Ο δημοσιογράφος Κωστής Κωνσταντίνου, από την πρώτη γραμμή των γεγονότων, παρακολουθεί, καταγράφει και αναλύει όλες τις εξελίξεις για το philenews

Οι σχέσεις του Ισραήλ με τις ΗΠΑ δείχνουν για άλλη μια φορά να δοκιμάζονται λόγω της στάσης την οποία τηρεί ο Βενιαμίν Νετανιάχου ως προς το κρίσιμο ζήτημα της ενημέρωσης της Ουάσιγκτον για κάθε επόμενο βήμα του Ισραήλ. 

Μια στάση η οποία αφορά τη συνήθως εκ των υστέρων ενημέρωση των Ηνωμένων Πολιτειών αντί την εκ των προτέρων, όπως τουλάχιστον αφήνεται να νοηθεί από τους Αμερικανούς. 

Η σημερινή αποκάλυψη της Wall Street Journal ότι η Ουάσιγκτον δεν είχε ιδέα για την εξόντωση του ηγέτη της Χεζμπολάχ Χασάν Νασράλα και πως ο αμερικανός ΥΠΑΜ Λόιντ Όστιν το έμαθε τηλεφωνικώς από τον ισραηλινό ομόλογό του αντιδρώντας αμήχανα με τη φράση «συγνώμη, τι είπατε;», θα μπορούσε να ήταν μια ιδιαίτερα αστεία στιγμή εάν δεν αφορούσε κρίσιμα πράγματα τα οποία επηρεάζουν το μέλλον της Μέσης Ανατολής.

Προσπερνώντας την υποψία όλο αυτό το σκηνικό να είναι μια καλοστημένη παράσταση ενόψει της ανάγκης των Δημοκρατικών να διατηρήσουν κρίσιμες ισορροπίες ενόψει των εκλογών του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, μια υποψία όχι παράλογη η οποία όμως δεν τεκμαίρεται ακόμα, η κρίση στις σχέσεις των δύο ηγετών πρέπει να θεωρείται παράγοντας κρίσιμος για τις εξελίξεις που έρχονται το επόμενο διάστημα. 

Η προγραμματισμένη για αργότερα σήμερα τηλεφωνική επικοινωνία τους, η πρώτη εδώ και δύο μήνες, έρχεται εν μέσω δημοσιευμάτων τα οποία θέλουν την τελευταία επικοινωνία να είχε λήξει επεισοδιακά, με τον Μπάιντεν να αποκαλεί όχι μόνο «ψεύτη» αλλά και «γιο της σκύλας» τον Νετανιάχου με βάση αναφορές διεθνών ΜΜΕ οι οποίες δεν διαψεύστηκαν από καμία πλευρά. Με βάση, λοιπόν, το δεδομένο αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δύο ηγέτες δεν είναι κάτι που πρέπει να αναμένεται εύκολα. 

Πόσω δε μάλλον, όταν και ο ηγέτης της μείζονος αντιπολίτευσης ο Γιάιρ Λαπίντ δήλωσε σήμερα ότι το Ισραήλ δεν μπορεί να αντιμετωπίζει τις ΗΠΑ ως σύμμαχο μόνο όταν του συμφέρει, αδειάζοντας τον Νετανιάχου, αποκαλώντας τον λαγό και εξηγώντας πως σε κλειστά δωμάτια και συνομιλώντας με τους ξένους διαπραγματευτές εμφανίζεται φοβερά πρόθυμος ως και ασυγχώρητα υποχωρητικός για να κάνει στη συνέχεια το αντίθετο, περιφρονώντας τους πάντες και πλήττοντας έτσι την εικόνα και την αξιοπιστία του Ισραήλ. 

Τούτων λεχθέντων, ο ελέφαντας στο δωμάτιο ήταν και παραμένει ένας: Το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και η αντιμετώπισή του ως προς την οποία υπάρχει τεράστια απόσταση ανάμεσα στις δύο κυβερνήσεις. 

Η κυβέρνηση Νετανιάχου θεωρεί, όπως και οι Ρεπουμπλικανοί στις ΗΠΑ, απόλυτα λανθασμένη την τακτική της διαπραγμάτευσης με το Ιράν για το ζήτημα και, ειδικά δύο 24ωρα μετά τη δήλωση του Αρχηγού της CIA, ότι το Ιράν είναι σε θέση να δημιουργήσει πυρηνικές γομώσεις οπλικών συστημάτων σε μία εβδομάδα, δύσκολα μπορεί να υπάρξει αντίλογος σε αυτή την εκτίμηση. Η καθησυχαστική προσθήκη στη δήλωση του Ουίλιαμ Μπερνς ότι εάν το Ιράν το πράξει οι ΗΠΑ θα το γνωρίζουν την ίδια στιγμή, δεν προσφέρει και πολλά στο Ισραήλ και αυτό δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση Νετανιάχου.

Το Ισραήλ θεωρεί -και λογικά- απολύτως υπαρξιακή την απειλή του Ιράν και δεν είναι διατεθειμένο να επιτρέψει στο καθεστώς της Τεχεράνης να φτάσει σε ένα τέτοιο σημείο, που θα ανέτρεπε όλες τις ισορροπίες και θα επέβαλλε μια ιρανική ηγεμονία στη Μέση Ανατολή. 

Κάτι που αντιμετωπίζουν με τρόμο και τα κράτη του Κόλπου.

Από την άλλη, κανείς δεν μπορεί να ξέρει πού θα οδηγούσε η γενίκευση της σύρραξης, ελλείψει μάλιστα, ενός μετώπου αρραγούς έναντι του Ιράν, κυρίως λόγω των συμφερόντων που έχουν αναπτύξει χώρες τις Δύσης με το καθεστώς αυτό. 

Εάν το Ισραήλ είναι διατεθειμένο, τουλάχιστον σε επίπεδο κυβέρνησης -αλλά και αντιπολίτευσης η οποία ήταν εξαφανισμένη τις δύο τελευταίες εβδομάδες κατά τις ευνοϊκές για το Ισραήλ και την κυβέρνηση εξελίξεις- να συγκρουστεί με τις ΗΠΑ και να προχωρήσει μονομερώς σε ένα μεγάλο χτύπημα κατά του Ιράν, γνωρίζοντας πως οι ΗΠΑ δεν έχουν την πολυτέλεια να αφήσουν ακάλυπτο το Ισραήλ, είναι το million dollar question, όπως συνηθίζουν να λένε και οι Αμερικανοί.

Η αποψινή τηλεφωνική συνομιλία ίσως προσφέρει κάποια εκτόνωση αλλά αμφίβολο εκ των πραγμάτων είναι ότι θα φέρει λύσεις σε μια σύγκρουση βαθιά που χρονολογείται και είναι σύγκρουση ουσίας, όχι εντυπώσεων.