Εν μέσω πολέμου και με τα μέτωπα σε βορρά, νότο και αλλού να είναι ανοιχτά, το Ισραήλ βρίσκεται και πάλι μπροστά σε μια νέα πολιτική αλλά και πολιτειακή σύγκρουση. Αφορμή ήταν η απόφαση του Βενιαμίν Νετανιάχου να παύσει τον αρχηγό της Shin Bet, της εσωτερικής υπηρεσίας πληροφοριών, Ρόνεν Μπαρ.
Μια κίνηση η οποία καταγράφεται για πρώτη φορά στην 77χρονη Ιστορία του κράτους του Ισραήλ.
Παρενθετικά, το Ισραήλ έχει τρεις μυστικές υπηρεσίες: τη Μοσάντ η οποία χειρίζεται τις έξωθεν απειλές, την Shin Bet η οποία προστατεύει το εσωτερικό και την Aman, τη μυστική υπηρεσία του Στρατού (IDF). Oι δύο πρώτες αναφέρουν στο Γραφείο του Πρωθυπουργού.
Την παύση ακολούθησε όπως αναμενόταν η παρέμβαση των ευρισκόμενων απέναντι από τον Νετανιάχου δυνάμεων, πολιτικών και όχι μόνο, η οποία με τη σειρά της είχε ως αποτέλεσμα την προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο, την έκδοση από το τελευταίο ενδιάμεσου διατάγματος με το οποίο παγώνει η απόλυση και την ενεργοποίηση εκ νέου του πολέμου του Νετανιάχου με τη Δικαστική Εξουσία.
Όχι ότι είχε σταματήσει ποτέ, συνεχιζόταν με σποραδικές ανταλλαγές και ενέργειες σίγουρα όμως όχι στο επίπεδο που ήταν πριν την 7η Οκτωβρίου.
Ο Νετανιάχου διοχέτευσε στα ΜΜΕ ότι ο λόγος της παύσης ήταν πως ο Μπαρ γνώριζε ώρες πριν την εκδήλωση της σφαγής της 7ης Οκτωβρίου ότι θα συνέβαινε και δεν τον ενημέρωσε. Επίσης ότι ήταν πολύ ελαστικός στη διαπραγμάτευση για τους ομήρους παρά τις υποδείξεις του Πρωθυπουργού. Το γεγονός ότι αυτή η εξαιρετικά βαριά κατηγορία εναντίον του Μπαρ έρχεται δεκαοκτώ μήνες μετά τα γεγονότα, προκαλεί σίγουρα ερωτήματα και αμφισβητήσεις. Με κυριότερο το πώς, εάν ήταν όντως ανίκανος και τόσο μάλιστα, ο Νετανιάχου τον άφησε να διαχειρίζεται μια υπηρεσία η οποία είναι ακόμα πιο ισχυρή και νευραλγικής σημασίας από τη Μοσάντ, εν μέσω πολέμου μάλιστα και αλλεπάλληλων τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Η εξήγηση του Μπαρ για το τελευταίο ήταν πως πρόκειται για ψέματα και πως δεν μπορεί να πει και πολλά από τη στιγμή που οι κατηγορίες είναι αόριστες χωρίς τα οποιαδήποτε υποστηρικτικά στοιχεία από το γραφείο του Πρωθυπουργού κάτι, που όπως σημείωσε, καθιστά την παύση του έκνομη, πέρα από αντισυνταγματική.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι ο Μπαρ άφησε κι αυτός μια σαφέστατη αιχμή κατά του Νετανιάχου: Eίπε ότι ο πραγματικός λόγος για την απόλυσή του είναι η διερεύνηση από την Shin Bet του Qatargate, ενός φοβερού σκανδάλου, όχι του γνωστού στην Ευρώπη αλλά της ισραηλινής του βερσιόν, με μεγάλες πολιτικές προεκτάσεις.
Μέχρι χθες, αν και όλοι γνώριζαν ποιους αφορούσε, υπήρχε, εδώ στο Ισραήλ, εντολή απαγόρευσης της δημοσιοποίησης των ονομάτων κάτι που αφορούσε βέβαια και τον ξένο Τύπο εδώ. Η εντολή ήρθη και αυτό που απομένει είναι μια δεύτερη εντολή του Ειρηνοδικείου που απαγορεύει, πάντα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, τη δημοσιοποίηση και στοιχείων μέχρι τις 10 Απριλίου. Και με την τροπή που πήραν τα πράγματα μάλλον και αυτή θα αποτελεί παρελθόν πολύ σύντομα.
Η έρευνα λοιπόν αφορά δύο στενούς συνεργάτες του Πρωθυπουργού, τον Έλι Φέλντσταϊν και τον Γιονατάν Ούριχ, Όλα ξεκίνησαν ότι αποκαλύφθηκε ότι ο Φέλντσταϊν, άλλοτε Εκπρόσωπος του Πρωθυπουργού ενώ εργαζόταν στο Πρωθυπουργικό Γραφείο εργαζόταν για το Κατάρ μέσω μιας διεθνούς εταιρείας που είχε συμβληθεί από τη Ντόχα για να τροφοδοτεί ισραηλινούς δημοσιογράφους με ιστορίες υπέρ του Κατάρ.
Την Τετάρτη η κρατική τηλεόραση αποκάλυψε ηχογραφήσεις συνομιλιών με τον ισραηλινό επιχειρηματία Γκιλ Μπίρκγερ στις οποίες ο τελευταίος λέει ότι ο ίδιος διοχέτευσε κεφάλαια από έναν λομπίστα στο Κατάρ στον Φέλντσταϊν. O Ούριχ ο οποίος είχε δουλέψει και το 2022 για μια Καταρινή «εταιρεία επικοινωνίας», πίσω από όλες βρίσκεται βέβαια ο Εμίρης, αρνείται κάθε ανάμιξη ενώ κατηγορείται ότι με δική του ιδέα και βοήθεια συνδέθηκε ο Φέλντσταϊν με το Κατάρ, στο διάστημα που εργάζονταν και οι δύο στο Γραφείο του Πρωθυπουργού.
Επιπρόσθετα, ο Φέλντσταϊν κατηγορείται ότι σε συνεργασία με τον Νετανιάχου – και αυτό είναι το σοβαρότερο – άφησε να διαρρεύσουν στη γερμανική εφημερίδα Bild απόρρητα έγγραφα του IDF, των ενόπλων δυνάμεων, τα οποία αφορούσαν τη δολοφονία από τους τρομοκράτες της Χαμάς έξι ομήρων στο τέλος του Αυγούστου η οποία είχε συγκλονίσει το Ισραήλ. Και πως στόχος της διαρροής ήταν να αλλάξει το κλίμα στην κοινή γνώμη το οποίο, λόγω των δολοφονιών αυτών, είχε γίνει εξαιρετικά εξαιρετικά δυσμενές για τον Νετανιάχου.
Αντιλαμβάνεται κανείς πως εάν κάτι τέτοιο αποδειχθεί η παραίτηση Νετανιάχου – και όχι μόνο – θα είναι αναπόφευκτη. Η εκδοχή αυτή απορρίπτεται ως σκευωρία τόσο από τους ίδιους τους υπόπτους όσο και από την πλευρά του Πρωθυπουργού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλα οδηγούν σε μία νέα αναμέτρηση του Νετανιάχου με τη Δικαστική Εξουσία με απρόβλεπτη συνέχεια και φυσικά με την επαναφορά της γνωστής σύγκρουσης για τη Δικαστική Μεταρρύθμιση με την οποία ο μεν Νετανιάχου επιχειρεί να αφαιρέσει τις βασικές εξουσίες αυτονομίας του πανίσχυρου Ανωτάτου λέγοντας ότι έγινε πολιτικό εργαλείο, τη δε αντιπολίτευση να τον κατηγορεί ότι προσπαθεί να βάλει χέρι και στη Δικαστική Εξουσία.
Όλα αυτά όταν το Ισραήλ δέχθηκε σε τρεις συνεχόμενες μέρες τρεις αντίστοιχες επιθέσεις: H πρώτη από τη Γάζα, η δεύτερη από τους Χούθι και η τρίτη από το νότιο Λίβανο. Εάν οι τρομοκράτες μπορούν να πετύχουν πολλά σε στρατιωτικό επίπεδο; Δεν μπορούν πια, όμως πέρα από την πολύ σοβαρότερη απειλή της τρομοκρατίας εντός του Ισραήλ, μπορούν ακόμα να απειλούν και στρατιωτικά την ασφάλειά του.
Και αυτό το εσωτερικό κλίμα σίγουρα καθόλου δεν την βοηθά.