτη, ευνοείται από την αλλαγή, που έφερε η Λισαβόνα στη στάθμιση των ψήφων στο Συμβούλιο, καθώς εύκολα μπορεί διαμορφώσει μειοψηφία αρνησικυρίας αφού, οι δυο χώρες έχουν 33,75% επί του συνολικού πληθυσμού και η εξεύρεση τουλάχιστον άλλων δύο κρατών για να συμπληρωθεί το 35% είναι εφικτή, διατυπώνει, μέσω της «Ομάδας των 12» και της έκθεσης Sailing on High Seas: Reforming and Enlarging the EU for the 21st Century διάφορες προτάσεις.
Για παράδειγμα, να υπάρχει ένα «δίχτυ ασφαλείας για την κυριαρχία» και δυνατότητα επίκλησης ζωτικού συμφέροντος σε κάποιο τομέα πολιτικής -όπως υπάρχει για την εξωτερική πολιτική- έτσι ώστε η συζήτηση να γίνει σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, που αποφασίζει κατά βάση με συναίνεση. Επίσης, εισηγείται αυξημένη πλειοψηφία (4/5) σε κάποιες προβλέψεις, όπως αυτή του Άρθρου 7 και επανεξέταση της στάθμισης στην ειδική πλειοψηφία σε 60% του πληθυσμού και 60% των κρατών μελών.
-Γίνεται μεγάλη συζήτηση για το ενδεχόμενο νέας διεύρυνσης. Πιστεύετε πως η ένταξη νέων μελών θα φέρει πιο κοντά την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ή θα καταστήσει την ΕΕ πιο δυσλειτουργική;
Κατά την άποψή μου η απόφαση αυτή σχετίζεται με τη φύση και το μέλλον της ΕΕ. Όσο η ΕΕ διευρύνεται και η διαφορετικότητα αυξάνεται τόσο απομακρύνεται η προοπτική για περαιτέρω εμβάθυνση της ενοποίησης.
Εάν γίνει μία νέα διεύρυνση δε θα πρέπει να υπάρχουν εκπτώσεις σχετικά με το τι πρέπει να εκπληρώσουν τα υποψήφια κράτη, ειδικότερα όσον αφορά στις αξίες, στη δημοκρατία και το κράτος δικαίου, στην πάταξη της διαφθοράς. Είναι αλήθεια ότι μια αξιόπιστη προοπτική ένταξης δίνει κίνητρα για μεταρρυθμίσεις, δεν είναι όμως από μόνη της αρκετή. Υπάρχει έντονη η συζήτηση για την ένταξη των Δυτικών Βαλκανίων, η μόνη που φαντάζει εφικτή, που στην ουσία είναι «περικυκλωμένα» από κράτη μέλη της ΕΕ, ωστόσο υπάρχει πολύ δρόμος ακόμη.
Η ένταξη της Τουρκίας για μια σειρά λόγων, που σχετίζονται με βασικά ζητήματα, όπως η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών αλλά και θεσμικά ζητήματα λόγω του πληθυσμιακού μεγέθους της χώρας, η οποία θα έχει τη βαρύτητα της Γερμανίας -αν δεν την ξεπεράσει- τόσο κατά τη λήψη των αποφάσεων στο Συμβούλιο όσο και στο Κοινοβούλιο καθιστούν ανέφικτη την ένταξη.
Η απόδοση της ιδιότητας της υποψηφίας χώρας στην Ουκρανία, στη παρούσα χρονική συγκυρία έχει έναν ισχυρό συμβολικό χαρακτήρα. Πιθανότατα, μια σειρά κρατών θα παραμείνουν σε μία «ειδική σχέση» με την ΕΕ είτε αυτή ονομάζεται Πολιτική Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως πρότεινε ο Πρόεδρος Μακρόν είτε με κάποιο άλλον ευφάνταστο όρο.