Ο δημοσιογράφος Κωστής Κωνσταντίνου, από την πρώτη γραμμή των γεγονότων, παρακολουθεί, καταγράφει και αναλύει όλες τις εξελίξεις για το Philenews

Η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στο Λευκό Οίκο, εν μέσω θεαματικών ανατροπών στην πολιτική των ΗΠΑ αλλά και της προαναγγελίας πολύ περισσότερων που θα ακολουθήσουν, δημιούργησε ένα κλίμα ανησυχίας για πού τελικά οδηγούνται τα πράγματα και εάν αυτή η πολιτική επιδιώκει την ουσία περισσότερο ως αποτέλεσμα ή τις εντυπώσεις. Ακόμη μεγαλύτερη δε είναι η ανησυχία για την πορεία που θα ακολουθήσουν τα πράγματα εκεί όπου ο αμερικανός Πρόεδρος δεν έχει ακόμα ανοίξει τα χαρτιά του. Και η Μέση Ανατολή είναι σίγουρα ένα από αυτά.

Υπάρχουν βέβαια κάποιες ενδείξεις. Αλλά το 2017 της πρώτης περιόδου του Ντόναλντ Τραμπ λίγα έχει να κάνει με το 2025, ειδικά ως προς την κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Και το να βλέπει κανείς την τότε πολιτική του αμερικανού ηγέτη -από την αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ και τη μεταφορά της Πρεσβείας των ΗΠΑ εκεί, μέχρι την αναγνώριση των Υψωμάτων Γκολάν ως έδαφος του Ισραήλ και πολλά άλλα- ως δεδομένο για το σήμερα είναι σίγουρα σφάλμα. Διότι δεν είναι. 

Ο Τραμπ έκανε μερικές κινήσεις για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις: Η νέα αναφορά του στο ζήτημα των ομήρων λ.χ. ήταν μια χειρονομία προς το Ισραήλ η οποία ωστόσο είχε να κάνει περισσότερο με το γεγονός ότι επέβαλε ουσιαστικά μια συμφωνία στον Βενιαμίν Νετανιάχου προτάσσοντας το «καθαρό» ενόψει ορκομωσίας σκηνικό στο Ισραήλ έναντι της δυνατότητας του Βενιαμίν Νετανιάχου να τελειώσει τον πόλεμο με τη Χαμάς. Μια εξέλιξη πολύ δύσκολη για το Ισραήλ και την επόμενη μέρα. Ναι, σίγουρα ο Τραμπ, επίσης για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις έκανε την κίνηση τερματισμού των κυρώσεων εναντίον των εποίκων οι οποίοι εμπλέκονται σε βίαια επεισόδια ακόμα και εγκληματικές πράξεις στη Δυτική Όχθη. Όμως, αυτό ελαχίστως αφορά τον Νετανιάχου, πολύ δε λιγότερο το Ισραήλ, όπου η μεγάλη πλειονότητα θεωρεί τις συμπεριφορές αυτές ως πρόβλημα και δεν είναι κατ’ ανάγκην αντίθετη σε τέτοιες κυρώσεις. Αντιθέτως μάλιστα, επικροτεί την λήψη μέτρων περιορισμού τέτοιων στοιχείων.

Με όλα αυτά ως δεδομένα, το Ισραήλ έχει κάθε λόγο να είναι -τουλάχιστον- συγκρατημένο ως προς το τι επιφυλάσσει το μέλλον στην τετραετία Τραμπ.

Το μεγάλο δε πρόβλημα για το Ισραήλ δεν είναι η Χαμάς αλλά το Ιράν. Και η μεγάλη ανησυχία στην Ιερουσαλήμ είναι η πιθανότητα ο Τραμπ να επιλέξει μια διπλωματική προσέγγιση με την Τεχεράνη για μια νέα συμφωνία για το πυρηνικό της πρόγραμμα. Με την ιρανική οικονομία να  είναι σε κακό χάλι και το τυραννικό καθεστώς να κλονίζεται, οι επιλογές είναι δύο: ανάληψη δράσης, είτε στρατιωτικά είτε μέσω εξαντλητικών κυρώσεων ή και τα δύο, και εναλλακτικά, η επιδίωξη μιας νέας συμφωνίας για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αφού η Τεχεράνη βρίσκεται σε μια πρωτόγνωρα δύσκολη θέση και είναι αδύναμη διαπραγματευτικά. 

Ο δεύτερος δρόμος είναι κάτι που το Ισραήλ παλεύει να αποτρέψει καθώς θεωρεί -και πολύ σωστά- το ιρανικό καθεστώς ως απολύτως αναξιόπιστο αλλά και τη μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλειά του και την ίδια του την ύπαρξη. Πώς θα κινηθεί λοιπόν ο Τραμπ; Και τι θα ιεραρχήσει ως σημαντικότερο; Την ασφάλεια του Ισραήλ ή την ηρεμία για τις ΗΠΑ σε μια περιοχή εξόχως προβληματική και την διάθεση του χρόνου του για το εσωτερικό και τα όσα έχει προαναγγείλει εκεί;

Ο Τραμπ φέρεται επίσης να θέλει να πάρει και το Νόμπελ Ειρήνης. Και αυτό το μαχαίρι είναι δίκοπο για το Ισραήλ: θα «κλείσει» μεσανατολικό και Ιράν για να το πετύχει; Μήπως αυτή είναι προσέγγισή του;

Και πάλι το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί. Κανείς δεν μπορεί να μπει στο μυαλό του Τραμπ. Και λίγοι θα το αποτολμούσαν εάν μπορούσαν.