«Σήμερα, που το ανέσπερο για περισσότερες από εννέα δεκαετίες φως της ζωής μου τρεμοσβήνει, προαναγγέλλοντας το αναπόφευκτο τέλος, αναπολώ συχνά τα περασμένα. Θυμάμαι με άφατη συγκίνηση τους νέους που χάρισαν αγόγγυστα τη ζωή τους στην Πατρίδα, που ανέβηκαν με χαμόγελο τα σκαλιά της αγχόνης, που δεν παραδόθηκαν στον Εγγλέζο κατακτητή. Νιώθω χαρούμενος και περήφανος, γιατί μπόρεσα στη μακρά διαδρομή της ζωής μου, να προσφέρω στην Πατρίδα και στον άνθρωπο. Κι έτσι, σε δύο μέρες από σήμερα, ξεκινώ πάντα με πίστη, χαμόγελο και ελπίδα, τον δρόμο για το 94ο έτος της ζωής μου». Με αυτά τα λόγια από καρδιάς, δύο μέρες πριν συμπληρώσει τα 93 του χρόνια, πάντα ακμαίος και δυναμικός, ο αγωνιστής και δικηγόρος Ρένος Λυσιώτης παρέδωσε στις 14 Νοεμβρίου 2024 στο Μουσείο Αγώνος στη Λευκωσία, τη φωτογραφική του μηχανή, που χρησιμοποιούσε κρυφά όταν ήταν κρατούμενος στα κρατητήρια Πύλας, για 16 μήνες (Νοέμβριο 1956-Μάρτιο 1958).

Είπε μεταξύ άλλων ο Ρένος Λυσιώτης, στη σεμνή τελετή που έγινε στην παρουσία της υφυπουργού Πολιτισμού δρος Βασιλικής Κασσιανίδου: «Σήμερα, ο κύκλος της παράδοσης κειμηλίων μου στο Μουσείο Αγώνος κλείνει, κατά μια έννοια όπως ξεκίνησε, αφού παραδίδω τη γερμανικής προελεύσεως φωτογραφική μηχανή μου, μάρκας Bonafix, που έμπασα κρυφά στα κρατητήρια Πύλας πριν από κάπου 70 χρόνια και με την οποία απαθανάτισα, τόσο τους κρατούμενους συναγωνιστές μου, όσο και σκηνές από την εκεί διαβίωσή μας. Έχοντας συγκεντρώσει όλα αυτά τα κειμήλια, η αρχική μου σκέψη ήταν να τα κληροδοτήσω στον αγαπημένο μου εγγονό Φάνο, με την προσδοκία να του μεταλαμπαδεύσω τα δικά μου «πιστεύω». Σύντομα όμως, συνειδητοποίησα και βεβαιώθηκα ότι ο Φάνος είχε από μικρός, βαθιά ριζωμένη στην καρδιά και την ψυχή του, την αγάπη της Πατρίδας και της προσφοράς. Αποφάσισα, λοιπόν, να τα προσφέρω στο Μουσείο, έτσι ώστε όσο το δυνατόν περισσότεροι νέοι και οι νέες της Κύπρου, να μπορέσουν να τα δουν και να εμπνευστούν από αυτά. Γνωρίζω πως πολλοί αγωνιστές και πρώην δέσμιοι των κρατητηρίων, έχουν στην κατοχή και τη φύλαξή τους, πολλά και πολύτιμα κειμήλια του Αγώνα. Από το βήμα αυτό, σήμερα, τους παροτρύνω όλους αυτούς, να τα παραδώσουν στο Μουσείο Αγώνος, για να γίνουν κτήμα των νεότερων γενεών του τόπου μας και ολόκληρου του Ελληνισμού».

Σημειώνουμε ότι ο κ. Λυσιώτης, εκτός από τη φωτογραφική του μηχανή, έχει δωρίσει τα τελευταία 7 χρόνια στο Μουσείο Αγώνος και άλλα δικά του, σημαντικά, ιστορικά κειμήλια. Μεταξύ αυτών, περιλαμβάνονται περίπου 200 φωτογραφίες που είχε τραβήξει με την παλιά του Bonafix στα κρατητήρια Πύλας, οι οποίες αναρτήθηκαν, σε ψηφιακή μορφή, στην πλατφόρμα της Κυπριακής Βιβλιοθήκης, με τον τίτλο «Αδάμαστες Ψυχές», όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Έχει δωρίσει επίσης στο Μουσείο Αγώνος, το χειρόγραφο ημερολόγιό του, ένα αρχείο με έγγραφα και τεκμήρια από τα κρατητήρια Πύλας, μέρος της μυστικής αλληλογραφίας του όταν ήταν έγκλειστος στα κρατητήρια και μεγάλο αριθμό προκηρύξεων της ΕΟΚΑ.

Ο Μαρτίνος, ο Αυγερινός και ο Ραφαήλ…

Σε χαιρετισμό της στην εκδήλωση, η υφυπουργός Πολιτισμού, είπε μεταξύ άλλων ότι «σήμερα το Μουσείο, υποδέχεται με συγκίνηση, την προσφορά ενός ακόμη αντικειμένου ιστορικής αξίας, το οποίο ήρθε για να εμπλουτίσει τις συλλογές του. Η φωτογραφική σας μηχανή, αγαπητέ κύριε Λυσιώτη, βρίσκεται πλέον εκεί που της αρμόζει, για να εκτίθεται και να παραδοθεί και στις επόμενες γενεές, οι οποίες θα έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τις δύσκολες στιγμές που περάσατε με τους συναγωνιστές σας, την περίοδο της κράτησης σας στην Πύλα. Ο κ. Ρένος Λυσιώτης, αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα της σύγχρονης ιστορίας της πατρίδας μας. Γεννηθείς στη Λάρνακα το 1931, ο υιός του λυρικού ποιητή Ξάνθου Λυσιώτη, μετοίκησε στη Λευκωσία, όπου φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο και στη συνέχεια σπούδασε Νομική στο Λονδίνο. Το 1955 επέστρεψε στην Κύπρο και αφού μαθήτευσε ως ασκούμενος δικηγόρος στο γραφείο του Ιωάννη Κληρίδη, πατέρα του Γλαύκου Κληρίδη, άνοιξε στη συνέχεια το δικό του γραφείο.

Κρατούμενοι στην κουζίνα των κρατητηρίων

Κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα 1955-1959, ανέλαβε την υπεράσπιση πολλών αγωνιστών ενώπιον των αποικιοκρατικών Ειδικών Δικαστηρίων και υπήρξε ένας από τους δικηγόρους των απαγχονισθέντων ηρώων Μιχάλη Κουτσόφτα και Ανδρέα Παναγίδη, βιώνοντας από κοντά τις πιο συγκλονιστικές στιγμές τους. Ο ίδιος υπήρξε δραστήριο μέλος της ΕΟΚΑ, με τρία διαδοχικά ψευδώνυμα – Μαρτίνος, Αυγερινός και Ραφαήλ. Διετέλεσε υπεύθυνος της Νεολαίας της ΕΟΚΑ του τομέα Λευκωσίας και το 1956, πρώτος υπεύθυνος της Πολιτικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα (ΠΕΚΑ) Λευκωσίας. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, του ανατέθηκε η οργάνωση ομάδας νέων για παρακολούθηση και συλλογή πληροφοριών. Συνελήφθη από τους Άγγλους στις 5 Νοεμβρίου 1956 και, αφού κρατήθηκε για 18 μέρες στο ανακριτήριο της Ομορφίτας, όπου υπέστη βασανιστήρια, οδηγήθηκε στα κρατητήρια της Πύλας. Εκεί ανέλαβε με εντολή της Οργάνωσης, υπεύθυνος των κρατούμενων αγωνιστών. Από τα κρατητήρια Πύλας απολύθηκε στις 13 Μαρτίου 1958. Έχει καταγράψει τις εμπειρίες του, μέσα από σειρά βιβλίων όπως το «Στρατάρχα μου, παραδίδομαι!…και 19 άλλες ιστορίες», το οποίο έγραψε για χάρη του εγγονού του, Φάνου».

Από αριστερά Ανδρέας Τενίζης, Νίκος Κόσης και Ρένος Λυσιώτης στον θάλαμο των κρατητηρίων.

Η δρ Κασσιανίδου αναφέρθηκε στη μεγάλη συμβολή του Μουσείου Αγώνος στην ιστορική μνήμη του κυπριακού λαού, αλλά και στη σημαντικότητά του ως ένα επιστημονικό και εκπαιδευτικό κέντρο και ανακοίνωσε ότι «το υφυπουργείο Πολιτισμού σκοπεύει να το ανακαινίσει και εκσυγχρονίσει πλήρως, όπως και του αρμόζει, ιδιαίτερα, αφού το 2025 κλείνουν 70 χρόνια από την έναρξη του Αγώνα».