Ο δημοσιογράφος Κωστής Κωνσταντίνου, από την πρώτη γραμμή των γεγονότων, παρακολουθεί, καταγράφει και αναλύει όλες τις εξελίξεις για το philenews
Οι ακυρώσεις συνδρομών στη Washington Post έχουν φτάσει τις 250.000. Αιτία είναι βέβαια η άρνηση του ιδιοκτήτη της εφημερίδας Τζεφ Μπέζος να επιτρέψει τη δημόσια στήριξη της Καμάλα Χάρις έναντι του Ντόναλντ Τραμπ από την εφημερίδα του.
Βροχή πέφτουν οι παραιτήσεις αρθρογράφων και στελεχών της εφημερίδας οι οποίοι καταγγέλουν τη γνωστή γενικά σχέση του Μπέζος με τον Ντόναλντ Τραμπ ενώ την ίδια ώρα, στα social media ορδές «προοδευτικών» και άλλων εσχατολόγων ολοφύρονται και κατακεραυνώνουν τον… ξεπεσμό των mainstream media στη Δύση, τη διαπλοκή τους και όλα τα υπόλοιπα. Με υψωμένες γροθιές.
Είναι βέβαια γεγονός αναντίλεκτο πως ο Τύπος περνάει τη μεγαλύτερη κρίση στην Ιστορία του, όχι μόνο στη Δύση, απλώς, εκεί τυγχάνει να υπάρχει η δημοκρατία ως πολίτευμα και κατ’ ουσία αντί μόνο κατ’ όνομα. Όπως βέβαια ότι ο Τύπος στις δημοκρατικές χώρες ποτέ δεν ήταν ανεπηρέαστος από συμφέροντα, όπως και τα πάντα, ούτε και μπορεί να είναι όταν μιλάμε για κάτι που επηρεάζει τόσο άμεσα την εξέλιξη των πραγμάτων.
Εκπληκτικό δε είναι πως όσοι ωρύονται και από τα δύο άκρα για τον «κακό» Τύπο της Δύσης, ως σύμβολο παρακμής περίπου, υποστηρίζουν ιδεολογίες στις οποίες όχι μόνο δημοκρατία δεν υπάρχει πραγματικά αλλά και ο Τύπος είναι απολύτως ελεγχόμενος από το εκάστοτε καθεστώς.
Ακόμα και το χειρότερο Μέσο, το πλέον ελεγχόμενο, σε μια δημοκρατία είναι σαφώς καλύτερο από το «καλύτερο» του όποιου ανελεύθερου καθεστώτος. Διότι αν μη τι άλλο δίνει στον αναγνώστη σε ένα πολυφωνικό περιβάλλον την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει το μυαλό του και να το κρίνει ή να το αμφισβητήσει.
Αντί να τον πάνε με μυαλό λ.χ. στα υπόγεια της Λουμπιάνκα στη Μόσχα και να τον βγάλουν χωρίς μυαλά αλλά και την όποια πλέον δυνατότητα αμφισβήτησης.
Πίσω στις ΗΠΑ, ο θεαματικός αριθμός των 250.000 ακυρώσεων κάνει βεβαίως το γύρο της χώρας και του κόσμου. Όμως, όπως και με κάθε πληροφορία χρειάζεται να την έχει κανείς ολόκληρη για να κρίνει. Εδώ, η πληροφορία είναι πως η Washington Post έχει 2.500.000 συνδρομητές, συνεπώς το 90% παραμένει.
Το μεγάλο ερώτημα είναι το εξής και απευθύνεται αναπόδραστα σε όσους διαμαρτύρονται ξεκινώντας από τα περί κατάργησης της… ελευθερίας του Τύπου: εάν η εφημερίδα έδινε κατεύθυνση προς την Καμάλα Χάρις πώς θα ενίσχυε αυτό την ελευθερία του Τύπου; Έστω κι αν είναι «παράδοση» στη χώρα.
Ο Μπέζος ο οποίος αγόρασε την εφημερίδα το 2013 είχε εξηγήσει σε άρθρο του γιατί θεωρεί πως τα να δίνουν οι εφημερίδες γραμμή το 2024 είναι λανθασμένο. Παρέθεσε τα επιχειρήματά του όπως και οι παραιτηθέντες. Όπως επίσης και οι 21 αρθρογράφοι οι οποίοι υπέγραψαν κοινό άρθρο διαμαρτυρίας, αποκηρύσσοντας την απόφασή του ως «τρομερό λάθος», το οποίο «αποτελεί εγκατάλειψη των θεμελιωδών εκδοτικών πεποιθήσεων της εφημερίδας που αγαπάμε».
Κανείς τους δεν απολύθηκε. Ούτε και πρόκειται. Ο αμερικανικός Τύπος έχει εξαιρετικά βαθιά δημοκρατικά θεμέλια τα οποία τον κρατούν εκεί που πρέπει ακόμα και σε καιρούς εξαιρετικά χαλεπούς.
Τόσο, που η Washington Post δημοσιεύει ένα συναρπαστικό ρεπορτάζ, ένα εκτενέστατο ρεπορτάζ εξηγώντας πότε και πώς ο Τραμπ ο οποίος, όπως λέει, έβριζε τον Μπέζος συναντήθηκε μαζί του αλλά και τι μεσολάβησε σε ένα οργιώδες παρασκήνιο συμφερόντων ώστε να ξεπεραστούν οι συγκρούσεις τους και ενωθούν τα συμφέροντά τους σε πάρα πολλά επίπεδα. Οι λεπτομέρειες δεν είναι καθόλου κολακευτικές για τον εκδότη της εφημερίδας στον οποίο το άρθρο αναφέρεται με τον όρο «ο Μπέζος» ωσάν να ήταν η εφημερίδα κάποιου άλλου και όχι του ιδίου. Τα όσα γράφουν είναι ένα πλήγμα στην εικόνα του Μπέζος, χωρίς προηγούμενο.
Το ρεπορτάζ, η έρευνα καλύτερα, αξίζει να διαβαστεί όχι μόνο από τους δημοσιογράφους αλλά και από τον καθένα. Είναι ένας σταθμός, ένα σημείο αναφοράς.
Κανείς από τους τέσσερις κορυφαίους συντάκτες που την υπογράφουν δεν παραιτήθηκε, ούτε και πρόκειται. Και μέσα από αυτή την κίνηση αμφισβήτησης η οποία θα περάσει στα χρονικά και η οποία σαφώς και δεν θα είχε τόσες πολύ άβολες λεπτομέρειες για τον ιδιοκτήτη και τον Τραμπ εάν είχαν γνώση, θα αποκτήσει πολύ περισσότερους συνδρομητές από όσους θα χάσει.
Η δημοσιογραφία είναι και αυτή μια δουλειά. Με τους δικούς της κανόνες σίγουρα και μακριά από αυτάρεσκες και γραφικές θεωρίες περί «λειτουργήματος και όχι επαγγέλματος», καταγέλαστες το 2024.
Η νοσοκόμα η οποία είναι αναγκασμένη να καθαρίσει την ανάγκη του αρρώστου που δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί μόνος του, σίγουρα είναι πολύ πιο κοντά στον όρο λειτούργημα από ό,τι ο δημοσιογράφος.
Ο οποίος έχει την ευθύνη αλλά μαζί και την επιλογή εάν θέλει, μεταφορικά μάλιστα, να κάνει κάτι τέτοιο ή να επιλέξει να κάτι άλλο, πολύ πιο εύκολο και πολύ πιο απλό.