Λογικά, ο Τζο Μπάιντεν δεν πρέπει να είναι ο ευτυχέστερος άνθρωπος αυτές τις μέρες. Και αυτό, δεν έχει να κάνει μόνο με το γεγονός ότι ο Ντόναλντ Τραμπ ήταν εκείνος που πήρε τα εύσημα για τη συμφωνία για τη Γάζα και τους ομήρους η οποίο ουσιαστικά συνομολογήθηκε επί διακυβέρνησης Μπάιντεν.
Αυτό άλλωστε μπορεί κανείς να το συζητήσει μιας και ο φόβος του Τραμπ ήταν που ανάγκασε τους Άραβες να τη δεχθούν και να την εφαρμόσουν, η δε στρατηγική Νετανιάχου ήταν εκείνη που – σε ένα σημαντικό βαθμό – υπέσκαψε την αποδοχή της από το Ισραήλ τότε, ασχέτως εάν τελικά συνέβη το προβλέψιμο και η Χαμάς ήταν και πάλι εκείνη που προκάλεσε το ναυάγιο.
Το πιο κακό για τον Μπάιντεν είναι η σύγκριση με τον Τραμπ η οποία αναπόφευκτα γίνεται από όλους σε με κάθε νέα εξέλιξη στο Μεσανατολικό.
Ο Ντόναλντ Τραμπ έκανε κάτι αδιανόητο τις προάλλες, μιλώντας για το ενδεχόμενο μεταφοράς Παλαιστινίων στη Ιορδανία και την Αίγυπτο. Η δε απάντηση της Χαμάς (της Χαμάς όμως…) ήταν ότι είναι έτοιμη να συζητήσειτη μη συμμετοχή της στη διακυβέρνηση της Γάζας και πως ο Τραμπ είναι σοβαρός πολιτικός!
Αναπόδραστα υψώνεται μπροστά στην κοινή λογική το ερώτημα: τι θα γινόταν εάν στη θέση του Τραμπ ήταν η Καμάλα Χάρις και η επιζήμια όπως διαφάνηκε για την εικόνα μιας υπερδύναμης πολιτική των «ήξεις αφήξεις» των Δημοκρατικών οι οποίο, τη μία κατακεραύνωναν το Ισραήλ και την άλλη ενέκριναν εξοπλιστικά πακέτα καταλήγοντας τελικά με μια εξωτερική πολιτική η οποία άφηνε τους πάντες δυσαρεστημένους και δεν διάφερε σε κάτι από εκείνη λ.χ. των τραγικών μεταμορφώσεων του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία;
Αν αυτό σημαίνει ότι ήταν καλή εξέλιξη η εκλογή Τραμπ για τη Μέση Ανατολή; Κανείς δεν μπορεί να πει εάν ήταν καλή ή κακή απλούστατα διότι κανείς δεν μπορεί να ξέρει εάν τελικά θα οδηγήσει στην ειρήνη ή σε μια γενική ανάφλεξη. Προς το παρόν, το βάρος ενός «τρελού» στο Λευκό Οίκο λειτουργεί θετικά, όσο κι αν κανείς από τους παίκτες στην περιοχή δεν είναι απόλυτα ευτυχής με την εξέλιξη των πραγμάτων. Περιλαμβανομένου και του Ισραήλ, το οποίο αναγκάστηκε να αποδεχθεί μία κακή εκ των πραγμάτων για το ίδιο συμφωνία η οποία όντως αφήνει όχι ανοιχτό απλώς αλλά ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο επανόδου της Χαμάς, σίγουρα δεν είναι ευτυχές.
Η δεύτερη δοκιμασία για το Ισραήλ είναι βέβαια το ζήτημα του Ιράν. Ο Τραμπ φαίνεται να διεμήνυσε στην Ιερουσαλήμ και ο Νετανιάχου μάλλον θα το ακούσει αυτοπροσώπως στην Ουάσινγκτον πολύ σύντομα, ότι ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ θεωρεί πως με το φόβο εξοντωτικών κυρώσεων αλλά και την απειλή επίθεσης, είναι σε θέση να εξαναγκάσει την Τεχεράνη να συμφωνήσει σε αναστολή του πυρηνικού της προγράμματος υπό αυστηρή μάλιστα επιτήρηση. Κυρίως, διότι το χάλι της ιρανικής οικονομίας κάνει τους μουλάδες να φοβούνται ανατροπή του καθεστώτος.
Σήμερα το πρωί, ο ΥΠΕΞ του Ιράν είπε στο SKY NEWS ότι δεν θεωρεί «πραγματική απειλή» τα περί χτυπήματος κατά του Ιράν από τις ΗΠΑ και πως κάτι τέτοιο θα ήταν «τρέλα» αφού θα προκαλούσε καταστροφή στην περιοχή. Ωστόσο, είναι φανερό πως, πίσω από αυτούς τους λεονταρισμούς το Ιράν είναι πια σε μια θέση τόσο άσχημη που το να φοβάται το ενδεχόμενο ενός τέτοιου χτυπήματος είναι το λιγότερο.
Ο Βενιαμίν Νετανιάχου είναι φανερό ότι προτιμά την επιλογή του χτυπήματος, τώρα που η αεράμυνα του Ιράν σχεδόν διαλύθηκε. Και το προτιμά επίσης διότι στο παρελθόν το Ισραήλ δέχθηκε διάφορες συμφωνίες για πολλά θέματα για να βρεθεί τελικά και πάλι στην αρχή.
Βεβαίως, εάν οι μουλάδες του Ιράν δεν υποχωρήσουν τότε οι ΗΠΑ θα δώσουν το πράσινο φως και την πολεμική κάλυψη στο Ισραήλ να προχωρήσει. Εάν αυτό είναι απλό; Μετά τη συμφωνία Ιράν – Ρωσίας και τη ρήτρα της για στήριξη σε περίπτωση επίθεσης, όσο κι αν η Ρωσία είναι πλέον σε δεινή θέση, η πιθανότητα γενικής ανάφλεξης με τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Εάν όμως υποχωρήσουν οι της Τεχεράνης, τότε ο Τραμπ με τη νέα γραμμή των ΗΠΑ θα έχει πετύχει άλλη μια νίκη και θα έχει κάνει ένα ακόμα βήμα στην επαναφορά της χώρας στο πλήρες καθεστώς της υπερδύναμης την οποία όλοι φοβούνται και όλοι σέβονται. Από εκεί που ομολογουμένως την απομακρύνει ο Τζο Μπάιντεν.
Το πόσο αυτό θα κρατήσει αλλά και το πού τελικά θα οδηγήσει τις ΗΠΑ ο Τραμπ παραμένει μια τελείως διαφορετική συζήτηση.