Ο δημοσιογράφος Κωστής Κωνσταντίνου, από την πρώτη γραμμή των γεγονότων, παρακολουθεί, καταγράφει και αναλύει όλες τις εξελίξεις για το philenews
Στη διάρκεια της τετραετίας Μπάιντεν οι ψυχραιμότεροι το είχαν προβλέψει: η αδυναμία και συχνά η αδιαφορία του Λευκού Οίκου να κρατήσει ισορροπίες σε μια χώρα βαθιά διχασμένη ιδεολογικά, όχι μόνο θα ενίσχυε τις απόψεις όσων διαφωνούσαν με την προσέγγιση των Δημοκρατικών και του Προέδρου αλλά σε περίπτωση επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, θα έφερνε μαζί της την αναθεώρηση πολιτικών οι οποίες στόχευαν στην προστασία ευάλωτων κοινωνικών ομάδων αλλά και σε ένα κράτος πιο δοτικό στους πολίτες τους, ειδικά τους αδύναμους.
Η τετραετία Μπάιντεν όμως, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, αποδείχθηκε πολύ πιο προβληματική από ότι αρχικά είχε προβλεφθεί.
Η πρώτη έγνοια ήταν φυσικά η οικονομία, η αποτίμηση της οποίας δεν είναι απλή αλλά σαφώς και δεν κατέληξε καλά στα μάτια των πολιτών οι οποίοι είδαν την ακρίβεια να τσακίζει τη μέση τάξη αλλά και τα υπόλοιπα λ.χ. των πιστωτικών καρτών των Αμερικανών να φτάνουν αδιανόητα ύψη και να ξεπερνούν για πρώτη φορά το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, με όλους να τρέμουν τι θα γίνει όταν θα χρειαστεί να αποπληρωθούν. Ωστόσο καταλυτικός ήταν ο πρωτοφανής διχασμός στην κοινωνία.
Αντί να στοχεύει την επούλωση των πληγών της πρώτης τετραετίας Τραμπ η διοίκηση Μπάιντεν ακολούθησε μια παρόμοια με τον προκάτοχό της τακτική αλλά στην αντίπερα πολιτική όχθη. Πολώνοντας με πιο έμμεσο έστω τρόπο ή και, ακόμη χειρότερα, δίνοντας την εντύπωση ότι το κράτος βρισκόταν στον αυτόματο πιλότο.
Μετά την 7η Οκτωβρίου τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν εντελώς. Ο Μπάιντεν όμηρος προεκλογικά της ακροαριστεράς και των “Woke” σε ένα απόλυτα ρευστό σκηνικό μέχρι την κάλπη, τήρησε στάση απάθειας έναντι των πρωτόγνωρων εκτρόπων που σόκαραν τους πολίτες με τις καταλήψεις πανεπιστημιακών χώρων, την απαγόρευση εισόδου σε Εβραίους φοιτητές από ομάδες «διαμαρτυρομένων», το κάψιμο Αμερικανικών σημαιών στους δρόμους υπό την ιαχή «Θάνατος στην Αμερική», τις βεβηλώσεις μνημείων, τις ζημιές σε εβραϊκές επιχειρήσεις και χώρους εστίασης και τους προπηλακισμούς Εβραίων Αμερικανών, τους τραμπουκισμούς σε συναγωγές και σε εκδηλώσεις των Εβραίων και γενικά πράγματα που απολύτως αδιανόητα για τη χώρα.
Αυτό δεν ήταν το Βιετνάμ, ούτε η διεκδίκηση της ισότητας. Ήταν εκδηλώσεις μίσους οι οποίες ουδεμία σχέση είχαν με το Μεσανατολικό και τον Πόλεμο στη Γάζα και είχαν, βεβαίως, ξεκάθαρα αντισημιτικό χρώμα. Το ίδιο ίσχυε και για την Woke ατζέντα και τη στήριξη ακραίων τάσεων στο ΛΟΑΤΚΙ κίνημα αλλά και πολιτικών οι οποίες δεν αφορούν καν το σύνολο της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας. Πολιτικές τις οποίες όλοι τώρα φοβούνται ότι θα τις χρησιμοποιήσουν οι Ρεπουμπλικανοί για πλήξουν όχι μόνο τις εμμονές με το φύλο, τις αντυνωμίες και τις προσφωνήσεις και την προσπάθεια επιβολής τους αλλά βασικά δικαιώματα τα οποία κερδήθηκαν με σκληρούς αγώνες από την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.
Και όχι μόνο εκείνην.
Ο Ντόναλντ Τραμπ βρήκε το δρόμο στρωμένο. Μιλώντας για το θέμα τη Δευτέρα άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή της πλειονότητας των Αμερικανών οι οποίοι πιστεύουν ότι το Μεσανατολικό πρέπει να λυθεί αλλά δεν είναι η πρώτη τους προτεραιότητα όπως δεν είναι ούτε και το πώς ο καθένας αυτοπροσδιορίζεται. Ο Τραμπ ξεκαθάρισε ότι σκοπεύει να απελευθερώσει τα πανεπιστήμια από αυτό που αποκάλεσε «τρελό ριζοσπαστικό μαρξιστικό έλεγχο» για να τα μετατρέψει όμως σε συντηρητικά ιδρύματα που εκτιμούν την «αμερικανική παράδοση» χωρίς να εξηγήσει πώς την αντιλαμβάνεται βέβαια. Και πως αυτό θα γίνει μέσω μιας μεταρρύθμισης του τρόπου χρηματοδότησης των πανεπιστημίων και των εκπαιδευτικών τους προγραμμάτων.
Απευθυνόμενος στους ξένους φοιτητές οι οποίοι μετείχαν στα έκτροπα σε πανεπιστήμια ή σε διαδηλώσεις κατά των ΗΠΑ μέσα στις ΗΠΑ ήταν ξεκάθαρος: «Θα σας βρούμε», είπε, «και θα σας απελάσουμε». Ξεκαθαρίζοντας ότι δεν θα υπάρξει η παραμικρή ανοχή σε τζιχαντιστικές απόψεις πουθενά και σε όσους τις υποστηρίζουν.
Οξύμωρο κι αν ακούγεται, ένας επί της ουσίας ακροδεξιός Πρόεδρος δεσμεύτηκε ότι θα είναι αμείλικτος έναντι του αντισημιτισμού, επιβάλλοντας αυστηρές κυρώσεις σε πανεπιστήμια τα οποία – είτε έλαβαν είτε όχι πακτωλούς χρημάτων από το Κατάρ είτε όχι, επιβάλλεται να σημειώσει κανείς – ανέχονται ή και στηρίζουν αυτές τις ρατσιστικές συμπεριφορές.
Όμως, δεν είναι στα εβραϊκά ώτα στη χώρα στα οποία απευθύνεται ο Τραμπ. Οι Αμερικανοεβραίοι είναι σίγουρα μια ισχυρή κοινότητα αλλά πέραν των θεωριών συνωμοσίας δεν ελέγχουν τις ΗΠΑ. Είναι μόλις το 2.4% του συνολικού πληθυσμού. Όπως διαφάνηκε δε, το 71% της κοινότητας την Χάρις ήταν που ψήφισε στις 5 Νοεμβρίου κι αυτό παρά την τεράστια απογοήτευση αλλά και τον τρόμο των Εβραίων στις ΗΠΑ και όχι μόνο, με όσα συμβαίνουν ειδικά τον τελευταίο χρόνο. Ο Τραμπ πέρα από τους συντηρητικούς απευθύνεται στο μεγάλο μέρος των Αμερικανών οι οποίοι θέλουν η χώρα να κινηθεί σε ήρεμα νερά μετά από πολύ καιρό.
Ότι αυτό θα γίνει είναι βέβαιο. Το θέμα είναι ποιος θα πληρώσει το λογαριασμό. Και σίγουρα δεν θα είναι οι εύποροι φοιτητές του Columbia, του ΜΙΤ ή του Yale και οι «επαναστάσεις» τους οι οποίες… διακόπηκαν το καλοκαίρι προκειμένου να πάνε διακοπές!
Πέρα από τους ισλαμιστές οι οποίοι εάν απελαθούν δεν θα στεναχωρηθεί και κανείς πλην των ομοϊδεατών τους, το κεφάλαιο που άνοιξε στο άγνωστο είναι απρόβλεπτο και ως τέτοιο ίσως επικίνδυνο.
Το μόνο βέβαιο είναι πως τον δρόμο τον έστρωσε μια τετραετία η οποία δεν χαρακτηρίστηκε από κατακτήσεις αλλά μόνο από «προοδευτικό» λαϊκισμό, παλινδρομήσεις, απουσία οράματος και διγλωσσία η οποία τελικά κατέληξε στην επανεκλογή Τραμπ.
Μάθημα ίσως για τη συνέχεια. Ίσως πάλι και όχι.
Υστερόγραφο: Στη φωτογραφία, ανελκυστήρας στο Πανεπιστήμιο του Rochester στο οποίο τυπώθηκαν και επικολλήθηκαν αφίσες με τις φωτογραφίες και τα ονόματα του εβραϊκής καταγωγής προσωπικού και των ακαδημαϊκών με την επιγραφή «Καταζητείται»