Ο δημοσιογράφος Κωστής Κωνσταντίνου, από την πρώτη γραμμή των γεγονότων, παρακολουθεί, καταγράφει και αναλύει όλες τις εξελίξεις για το philenews
Τα δραματικά γεγονότα των τελευταίων εικοσιτετραώρων στη βόρεια Συρία είναι, εξελικτικά τουλάχιστον, απότοκο δύο βασικά πραγμάτων: των αλλαγών που επέφερε η συντριβή της Χεζμπολάχ στο Λίβανο αλλά και των φερόμενων παραβιάσεων των συμφωνιών του 2019 για την περιοχή από το καθεστώς Άσαντ και τους συμμάχους του με τη διεύρυνση περιοχών που ελέγχει προκειμένου να εδραιωθεί περισσότερο.
Όσο η Χεζμπολάχ και το Ιράν είχαν καταλυτική παρουσία στην περιοχή κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, εύκολα τουλάχιστον. Το κενό όμως που δημιούργησε η ήττα της Χεζμπολάχ στο Λίβανο και η απόφαση του Άσαντ να περιορίσει την παρουσία και τις κινήσεις των μελών της και των Ιρανών στρατιωτικών ευρύτερα σ’ αυτή τη νευραλγική περιοχή και αλλού, υπό το φόβο ότι θα δεχόταν μεγάλα πλήγματα από το Ισραήλ, δημιούργησαν κενά τα οποία εκμεταλλεύτηκαν οι τζιχαντιστές και προέλασαν.
Το μυστήριο στην ιστορία είναι ο ρόλος της Τουρκίας, η καλύτερα η έκταση της συμμετοχής της στην όλη υπόθεση. Επισήμως η Άγκυρα διατείνεται ότι δεν είχε ούτε γνώση ούτε ανάμιξη στα όσα συμβαίνουν, αυτό όμως κανείς δεν δείχνει να το παίρνει στα σοβαρά αφού η σχέση της με τις ομάδες της αντιπολίτευσης κατά του Άσαντ, είναι μια σχέση προστασίας από δικής της πλευράς. Το πιθανότερο είναι πως η Άγκυρα τηρεί αυτή τη στάση προσπαθώντας να στείλει το μήνυμα προς τη Δύση αλλά και τη Ρωσία με την οποία δεν θα ήθελε να ξαναμπεί σε πορεία σύγκρουσης, ότι το μόνο που επιδιώκει είναι τη διαφύλαξη της δικής της ασφάλειας.
Η ασφάλεια αυτή απειλείται, όπως η Άγκυρα εκτιμά, από τις δυνάμεις των Κούρδων στα βόρεια σύνορά της. Η Τουρκία θεωρεί τις κουρδικές Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG) ως παρακλάδι του PKK και κάνει ότι μπορεί για να τις πλήξει, είναι όμως περιορισμένα τα περιθώριά της καθώς οι δυνάμεις αυτές στηρίζονται από τις ΗΠΑ. Η πρόκληση μιας κρίσης στο εσωτερικό της Συρίας, ειδικά στον ευάλωτο για τον Άσαντ όσο και κρίσιμο στρατηγικά βορρά της χώρας, θα ήταν μια εξαιρετική ευκαιρία για την Τουρκία για να εδραιώσει έστω και έμμεσα την παρουσία των όσων υποστηρίζει και τους οποίους, σε κάποιο βαθμό όχι απόλυτα και αυτό έχει μεγάλη σημασία, ελέγχει.
Κάποιοι εκτιμούν ότι οι ΗΠΑ ενδέχεται να αποχωρήσουν από τη Συρία άλλοι ότι οι σχέσεις της νέας διακυβέρνησης με το YPG θα ενισχυθούν περισσότερο. Και στις δύο περιπτώσεις η Τουρκία καλείται να διαχειριστεί μια νέα κατάσταση και δείχνει να κάνει ήδη κινήσεις προκειμένου να εξασφαλίσει ότι μπορεί.
Τι μπορεί όμως να εξασφαλίσει; Εδώ η απάντηση είναι απλή. Με το καθεστώς Άσαντ αποδυναμωμένο, επιθέσεις όπως αυτή στο Χαλέπι μπορούν να αποφέρουν πολλά κέρδη σε όσους η Τουρκία υποστηρίζει στη Συρία. Το μεγάλο πρόβλημα για αυτούς είναι η διατήρηση των κερδών. Οι δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης, μαζί και οι τζιχαντιστές, δεν είναι σε θέση ούτε έχουν τον εξοπλισμό και τα εφόδια να διατηρήσουν σε βάθος χρόνου την κατοχή εδαφών.
Η Τουρκία επίσημα δεν μπορεί να κάνει την όποια κίνηση ενίσχυσης ομάδων που θεωρούνται, όπως συχνά λέγεται, η ενσάρκωση της Αλ Κάιντα στη Συρία. Μετά δε και την επίθεση στο Χαλέπι και τα βίντεο με συνοπτικές εκτελέσεις στρατιωτών του συριακού στρατού που πιάστηκαν αιχμάλωτοι – ένα ξεκάθαρο έγκλημα πολέμου – εάν υπήρχε και κανείς που να αμφέβαλλε, από άγνοια λογικά και μόνο, για το τι είναι αυτοί πραγματικά και τι επιδιώκουν σήμερα δεν πρέπει να υπάρχει.
Το Ιράν, παρότι ταπεινωμένο, κανείς δεν πρέπει επίσης να το υποτιμά. Η επίσημή του γραμμή μιλά για «αμερικανοσιωνιστικό» σχέδιο πίσω από τους τζιχαντιστές αλλά με δεδομένο ότι η ίδια αυτή γραμμή μιλά και για… «ήττα του σιωνιστικού καθεστώτος», του Ισραήλ δηλαδή, στη Γάζα και το Λίβανο καθίσταται ολοφάνερο ότι το καθεστώς των μουλάδων απευθύνεται στο εσωτερικό του Ιράν κυρίως επιχειρώντας να περάσει μια εικόνα η οποία φανερώνει τεράστια απόσταση από την πραγματικότητα – την οποία γνωρίζει πολύ καλά.
Ωστόσο το Ιράν δεν έχει παραδώσει τα όπλα, ειδικά εάν μιλάμε για τη Συρία. Είναι δεδομένο, αναλόγως εξελίξεων, πως τις επόμενες μέρες θα δούμε μια ανασύνταξη των εκεί δυνάμεών του αλλά και την άφιξη ενισχύσεων για τον Άσαντ, κάτι που μπορεί να έχει θετική επίδραση, θετική για όλο τον υπόλοιπο χάρτη πλην του Ιράν εννοείται. Αφενός μεν καθώς ένα νέο μέτωπο θα το εμποδίσει να ασχοληθεί στο βαθμό που χρειάζεται με τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο και άρα θα αναγκαστεί να τηρήσει τη συμφωνία με το Ισραήλ, αφετέρου δε θα καταστήσει το ήδη τρωθέν καθεστώς το οποίο απέμεινε σχεδόν χωρίς αεράμυνα και το οποίο τρέχει να προλάβει την έλευση Τραμπ ειδικά σε σχέση με το πυρηνικό του πρόγραμμα, ακόμη πιο ευάλωτο και αδύναμο.
Το Ισραήλ σίγουρα είναι κερδισμένο όμως, κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει το τι έπεται, εξού και η ιδιαίτερη ανησυχία στην Ιερουσαλήμ για τις εξελίξεις ειδικά σε σχέση με τα χημικά όπλα της Συρίας στο Χαλέπι αλλά και άλλες μεγάλες αποθήκες οπλισμού στην περιοχή. Δεδομένο επίσης είναι πως το Ισραήλ ευνοεί έστω και με μεγάλο δισταγμό την παροχή ενός ρόλου και στην Τουρκία – ήδη αποδέχθηκε σιωπηρά την ανάμιξή της στο διάλογο για τη Γάζα – ελπίζοντας ότι θα αυξηθεί η επιρροή των ΗΠΑ στην Άγκυρα και ταυτόχρονα στην όποια απομάκρυνσή της από ακραίες τακτικές και από την υποστήριξη τρομοκρατικών οργανώσεων όπως η Χαμάς και όχι μόνο. Το Ισραήλ δεν τρέφει βέβαια ψευδαισθήσεις ούτε για αυτό, ούτε και για το πώς τα πράγματα στη Συρία μπορούν να ανατραπούν ανά πάσα στιγμή.
Και εκείνο, είναι αναγκασμένο να μπει σε μια λογική ισορροπιών εξαιρετικά λεπτών οι οποίες καθορίζονται από τις εξελίξεις σε ένα σκηνικό μάλιστα το οποίο, πλέον, μεταβάλλεται όχι μέρα με τη μέρα αλλά ώρα με την ώρα.
Υστερόγραφο: «Η αδελφοσύνη δεν γνωρίζει σύνορα», λέει η επιγραφή σε σημείο της τουρκοσυριακής μεθορίου η οποία ελέγχεται από τις δυνάμεις των υποστηριζόμενων από την Τουρκία ενόπλων. Το μόνο σίγουρο είναι πως η Τουρκία γενικώς δεν γνωρίζει σύνορα. Και αυτό δεν αφορά μόνο τη Συρία.