Το δολάριο βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση. Το νόμισμα των ΗΠΑ υποχωρεί απότομα στις διεθνείς αγορές, καθώς η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και η ασάφεια της στρατηγικής Τραμπ πλήττουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών στα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία.
Το νόμισμα οδεύει προς τη χειρότερη εβδομαδιαία επίδοση από τον Νοέμβριο του 2022, καταγράφοντας απώλειες 2,5% έναντι ενός καλαθιού βασικών νομισμάτων.
Η νέα κλιμάκωση ήρθε την Παρασκευή, όταν το Πεκίνο ανακοίνωσε αύξηση των δασμών σε αμερικανικά προϊόντα από το 84% στο 125%. Το νέο αυτό πλήγμα επιτάχυνε τις ρευστοποιήσεις στο δολάριο, στέλνοντάς το στο χαμηλότερο επίπεδο της δεκαετίας έναντι του ελβετικού φράγκου (0,8115), με απώλειες σχεδόν 4% μέσα σε μία ημέρα. Ακόμη και το γιεν ενισχύθηκε σημαντικά, με το δολάριο να πέφτει στο 142,37 (-1,4%).
Η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου σκαρφάλωσε στο $1,427 – το υψηλότερο επίπεδο από το 2022 – καθώς οι επενδυτές αναζητούν ρευστότητα εκτός ΗΠΑ. Η ενίσχυση του ευρώ συνοδεύτηκε και από αύξηση της ισοτιμίας του έναντι της στερλίνας, παρότι το ίδιο το βρετανικό νόμισμα κατέγραψε κέρδη έναντι του δολαρίου (στο $1,31).
Το δολάριο χάνει το «προνόμιο» του ασφαλούς καταφυγίου
Η έκταση της πτώσης έχει προκαλέσει εύλογες ανησυχίες για το κατά πόσο το δολάριο μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί ως ασφαλές καταφύγιο σε περιόδους παγκόσμιας αστάθειας. Όπως σημειώνει ο Francesco Pesole της ING, «το ερώτημα περί κρίσης εμπιστοσύνης στο δολάριο έχει πλέον απαντηθεί – ζούμε μία τέτοια κρίση σε πλήρη εξέλιξη».
Σύμφωνα με το Nomura, η εικόνα που δίνουν τόσο η αγορά συναλλάγματος όσο και οι αγορές κρατικών ομολόγων συνιστά «ψήφο δυσπιστίας στην κυβέρνηση Τραμπ και τις πολιτικές της». Οι αποδόσεις των 10ετών Treasuries καταγράφουν τη μεγαλύτερη εβδομαδιαία άνοδο από το 2001, καθώς οι επενδυτές ρευστοποιούν ομόλογα παράλληλα με μετοχές και δολάριο – κάτι που εντείνει την αστάθεια.
Το δολαριακό καλάθι (dollar index) υποχώρησε κάτω από το όριο των 100 μονάδων για πρώτη φορά από τον Ιούλιο του 2023, σημειώνοντας πτώση 1,2% μέσα στην ημέρα.
Πιέσεις και από την Κίνα – σταθερότητα χωρίς ρευστότητα
Η Κίνα, από την πλευρά της, φαίνεται να ενθαρρύνει μια ελεγχόμενη αποδυνάμωση του γουάν. Η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας αναθεώρησε προς τα πάνω τη μέση τιμή αναφοράς για πρώτη φορά έπειτα από επτά ημέρες συνεχούς πίεσης, γεγονός που αναλύεται ως ένδειξη αποδοχής μιας σταδιακής υποτίμησης. Το γουάν έχει υποχωρήσει σε ιστορικά χαμηλά τόσο στην εσωτερική όσο και στη διεθνή αγορά, πριν ανακάμψει μερικώς.
Παράλληλα, το ελβετικό φράγκο ενισχύεται ραγδαία, με την Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας να δηλώνει ότι «δεν σχολιάζει» την ισχύ του νομίσματος. Αναλυτές, όπως ο Michael Pfister της Commerzbank, θεωρούν ότι η SNB είναι εγκλωβισμένη: θα ήθελε να παρέμβει, αλλά η παρέμβασή της ενδεχομένως να ενισχύσει τις αμφιβολίες για τη σταθερότητα των νομισμάτων γενικά. Επιπλέον, η ενίσχυση του φράγκου είναι πιθανό να έχει αποπληθωριστικό αντίκτυπο, κάτι που επίσης δεν επιθυμεί η τράπεζα.
Αβεβαιότητα και στη νομισματική στρατηγική των ΗΠΑ
Η στάση της αμερικανικής κυβέρνησης παραμένει αντικρουόμενη. Ο υπουργός Οικονομικών, Σκοτ Μπέσεντ, δήλωσε ότι ο στόχος ήταν εξαρχής να χρησιμοποιηθούν οι δασμοί ως μοχλός διαπραγμάτευσης. Ωστόσο, ο Ντόναλντ Τραμπ άφησε να εννοηθεί ότι η αναστολή των δασμών για ορισμένους εμπορικούς εταίρους υπαγορεύτηκε και από την «αναστάτωση στις αγορές».
Η αμφισημία αυτή καθιστά δύσκολη την πρόβλεψη της επόμενης κίνησης της Fed, ενώ ενισχύει την τάση απομάκρυνσης από το δολάριο – όχι μόνο από κράτη, αλλά και από ιδιώτες επενδυτές.
Η συνδυασμένη πίεση σε μετοχές, ομόλογα και νόμισμα των ΗΠΑ επαναφέρει στο προσκήνιο το ερώτημα: είναι το δολάριο ακόμη το σημείο αναφοράς για τις παγκόσμιες αγορές ή βρισκόμαστε μπροστά σε μια δομική μετατόπιση;