Στις 7 του Αυγούστου του 1964 η εθνοφρουρά  της Κυπριακής Δημοκρατίας άρχισε στην περιοχή της Μανσούρας στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Τουρκοκυπριων στασιαστών και των Τούρκων της Τουρκίας που τους ενίσχυαν με στόχο την καθιέρωση στην περιοχή παράνομου αποσχιστικού καντονίου.

Την ίδια  μέρα η τουρκική αεροπορία άρχισε βομβαρδισμούς στην Κύπρο που κράτησαν μέχρι της 10 του Αυγούστου και κάλυψαν την περιοχή από την Πόλη της Χρυσοχούς μέχρι το Ξερό. Την επόμενη μέρα ο υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας Σταύρος Κωστόπουλος έστειλε το πιο κάτω μήνυμα στην ελληνική πρεσβεία στη Λευκωσία (Σπ. Παπαγεωργίου. Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του κυπριακού, τόμος Β, σελ. 112-113):  «Παρακαλώ όπως κατόπιν χθεσινών επιχειρήσεων Μανσούρας ανακοινώσητε Αρχιεπίσκοπον, Στρατηγόν Γρίβαν και Στρατηγούς Καραγιάννην και Γεωργιάδην κάτωθι μήνυμα κ. Προέδρου κυβερνήσεως: «Εκφράζομεν βαθυτάτην μας λύπην ότι όλαι αι συμφωνίαι μας αποβαίνουν  εις μάτην. Άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε, επακολουθούν δε δυσμενέσταται συνέπειαι. Τιθέμεθα τοιουτοτρόπως ενώπιον ερωτήματος κατά ποίον τρόπον δυνάμεθα να χωρήσομεν προς το μέλλον».  Αργότερα, ενώ οι τούρκικοι βομβαρδισμοί συνεχίζονταν, ο Παπανδρέου με νέο μήνυμά του στη Λευκωσία ζητούσε «αι εχθροπραξίαι δέον να λήξουν αμέσως».

Τέλος, στις 29 του Αυγούστου του 1964 ο Έλληνας πρωθυπουργός σε επιστολή του στον Μακάριο (Σπ. Παπαγεωργίου. στο ίδιο, σελίδα 324) μιλά για « την επίθεσιν της Μανσούρας , η οποία απεφασίσθη εν αγνοία της ελληνικής ηγεσίας».

Στις 29 του Ιούλη του 1964 γινόταν στην Αθήνα σύσκεψη κατά την οποία συζητήθηκαν θέματα αφορώντα την άμυνα της Κύπρου. Σ’ αυτή πήραν μέρος ο Παπανδρέου, ο Μακάριος , οι υπουργοί Εξωτερικών της Ελλάδας και της Κύπρου Κωστόπουλος και Κυπριανού, οι υπουργοί Άμυνας Γαρουφαλιάς και Γιωρκάτζης, ο υφυπουργός Παιδείας της Ελλάδας Λουκής Ακρίτας, οι στρατηγοί Γρίβας και Καραγιάννης και στρατιωτικοί παράγοντες της Ελλάδας.

Στη σύσκεψη, ύστερα από εισήγηση του Παπανδρέου, συμφωνήθηκε να επιδιωχθεί η διατήρηση της ειρήνης στην Κύπρο, για να αποφευχθεί ο  κίνδυνος ελληνοτουρκικού πολέμου.

Στις 5 του Αυγούστου οι στρατηγοί Γρίβας και Καραγιάννης βρίσκονταν ακόμα στην Αθήνα. Όπως καταγράφει ο Καραγιάννης (Σπ. Παπαγεωργίου Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν,  τόμος Β ,σελ. 134-135), εκεί ο Γαρουφαλιάς τους πληροφορεί πως ύστερα από τις προτάσεις Άτσεσον «επίκειται ενδεχομένως τέλος του Αυγούστου, η ένωσις της Κύπρου μετά της Ελλάδος» και τους ζήτησε «όπως διατηρηθεί εις Κύπρον ηρεμία και ύφεσις προς διευκόλυνσιν των διαπραγματεύσεων».  Όπως γράφει ο Καραγιάννης, οι δύο στρατηγοί υποσχέθηκαν στον Γαρουφαλιά πως θα κατέβαλλαν «απασας τας προσπαθείας ….. διά την διατήρησιν επί μακρόν της υφισταμένης εις Κύπρον γαλήνης και ησυχίας».  Ακόμα, ο Καραγιάννης αναφέρει πως και ο Παπανδρεόυ τους μίλησε περί της «επικειμένης δηλαδή αμέσου ενώσεως «συστήσας την δημιουργίαν εν τη νήσω πνεύματος ειρηνικού και υφέσεως». Η συμφωνία λοιπόν για διατήρηση της ειρήνης είναι γεγονός. Εκείνο που πρέπει να εξεταστεί είναι αν ενημερώθηκε ή όχι η Αθήνα πριν αρχίσει η επιχείρηση στη Μανσούρα.

Η μαρτυρία του Άγγελου Βλάχου

Ο γνωστός για τα έντονα αισθήματά του εναντίον του Μακάριου και του Γρίβα Άγγελος Βλάχος επιχειρεί να παρουσιάσει ως ένοχο τον αρχιεπίσκοπο γράφοντας σε κείμενό του  με ημερομηνία 31 Μάρτη του 1976(Γ. Καλποδάκη, Κυπριακό 1954-1974, σελ 607-608)  τα ακόλουθα:  «Παρά τα επανειλημμένα ταξίδια του εις Αθήνας , ο Αρχιεπίσκοπος επεχείρησεν να ασκήσει πίεσιν επί των Τουρκοκυπρίων διά της εξαπολύσεως επιθέσεως εναντίον των τουρκικών θυλάκων (Μανσούρα- Κόκκινα)».

Ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου απέστειλεν αυστηρότατον τηλεγράφημα την 7ην Αυγούστου 1964, εις τον Μακάριον, όταν ήρχισαν τα επεισόδια. Μεταξύ άλλων ο πρωθυπουργός λέγει «εκφράζομεν βαθυτάτην λύπην διότι όλαι αι συμφωνίαι μας αποβαίνουν εις μάτην. Άλλα  συμφωνούμεν και άλλα πράττετε».  Μετά από τρεις εβδομάδας, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου απέστειλε και πάλιν εις τον Αριχιεπίσκοπον αυστηροτάτην επιστολήν. Μεταξύ άλλων λέγει « εν πλήρει άγνοία της ελληνικής ηγεσίας εγένετο η επίθεσις  εν Μανσούρα». Εις την επιστολή αυτήν ο Αρχιεπίσκοπος απήντησε την 21ην Φεβρουαρίου 1965 (!), ήτοι μετά από ολόκληρο πεντάμηνον».

Ο λόγος της επίθεσης

Το σύντομο απόσπασμα του Βλάχου περιλαμβάνει ίσως όλα τα στοιχεία που συνθέτουν  τον μύθο που έχει δημιουργηθεί γύρω από το θέμα.  Αναφέρει ο Έλληνας διπλωμάτης πως ο Μακάριος με την επιχείρηση της Μανσούρας επιδίωξε «να άσκησει πίεσιν επί των Τουρκοκυπρίων» και στέλνει το μήνυμα πως η επιχείρηση αυτή δεν χρειαζόταν. Ας δούμε όμως τι αναφέρει ο Γρίβας που στις 6 του Αυγούστου έφθασε από την Αθήνα στην Κύπρο (Σπ. Παπαγεωργίου, Από την Ζυρίχην εις τον Αττίλαν, τόμος  Β, σελ. 135): «Άμα τη αφίξει μου, γράφει ο Γρίβας, ο στρατηγός Πρόκος μου ανέφερε ότι εις την περιοχήν του προγεφυρώματος διεξάγεται μάχη διότι οι Τουρκοκύπριοι προσέβαλαν τας θέσεις του εκεί τάγματός μας. Ο υπουργός Γεωρκάτζης όστις ήτο το παρών, με παρεκάλεσε να κατέβω εις το προεδρικόν όπου συνεδρίαζε το Υπουργικόν Συμβούλιον. Με συνόδευσαν οι Στρατηγοί Γεωργιάδης και Πρόκος. Αφού ο διευθυντής του 3ου γραφείου , Αντ/αρχης Ντάβος ανέλυσε την στρατιωτικήν κατάτασιν και κατόπιν συζητήσεως, απεφασίσθη η ανάληψις επιχειρήσεων κατά του προγεφυρώματος».

Η επίθεση λοιπόν στη Μανσούρα δεν έγινε από πρωτοβουλία του Μακάριου ούτε φυσικά για να ασκηθεί πίεση «επί των Τουρκοκυπρίων» αλλά για να αντιμετωπιστεί η στρατιωτική κατάσταση, όπως την είχαν παρουσιάσει οι στρατιωτικοί.

Για τους κινδύνους που υπήρχαν ο Μακάριος έγραφε στις 21 Φεβρουαρίου του 1965 στον Παπανδρέου (Άρ. Κάτση, Από την ανεξαρτησία στην τουρκική εισβολή, σελ. 50): «Η μάχη όμως εκείνη είχεν ως αποτέλεσμα την διάλυσιν του μεγαλυτέρου και ισχυρότερου τουρκικού καντονίου, διά του οποίου συνεχώς η Τουρκία ενίσχυε τους Τουρκοκύπρίους και το οποίον, ως διεπιστώσαμεν μετά τη κατάλυσίν του, θα απετέλει απροσπέλαστον προγεφύρωμα εις περίπτωσίν τουρκικής εισβολής. Άνευ της μάχης εκείνης ο κίνδυνος διαμελισμού της Κύπρου ή της «καντονοποιήσεως» θα ήτο απείρος μεγαλύτερος».

Ο Βλάχος μιλά για επιστολή του Παπανδρέου στον Μακάριο, ενώ όπως έχουμε δει, το «άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε» δεν απευθυνόταν μόνο στον Μακάριο αλλά και στους στρατηγούς Γρίβα, Καραγιάννη και Γεωργιάδη. Βέβαια, ο βασικός στόχος του Παπανδρέου ήταν ο Μακάριος που κάθε άλλο παρά τον συμπαθούσε.

Το ΓΕΕΘΑ είχε ενημερωθεί

Ο Βλάχος αναφέρεται επίσης στην επιστολή του Παπανδρέου στον Μακάριο στις 29 Αυγούστου του 1964, στην οποία ο πρωθυπουργός  γράφει πως η επιχείρηση της Μανσούρας έγινε χωρίς γνώση της ελληνικής κυβέρνησης. Ακόμα, ο Βλάχος τονίζει την καθυστέρηση της απάντησης του Μακάριου στον Παπανδρέου και για να δημιουργήσει λανθασμένες εντυπώσεις δεν αναφέρει ούτε λέξη από το περιεχόμενο της απάντησης το Κύπριου προέδρου.

Ο Μακάριος απαντώντας στον ισχυρισμό του Παπανδρέου πως η επιχείρηση της Μανσούρας αποφασίστηκε εν «πλήρει αγνοία της ελληνικής κυβερνήσεως» γράφει στον Έλληνα πρωθυπουργό στις 29 του Φλεβάρη του 1965 (Σπ. Παπαγεωργιου Τα κρίσιμα ντοκουμέντα του κυπριακού, τόμος Β, σελ. 327 -333):  «Απεφασίσαμεν να κρατήσομεν την επί της κορυφής θέσιν μας, εάν δε οι Τούρκοι συνέχιζον  βάλλοντες εις τον Λωρόβούνον να επιχειρήσομεν κατάληψίν του υψώματός του. Πριν, όμως προβώμεν εις πραγματοποίησιν της αποφάσεως ταύτης και διαρκούσης εισέτι της συσκέψεως εζήτησα να επικοινωνήσω τηλεφωνικώς μετά του υπουργού Εξωτερικών κ. Σταύρου Κωστοπούλου, διά να ενημερώσω και ζητήσω τας απόψεις της ελληνικής κυβερνήσεως. Αλλ’ οι παρόντες στρατιωτικοί μου είπον ότι είναι προτιμότερον  να επικοινωνήσουν αυτοί μετά του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου, δια να δώσουν περισσοτέρας εξηγήσεις από στρατιωτικής πλευράς. Ως εκ των υστέρων ήλεγξα, επεκοινώνησαν πράγματι μετά του Γενικού Επιτελείου, ευθύς ως απεχώρησαν εις το Γραφείον μου».

Συνεχίζοντας ο Κύπριος Πρόεδρος αναφέρει: «Ηναγκάσθημεν να δώσομεν την μάχην, επληροφορήσαμεν την ελληνικήν κυβέρνησιν διά του Γενικού Επιτελείου, ελάβομεν παρ’ αυτού συγχαρητηρια διά την διάλυσιν των τουρκικών οχυρών (ως μου ανέφερεν η Διοίκησις της Εθνικής Φρουράς και τέλος, μήνυμα της υμετέρας εξοχότητος με την παρατήρησιν «αλλα συμφωνούμεν και αλλά πράττετε».

Την ενημέρωση της ηγεσίας του ελληνικού στρατού για την επιχείρηση της Μανσούρας πριν από την έναρξή της επιβεβαίωσαν και οι στρατηγοί Γρίβας και Γεωργιάδης. Συγκεκριμένα, στις 8 του Αυγούστου του 1964 ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Κύπρο Μιλτιάδης Δελιβάνης σε σήμα του στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών έγραφε (Σπ. Παπαγεωργίου, στο ίδιο, σελ. 113): «Αμφότεροι στρατηγοί προσέθεσαν μετ’ εμφάσεως ότι δεν είχον παραλείψει τηρήσει ενήμερον Γ.Ε.Ε.Θ.Α, παρά του οποίου ουδεμίαν αντίθετόν οδηγίαν έλαβον».

Για το ίδιο θέμα ο Γεώργιος Παπανδρέου σε σύσκεψη στην Αθήνα στις 13 του Αυγούστου είπε (Σπ. Παπαγεωργίου, στο ίδιο, σελ. 267): «Εδημιουργήθη εν αγνοία μας το ζήτημα της Μανσούρας.»Ελέχθη ότι υπήρξεν περί ταύτης συνεννόησις με κάποιον αξιωματικον του επιτελείου. Δεν ξέρω αν υπήρξε ούτε κα τι ήτο αυτή. Η διπιστώσις  όμως είναι ότι δεν υπήρξε συνεννόησις μεθ’ ημών, της ηγεσίας τουτέστιν της χώρας».

Ενώ δηλαδή ο Μακάριος έκρινε αναγκαίο να ελέγξει αν έγινε ενημέρωση του στρατιωτικού επιτελείου της Ελλάδας για την επιχείρηση που θα γινόταν στη Μανσούρα, ο Παπανδρέου αρνείται να εξετάσει ποιοι στρατιωτικοί ενημερώθηκαν και γατί δεν πληροφόρησαν γι΄αυτό την πολιτική ηγεσία.

Η ουσία επί του θέματος είναι απλή. Η κατηγορία εναντίον του Μακάριου και αξιωματικών ότι ξεκίνησαν την επιχείρηση της Μανσούρας, χωρίς να ενημερώσουν  την Αθήνα είναι άδικη. Το Γ.Ε.Ε.Θ.Α ενημερώθηκε έδωσε τη συγκατάθεσή του και συγχαρητήριά του. Αν αυτό  πράγματι δεν ενημέρωσε την κυβέρνηση, όφειλε αυτή να το εξετάσει. Όμως, η άρνηση του πρωθυπουργού να ασχοληθεί με το θέμα δημιουργεί αμφιβολίες για την αλήθεια της μη ενημέρωσής της κυβέρνησης.

Η επιστολή του Μακαρίου προς τον Γεώργιο Παπανδρέου

Η επιστολή του Μακάριου στον Παπανδρέου εξηγεί και την καθυστέρηση της γραπτής απάντησης του Αρχιεπισκόπου. Γράφει λοιπόν ο Κύπριος πρόεδρος  στον Έλληνα Πρωθυπουργό.  «Δεν απήντησα γραπτώς εις την επιστολήν εκείνην διότι επισκεφθείς μετ’ ολίγας ημέρας τας Αθήνας, είχον την ευκαιρίαν να συζητήσω προσωπικώς μεθ’ υμών το περιεχόμενον αυτής. Αντιλαμβάνομαι , όμως ότι η παράλειψις γραπτής απαντήσεως εδημιούργησε παρεξηγήσεις, πιθανώς δε και την εντύπωσιν ότι δεν θα επεθύμουν να καθορίσω σαφώς και εγγράφως την θέσιν μου έναντι ορισμένων εν την επιστολή ερωτημάτων και απόψεών σας. Επιπλέον αθηναική εφημερίς, λαβούσα σχετικάς προ την εν λόγω επιστολήν πληροφορίας ή εσκεμμένως διαστρεβλωθείσας υπ’ αυτής προέβη εις άδικον και ανοίκειον κατ’ εμού αρθρογραφίαν».

 Η εφημερίδα που κατηγορούσε έντονα τον Μακάριο ήταν η «Ελευθερία» που αποτελούσε εκφραστικό όργανο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, υπουργού στην κυβέρνηση Παπανδρέου. Συγκεκριμένα, στις 24 του Γενάρη του 1965 έγραφε πως η κυβέρνηση Παπανδρέου «είχε καταστήσει την ένωσιν σχεδόν πραγματικότητα» και «την εματαίωσαν ένας υπεύθυνος εις την Λευκωσίαν και «ένας ανευθυνουπεύθυνος εις τας Αθήνας, εννοώντας τον Μακάριο και τον Ανδρέα Παπανδρέου.

Ο Αρχιεπίσκοπος ζήτησε από την εφημερίδα να εξηγήσει με ποιο τρόπο αυτός ματαίωσε την ένωση και η «Ελευθερία» στις 29 του Γενάρη, του 1965 απάντησε πως «δεν είναι δυνατή η δημοσιότης όλων των στοιχείων». Την επόμενη μέρα η εφημερίδα ζητούσε από τον Μακάριο να δώσει στη δημοσιότητα την επιστολή που του είχε απευθύνει τον Αύγουστο του 1965 ο Έλληνας πρωθυπουργός και «να δώσει επίσης την απάντησίν του εις την επιστολήν αυτήν ή εάν δεν έχει στείλει ακόμα απάντησίν, να εξηγήσει διότι εσιώπησε».   Μετά από αυτή την πρόκληση, ο Μακάριος απάντησε και γραπτώς στην επιστολή του Παπανδρέου.

Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο Πάνος Κόκκας, διευθυντής της «Ελευθερίας» σ’ όλο το διάστημα της έκδοσής της, επισκέφθηκαν τον Μακάριο και απολογήθηκαν για όσα είχε γράψει η εφημερίδα εναντίον του.

Η παραίτηση Γρίβα και η επιστροφή του

Παρόλη την επιθυμία της κυβέρνησης Παπανδρέου για τερματισμό των επιχειρήσεων οι μάχες συνεχίστηκαν . Μάλιστα, στις 8 του Αυγούστου ο Γρίβας διαφώνησε με τον Παπανδρέου και υπέβαλε την παραίτησή του. Όμως, την επόμενη μέρα ξαναγύρισε στο στράτευμα ύστερα από έκκληση που του είχε απευθύνει ο Έλληνας Πρωθυπουργός.

Στη συνέχεια ο Γαρουφαλιάς έδωσε οδηγίες στον στρατηγό Καραγιάννη να γίνει επιχείρηση για κατάληψη των Κοκκίνων. Οι στρατιωτικοί όμως έκριναν πως οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις στην Τηλλυρία δεν ήταν σε θέση να έχουν επιτυχία σε τέτοια ενέργεια.

Στο μεταξύ, οι τουρκικοί βομβαρδισμοί συνεχίζονταν και οι βόμβες ναπάλμ και οι εκρηχτικές του ενός τόνου προκάλεσαν πολλές καταστροφές και θύματα. Σύμφωνα με ανακοίνωση της κυπριακής κυβέρνησης, από την μάχη της Μανσούρας και τους βομβαρδισμούς σκοτώθηκαν 53 Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες (25 στρατιωτικοί και 28 πολίτες) και τραυματίστηκαν 125 (69 στρατιωτικοί και 56 πολίτες).

Καταρρίφθηκε όμως ένας τουρκικό αεροπλάνο και συνελήφθη ο τραυματισμένος χειριστής του που αργότερα ξεψύχησε στο νοσοκομείο.  Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών, όπως γράφει ο Ανδρέας Παπανδρέου. (Η Δημοκρατία στο απόσπασμα, σελ. 202), ο Μακάριος ζήτησε από την Αθήνα να βοηθήσει την Κύπρο στρατιωτικά. Όμως, η βοήθεια που περίμεναν οι Ελληνοκύπριοι δεν ήρθε. Μόνο στις 9 του Αυγούστου εμφανίστηκαν στην Κύπρο ελληνικά αεριωθούμενα Φ84. Δεν χτύπησαν, αλλά έκαμαν επίδειξη για να ενθαρρύνουν τους Ελληνοκύπρίους που παρέμειναν πικραμένοι για την αδράνεια της Ελλάδας. Τελικά, στις 9 Αυγούστου το Συμβούλιο Ασφαλείας καλούσε την Τουρκία να σταματήσει τους βομβαρδισμούς και την Κύπρο να τερματίσει τις επιχειρήσεις στη Μανσούρα. Τελικά οι μάχες σταμάτησαν, αλλά η Τουρκία συνέχισε τους βομβαρδισμούς και την επόμενη μέρα στην Πόλη της  Χρυσοχούς.

Οι εξηγήσεις για τη φράση του Παπανδρέου

Μια φράση του Γεώργιου Παπανδρέου.  «Άλλα συφωνούμεν και άλλα πράττετε» αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα πιο πολυσυζητημένα θέματα στην πορεία του κυπριακού που δημιούργησε πολλούς μύθους. Η πραγματικότητα είναι πως η επιχείρηση της Μανσούρας έγινε για στρατιωτικούς λόγους ύστερα από εισήγηση των στρατιωτικών ηγετών της Κύπρου και με τη σύμφωνη γνώμη του κυπριακού υπουργικού συμβουλίου. Το στρατιωτικό επιτελείο της Ελλάδας ενημερώθηκε και δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση. Αν αυτό δεν ενημέρωσε την κυβέρνηση της χώρας, στο επιτελείο έπρεπε να στραφεί η οργή του Παπανδρέου και όχι προς τον Μακάριο, τον Γρίβα και τους άλλους στρατιωτικούς.  Ο Μακάριος συναντήθηκε με τον Παπανδρέου και τον ενημέρωσε για όλα τα γεγονότα που σχετίζονταν με το θέμα. Έτσι, έκρινε πως δεν χρειαζόταν να απαντήσει γραπτώς. Ο Παπανδρέου όμως άφησε ελεύθερη την «Ελευθερία» να συκοφαντεί τον Αρχιεπίσκοπο. Έτσι, αυτός αναγκάστηκε να απαντήσει στην επιστολή Παπανδρέου.

Εκείνο που πρέπει να επισημάνουμε είναι η έλλειψη σεβασμού του Παπανδρέου προς τον Κύπριο Πρόεδρο. Ενώ δηλαδή γνώριζε πως αυτός απέρριπτε το σχέδιο Ατσεσον, γιατί δεν δεχόταν την παραχώρηση κυπριακού εδάφους στην Τουρκία, ο Παπανδρέου έδινε διαβεβαιώσεις πως σε μερικές μέρες θα γινόταν η Ένωση.

Με την έναρξη των τουρκικών βομβαρδισμών στην Κύπρο, ο Παπανδρέου ένιωθε εκτεθειμένος απέναντι στους Ελληνοκυπρίους και τους Αμερικανούς. Απέναντι στους Ελληνοκυπρίους, γιατί τους έλεγε πως  «αν η Τουρκία ανοίξει την θύραν  του φρενοκομείου, η Ελλάς θα ακολουθήσει» και τώρα αδρανούσε. Έτσι, το «άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε» αποτελούσε μια δικαιολογία γι’ αυτή την αδράνεια.

Ο Παπανδρέου, πριν  από τα γεγονότα της Μασούρας, είχε  δώσει στους Αμερικανούς που προωθούσαν  τότε το σχέδιο Άτσεσον την υπόσχεση πως δεν θα επέτρεπε στρατιωτικές συγκρούσεις στην Κύπρο. Στη σύσκεψη στην Αθήνα στις 13 του Αυγούστου είπε: «Παρουσιάσθην ενώπιον της διεθνούς κοινής γνώμης ως απατεών διότι είχον διαβεβαιώσει τους πάντας ότι θα διατηρηθεί η ειρήνη εις την νήσον. Από της ώρας εκείνης το κύρος της ελληνικής κυβερνήσεως έπιπτεν, της κυπριακής όχι».

Ο Παπανδρέου λοιπόν με το «άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε» έστελνε στους Αμερικάνους το μήνυμα «δεν φταίω εγώ αλλά ο Μακάριος» που δεν τον συμπαθούσε ο ίδιος ούτε οι Αμερικάνοι. Το «άλλα συμφωνούμεν και άλλα πράττετε» χρησιμοποιείται από διάφορους με παραλείψεις και διαστρεβλώσεις για να επικριθεί ο Μακάριος σε ένα θέμα που, όπως δείχνουν τα γραπτά κείμενα , δεν έχει καμιά ευθύνη.  Όσον αφορά τον Άγγελο Βλάχο, ο Καλπαδάκης γράφει (στο ίδιο σελ. 597) πως το κείμενό του γράφτηκε «εν βρασμώ ψυχής». Όμως όποιος γράφει «εν βρασμώ ψυχής» εκφράζει το πάθος του και δεν μπορεί ή δεν θέλει να δει την αλήθεια.