Η Αργεντινή εξασφάλισε συνολικά δάνεια 42 δισεκατομμυρίων δολαρίων από τρεις μεγάλους διεθνείς οργανισμούς: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), την Παγκόσμια Τράπεζα και τη Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης (ΔΤΑ).

Το ΔΝΤ ενέκρινε δάνειο 20 δισ. δολαρίων, όπως είχε ήδη ανακοινώσει την Παρασκευή ο υπουργός Οικονομίας, Λουίς Καπούτο. Σύμφωνα με το πρόγραμμα, που έλαβε έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ, θα εκταμιευθούν άμεσα 12 δισ. δολάρια, ενώ η επόμενη δόση, ύψους 2 δισ. δολαρίων, αναμένεται τον Ιούνιο.

Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, ανέφερε μέσω της πλατφόρμας Χ (πρώην Twitter) ότι η συμφωνία αποτελεί «αναγνώριση της εντυπωσιακής προόδου στη σταθεροποίηση της οικονομίας» και «ψήφο εμπιστοσύνης στην αποφασιστικότητα της κυβέρνησης να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις».

Πρόκειται για τη 23η συμφωνία της Αργεντινής με το ΔΝΤ, γεγονός που την καθιστά τον μεγαλύτερο οφειλέτη του οργανισμού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα δεν έχει ακόμα αποπληρώσει το προηγούμενο δάνειο ύψους 44 δισ. δολαρίων, που είχε λάβει το 2018.

Μετά την ανακοίνωση του ΔΝΤ, ο πρόεδρος της Αργεντινής, Χαβιέρ Μιλέι, εκτίμησε πως η οικονομία της χώρας του θα σημειώσει πρωτοφανή ανάπτυξη.

Απροσδόκητη ωστόσο ήταν η ανακοίνωση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η οποία έκανε γνωστό ότι θα χορηγήσει οικονομική ενίσχυση 12 δισ. δολαρίων. Τα κεφάλαια αυτά προορίζονται για τη στήριξη μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και στην ενίσχυση των προσπαθειών για δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Παράλληλα, η Διαμερικανική Τράπεζα Ανάπτυξης σχεδιάζει να διαθέσει έως και 10 δισ. δολάρια στην Αργεντινή εντός των επόμενων τριών ετών.

Η παροχή αυτών των πόρων θεωρείται καθοριστικής σημασίας από την κυβέρνηση Μιλέι, καθώς συμβάλλει στην ενίσχυση των αποθεματικών της κεντρικής τράπεζας και στη μάχη κατά του πληθωρισμού. Ο πρόεδρος έχει χαρακτηρίσει αυτό τον στόχο ως «εξόντωση του πληθωρισμού».

Τον Μάρτιο, ο ετήσιος πληθωρισμός διαμορφώθηκε στο 55,9%, έναντι 211% στα τέλη του 2023, όταν και τέθηκαν σε εφαρμογή τα πρώτα σκληρά μέτρα λιτότητας, περιλαμβανομένης της υποτίμησης του πέσο κατά περισσότερο από 52%.

Στις αρχές του 2024, το ποσοστό φτώχειας ανήλθε στο 52,9%, αλλά στο δεύτερο εξάμηνο του έτους μειώθηκε στο 38%, επιστρέφοντας περίπου στα επίπεδα που καταγράφηκαν πριν αναλάβει την προεδρία ο Μιλέι (41,7%).

protothema.gr