Γρήγορες διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων ασύλου, δικαιώματα και υποχρεώσεις, διακοπή καθεστώτος και επιδομάτων σε μη συμμορφώσεις και screening αιτητών τις πρώτες πέντε ημέρες μετά την άφιξή τους, προβλέπονται στο νέο νομοσχέδιο που συγγράφεται τώρα για τους πρόσφυγες και μετανάστες.
Οι χιλιάδες αιτήσεις για πολιτικό άσυλο καθώς και οι πολύπλοκες διαδικασίες εξέτασής τους σε συνδυασμό με τον δαιδαλώδη νόμο περί προσφύγων του 2000, ανάγκασαν τον υπουργό Εσωτερικών Νίκο Νουρή να ζητήσει από το Υπουργικό Συμβούλιο να εγκρίνει την εκ βάθρων αλλαγή του νόμου. Το έργο ανατέθηκε στην Επίτροπο Διοίκησης Λουΐζα Χριστοδουλίδου Ζαννέτου, η οποία ανέφερε στον «Φ» ότι ο υφιστάμενος νόμος, από τις πολλές παρεμβάσεις που έχει δεχτεί, κατέληξε να γίνει δυσανάγνωστος και δύσκολος στη εφαρμογή του, καθότι κάνει παραπομπές σε πολλά άρθρα και αχρείαστες επαναλήψεις και εισαγάγει νέα άρθρα με νέες αριθμήσεις. Περαιτέρω η ανάγκη αναθεώρησης προκύπτει και από το γεγονός ότι οι αριθμοί των αιτήσεων ασύλου έχουν φτάσει σε τέτοιους αριθμούς που απαιτούνται πλέον ρυθμίσεις, άλλες όσον αφορά τις διοικητικές πρακτικές και άλλες για τις δικαστικές διαδικασίες.
Το γραφείο της Επιτρόπου Νομοθεσίας απασχολείται εδώ και τρείς μήνες με το ζήτημα αυτό. Έχει δημιουργηθεί ειδική ομάδα από νομικούς με ειδίκευση στο διεθνές δίκαιο. Μελετάται, όπως μας ανέφερε η κ. Ζαννέτου, το πρότυπο της Ελλάδας, η οποία παρουσίαζε αντίστοιχα προβλήματα με την Κύπρο και τα αντιμετώπισε επιτυχώς.
Μεταξύ άλλων, γίνεται εισήγηση για:
> Δημιουργία Υπηρεσίας Υποδοχής και Ταυτοποίησης.
> Διαχωρισμός των αιτήσεων κατά την υποβολή τους και η αντίστοιχη προτεραιοποίηση εξέτασης τους.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Kόβονται παροχές για αιτητές ασύλου με νέα νομοθεσία
Πρόκειται για ένα νόμο, τονίζεται, που σχετίζεται άμεσα με ανθρώπινα δικαιώματα και χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αυστηρή τήρηση των οδηγιών της ΕΕ και των Διεθνών Συμβάσεων. Παράλληλα όμως ο τεράστιος αριθμός των αιτήσεων που εκκρεμούν και που υποβάλλονται καθημερινά, μας προκαλεί να εξεύρουμε νομοθετικά τους νόμιμους τρόπους χειρισμού των υποθέσεων αυτών τόσο σε διοικητικό όσο και σε δικαστικό επίπεδο.
Επίσης, σημειώνει η Επίτροπος, απαιτείται η ενίσχυση της συνεργασίας και καλύτερου συντονισμού των υπηρεσιών. Επιπρόσθετα, με τη νέα νομοθεσία, γίνεται μία σχολαστική εξέταση και σύγκριση των νόμων Κύπρου και Ελλάδος και παράλληλα των Οδηγιών της ΕΕ που ενδεχομένως να έχουν εναρμονιστεί με τέτοιο τρόπο που να επιδέχονται βελτιώσεις. Πιο συγκεκριμένα, υπάρχουν ορισμένες πρόνοιες του υφιστάμενου Περί Προσφύγων Νόμου οι οποίες επιδέχονται πιο αυστηρής εναρμόνισης με τις οδηγίες της ΕΕ. Ένα τέτοιο παράδειγμα, παρατηρεί η Επίτροπος Νομοθεσίας, είναι και ο ορισμός της οικογενειακής επανένωσης που πλέον θα συμπεριλαμβάνει οικογενειακούς δεσμούς ασχέτως εάν αυτοί δημιουργήθηκαν πριν ή µετά την είσοδο του διαμένοντος στη Δημοκρατία, σε αντίθεση με τον σημερινό ορισμό που συμπεριλαμβάνει μόνο δεσμούς που δημιουργήθηκαν πριν την είσοδο στη Δημοκρατία.
Άλλο παράδειγμα αποτελεί και η εναρμόνιση με τον Κανονισμό (ΕΕ) 2021/2303 ο οποίος προνοεί την σύσταση του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο ο οποίος αντικατέστησε και διαδέχθηκε την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο και αποτελεί τον συνεργάτη και αρωγό της Δημοκρατίας στα θέματα αυτά.
Τέλος, υπάρχει προσπάθεια τεχνολογικού εκσυγχρονισμού όλων των διαδικασιών που σχετίζονται με την αίτηση. Γίνεται εισήγηση όπως η βεβαίωση υποβολής αίτησης μπορεί να εκδίδεται σε μορφή κάρτας με ηλεκτρονική καταγραφή και ανανέωση, καθώς και με κάθε πρόσφορο τεχνολογικά μέσο. Τέτοιος εκσυγχρονισμός επίσης αποβλέπει στη γενικότερη αυτοματοποίηση των υπηρεσιών, για παράδειγμα, σε περίπτωση ολοκλήρωσης της αίτησης να υπάρχει αυτόματη ακύρωση της βεβαίωσης υποβολής αίτησης που είναι το έγγραφο που δίνει και όλα τα δικαιώματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πόσo κοστίζει στο κράτος η μεταναστευτική κρίση
Το κείμενο που προτείνει η Επίτροπος θα αποσταλεί στο αρμόδιο Υπουργείο το οποίο θα το μελετήσει με τα αρμόδια εμπλεκόμενα τμήματα και υπηρεσίες και ακολούθως θα το θέσει σε δημόσια διαβούλευση και σε νομοτεχνικό έλεγχο από τη Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας.
Τομέας Υποδοχής και Ταυτοποίησης
Η σύνταξη του νέου νόμου αποβλέπει και στη διοικητική αλλά και τεχνολογική αναβάθμιση χειρισμού των υποθέσεων.
Παράδειγμα τέτοιας αναβάθμισης αποτελεί η πρόταση μας για τη δημιουργία ξεχωριστού τομέα στην Υπηρεσία Ασύλου που θα ονομάζεται Τομέας Υποδοχής και Ταυτοποίησης. Ο νέος Τομέας θα είναι αρμόδιος για να ενεργεί στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής και Ταυτοποίησης, όπως είναι σήμερα το Πουρνάρα, με αρμοδιότητα την υποδοχή των υπηκόων τρίτων χωρών και ανιθαγενών, την ενημέρωση τους σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, την ταυτοποίηση και την καταγραφή τους, τον ιατρικό τους έλεγχο αλλά κατά κύριο λόγο το διαχωρισμό των ανθρώπων αυτών στη βάση των ειδικών τους συνθηκών και της ευαλωτότητας τους, την ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο τα πρόσωπα χρήζουν ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων, τη διαπίστωση κατά πόσον πρόκειται για ανήλικα πρόσωπα, καθώς και τις χώρες από τις οποίες προέρχονται. Επίσης, ο νέος νόμος θα διασαφηνίσει και θα ενισχύσει το διαχωρισμό των αιτήσεων για σκοπούς οργάνωσης στο στάδιο εξέτασης τους, με αποτέλεσμα να προχωρούν αυτές που έχουν τα ειδικά χαρακτηριστικά και να εξετάζονται γρήγορα με την ταχύρρυθμη διαδικασία.
Γίνεται επίσης εισήγηση όπως εισαχθούν προθεσμίες που να καθιερώνουν την ταχεία εξέταση των αιτήσεων και των δικαστικών διαδικασιών ως επίσης και τη διασφάλιση της προσωπικής εμφάνισης του αιτητή στις εν λόγω διαδικασίες. Θεωρούμε πως με αυτές τις γρήγορες διαδικασίες θα αντιμετωπιστεί ο τεράστιος όγκος εξέτασης αιτήσεων παροχής διεθνούς προστασίας.
Προστίθεται επίσης πρόνοια για την υποχρέωση των αιτητών να συμμορφώνονται με τους κανονισμούς των κέντρων πρώτης υποδοχής ή κέντρων φιλοξενίας και για την αντίστοιχη μη τήρηση τους που σχετίζεται με την παροχή ή όχι της υλικής βοήθειας.
Επίσης θα εισαχθούν πρόνοιες με τις οποίες ο σεβασμός και οι υποχρεώσεις θα είναι πλέον αμφίδρομες, δηλαδή, από τους αιτητές προς το κράτος αλλά και από το κράτος προς τους αιτητές. Εισάγονται επιπτώσεις μέχρι και τερματισμού του καθεστώτος του αιτητή, αν δεν ενημερώνει για την αλλαγή διεύθυνσής του ή αν εργάζεται και δεν το δηλώνει.
Επιπλέον, θα πρέπει να βελτιωθεί ο τρόπος χειρισμού των μεταγενέστερων αιτήσεων που αποτελεί σήμερα ένα ιδιαίτερο θέμα του νόμου και επίσης το κατά πόσο υπάρχει δικαίωμα παραμονής ή όχι και πότε.