Καθώς έχουν ήδη συμπληρωθεί 50 χρόνια από τη μεγάλη προδοσία του πραξικοπήματος και τη συνακόλουθη τραγωδία της τουρκικής εισβολής και της προσφυγιάς, γίνεται πολύς λόγος για τη διατήρηση της μνήμης της κατεχόμενης γης μας και για τη συνέχιση του αντικατοχικού μας «αγώνα», με στόχο την απελευθέρωση και την επανένωση της μαρτυρικής μας πατρίδας.

Ταυτόχρονα, ακούονται και φωνές-πιο σιγανές και ταπεινές, για την επιβαλλόμενη αναγκαιότητα της περισυλλογής και του αναστοχασμού για όλα όσα βιώσαμε όλα αυτά τα πέτρινα χρόνια. Επιβάλλεται, δηλαδή, με άλλα λόγια, χωρίς φόβο και πάθος, να δούμε με κριτική και αυτοκριτική ματιά και διάθεση όσα τραγικά βίωσε και εξακολουθεί να βιώνει ο δύσμοιρος τόπος και ο μάρτυρας λαός μας, για τα οποία υπάρχουν αίτια και αιτιατά, που δεν μπορούμε να αγνοούμε και να αποσιωπούμε. Και δεν αποτελεί αυτομαστίγωμα για κανένα άτομο και προπαντός για έναν ολόκληρο λαό, ο αναστοχασμός, η περισυλλογή δηλαδή και η αξιολόγηση των δεδομένων που συνθέτουν το πρόβλημα το οποίο καλείται να αντιμετωπίσει και να επιλύσει. Γιατί μόνο έτσι, λαμβάνοντας υπόψη όλα όσα έχουν προηγηθεί, αλλά και τις δοσμένες συνθήκες, τοπικές και διεθνείς, μπορούμε να χαράξουμε μια καινούργια πορεία που να διασφαλίζει τη συνέχιση των διαπραγματεύσεων υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με βάση το συμφωνημένο πλαίσιο-που δεν μπορεί να είναι άλλο από τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα και με αποκλειστικό και μόνο στόχο την επανένωση του νησιού μας και την ειρηνική συνύπαρξη.

Αν κάνουμε λοιπόν τον επιβαλλόμενο αναστοχασμό, δηλαδή αν γυρίσουμε το ρολόι του χρόνου προς τα πίσω, με στοχαστική, κριτική και αυτοκριτική ματιά, θα διαπιστώσουμε ότι αρχίζουμε να μιλάμε για κυπριακό πρόβλημα από τις αρχές της δεκαετίας του ’50, ενώ η ορολογία αυτή είναι διάχυτη στη σύγχρονη κυπριακή ιστοριογραφία, από τις αρχές της ανεξαρτησίας του 1960. Η ανεξάρτητη πορεία τη Κυπριακής Δημοκρατίας άρχισε στις 16 Αυγούστου 1960, ως αποτέλεσμα του απελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59, που αν και στόχευε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (ένα ανέφικτο και ουτοπικό αίτημα), είχε ως αποτέλεσμα το τέλος της 82χρονης βρετανικής αποικιοκρατίας για το πολύπαθο νησί μας και την κατάκτηση της ανεξαρτησίας, την οποία η συντριπτική πλειοψηφία του λαού-Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι, χαιρέτησαν με ανακούφιση και ιδιαίτερη ικανοποίηση.

Ακολούθησε η πολυτάραχη περίοδος των πρώτων 14 χρόνων της ανεξαρτησίας, η οποία υπονομεύτηκε βίαια και ασύστολα από δικούς και ξένους, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στο προδοτικό πραξικόπημα της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β’ στις 15 Ιουλίου 1974, που κατέλυσε τη δημοκρατία κι άνοιξε διάπλατα τις κερκόπορτες στον τουρκικό Αττίλα, για να εισβάλει στο νησί μας, πέντε μέρες μετά, στις 20 Ιουλίου, προκαλώντας στον τόπο και τον λαό μας μια πρωτόγνωρη τραγωδία, τις συνέπειες της οποίας βιώνουμε ως σήμερα, μισό αιώνα από τότε (προσφυγιά, νεκροί, αγνοούμενοι, μια μοιρασμένη πατρίδα και πολλά άλλα δεινά)… Στο ερώτημα που, αναπόφευκτα τίθεται καθώς κάνουμε τον αναστοχασμό μας, αν υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες στα 50 αυτά πέτρινα χρόνια, η απάντηση δεν είναι δύσκολη.

Δεν ήταν άραγε χαμένες ευκαιρίες το Αγγλο-αμερικανικό-καναδικό σχέδιο λύσης του 1978, οι δείκτες Κουεγιάρ το 1984, οι ιδέες Γκάλι το 1993, το σχέδιο Ανάν το 2004 και το πλαίσιο Γκουτέρες το 2017 στο Κρανς Μοντανά, όπου υπολειπόταν το τελευταίο μίλι για τη λύση, όπως έλεγαν όλοι οι συμμετέχοντες; Η ιστορική πραγματικότητα καταδεικνύει πως, ναι, ήταν χαμένες ευκαιρίες, είτε θέλουν να το παραδεχτούν κάποιοι είτε όχι. Δεν έχει όμως αυτό πια καμιά σημασία. Όπως πολύ ορθά ανέφερε στον επετειακό για τις 20 του Ιούλη λόγο του ο πρόεδρός μας, η σημερινή κατάσταση- της ντε φάκτο διχοτόμησης, δηλαδή- δεν μπορεί να είναι η λύση του Κυπριακού.

Τόνισε ακόμα, εμφαντικά, πως δεν υπάρχουν «παγωμένες» κρίσεις (όπως η Γάζα καταδεικνύει, κατά τραγικό μάλιστα τρόπο). Κι αν, όπως δήλωσε καταληκτικά, «πολύ σύντομα θα είναι η ώρα των μεγάλων και τολμηρών αποφάσεων», ελπίζουμε και προσδοκούμε αυτές οι αποφάσεις να οδηγήσουν σύντομα το κλυδωνιζόμενο σκάφος της μοιρασμένης πατρίδας στο απάνεμο λιμάνι της επανένωσης και της ειρηνικής συνύπαρξης. Δεν έχουμε την πολυτέλεια για νέες εθνικές τραγωδίες, ανθρώπινες απώλειες, νέα δεινά και νέες περιπέτειες! Κι οφείλουν οι πάντες να το αντιληφθούν: Το μέλλον της ευρωπαϊκής Κύπρου δεν ανήκει στους εθνικιστές και στους πατριδοκάπηλους! Ανήκει στον λαό της Κύπρου!

*Φιλόλογος-συγγραφέας