Καθόταν πίσω μια παλιά ραπτομηχανή Singer και έραβε με αργές κινήσεις. Το σώμα του μπορεί να βάρυνε, το πνεύμα του όμως είναι ακμαιότατο, όπως ενός εφήβου. Φροντίζει, άλλωστε, να το τρέφει με διάβασμα και πολλή δουλειά, όπως λέει. «Θα συνεχίσω να δουλεύκω ώσπου θωρώ να περνώ τη βελόνα, πρέπει να δουλεύκει το μυαλό, να νιώθεις χρήσιμος στην κοινωνία», προσθέτει λέγοντας πως πέραν από τα ελληνικά, μιλά αγγλικά και τούρκικα και πως ήταν άριστος μαθητής στο σχολείο, αλλά λόγω του ότι προερχόταν από πολύ φτωχή οικογένεια, δεν κατάφερε να σπουδάσει. 

Ο Ανδρέας Καντώνης, από την κατεχόμενη Περιστερώνα Αμμοχώστου, στα 83 του χρόνια είναι ένας από τους μεγαλύτερους σε ηλικία εν ενεργεία ράφτες της Κύπρου και μετρά 71 ολόκληρα χρόνια στο επάγγελμα. Τα πλείστα χρόνια της ζωής του, τα πέρασε ράβοντας και επιδιορθώνοντας ρούχα για το προσωπικό των Βρετανικών Βάσεων Δεκέλειας και όταν συνταξιοδοτήθηκε άνοιξε ραφτάδικο δίπλα στο σπίτι του στη Λάρνακα, το οποίο διατηρεί μέχρι σήμερα. 

 

Μιλώντας στον «Φ» ο κ. Ανδρέας ανέφερε πως πήγε να μάθει την τέχνη της ραπτικής στα 12 του χρόνια και η προσπάθειά του ήταν να «ρουφήξει» όσο το δυνατόν περισσότερες γνώσεις από τα εργαστήρια που μαθήτευσε και δούλεψε, για να τελειοποιήσει τις γνώσεις του.

«Στο χωριό μας είχε 4 ράφτες και ο αδελφός μου κανόνισε να πάω στον ένα. Επήα έξι μήνες κοντά του και μετά άνοιξε μαχαζί στο Λευκόνοικο και επήα μαζί του. Επήαιννα με το ποδήλατο χειμώνα – καλοκαίρι. Έμεινα κοντά του τέσσερα χρόνια και μετά έμαθα δίπλα σε άλλους μαστόρους στη Λευκωσία και το Βαρώσι, για να “κλέψω” παραπάνω τέχνη. Στην πορεία αγάπησα πολλά τούντην δουλειά, παρόλο που ήθελα να σπουδάσω και οι δάσκαλοι ελέαν του παπά μου, να μεν φκω που το σχολείο». 

Κι ενώ ο στόχος του ήταν ν’ ανοίξει ραφτάδικο στο χωριό του, μια θέση εργασίας στις Βρετανικές Βάσεις Δεκέλειας, άλλαξε όλα του τα σχέδια και καθόρισε την πορεία της ζωής του. 

«Το 1953 όταν εκτίζαν τη Δεκέλεια, είχα ένα γνωστό που δούλευε στις Βάσεις μαζί με Πακιστανούς ράφτες. Οι Εγγλέζοι πάντα είχαν ράφτες Πακιστανούς, που ήταν τεχνίτες και εξέραν να ράφκουν τις στολές τους. Είχαν πολλή δουλειά, εψάχναν ράφτη και επήα εγώ. Δούλεψα μαζί με αυτά τα πλάσματα, που ήταν πολλά καλά, εννιά χρόνια και έμαθα μαζί τους να μιλώ άπταιστα Εγγλέζικα. Εξεκίνησα με 3 λίρες μισθό την εβδομάδα και ως το 1962, έπιανα 6 λίρες. Εράφκαμεν τις στολές των Εγγλέζων, επιδιορθώναμε τις και εβάζαμε τα γαλόνια τους. Συνήθως ράφκαμε για τους στρατιώτες και τις νοσοκόμες».

Τα δύσκολα χρόνια της προσφυγιάς

Στα χρόνια που πέρασαν η οικογένεια του κ. Ανδρέα μεγάλωσε, αφού απέκτησαν με τη σύζυγό του, η οποία απεβίωσε πριν από δύο χρόνια, δύο κόρες. Η πιο δύσκολη στιγμή της οικογένειας, όπως και για όλους τους πρόσφυγες, ήταν ο ξεριζωμός από το σπίτι τους στην Περιστερώνα, το κλειδί του οποίου φυλάει σε μια από τις ραπτομηχανές του ο κ. Ανδρέας, για να το χρησιμοποιήσει όταν επιστρέψει. 

«Όταν έγινε η εισβολή, ήρθε η κουνιάδα μου και φώναζε “πιάστε τα μωρά σας και φύεται και πέφτουν αλεξιπτωτιστές”. Επίναμε το τσάι μας με τη γυναίκα μου και αφήσαμεν τα φλυτζάνια μας γεμάτα και εφύαμε με τα μωρά. Πήγαμε στο μαχαζί στη Δεκέλεια. Εδώσαν μου ένα γραφείο, εφέραν κρεβάτια και εμείναμεν εφτά μήνες. Είχε ένα Τουρκοκύπριο, ήθελε να μου δώσει το σπίτι του στη Λάρνακα για να μείνουμε, αλλά δεν επήα επειδή είχαμε πολλή δουλειά και δεν είχα που να αφήσω τα μωρά. Μετά εκάμαμεν σε ένα οικόπεδο στην Ξυλοτύμπου, μια καμαρούα που εστοίχισε 350 λίρες. Νερό εν είχαμεν, αλλά εγύριζε η Κυβέρνηση και εγέμωνέ μας συχνά τις βαρέλες. Όταν εφύσε, εκάμναν πάνω κάτω οι τσίγκοι. Έλεα της γυναίκας μου, “εκάμαμεν το σπίτι των ανέμων”. To 1977 εγόρασα έναν οικόπεδο στη Λάρνακα, είναι εδώ που είμαστεν τωρά. Αγόρασα το τότε 4.840 λίρες και έκτισα μέσα. Μες την παράγκα εμείναμεν μέχρι το 1981». 

Στις Βρετανικές Βάσεις, παρέμεινε μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 2003. Ένιωθε, ωστόσο, πως δεν έκλεισε ο κύκλος του και έτσι άνοιξε δίπλα στο σπίτι του εργαστήριο επιδιόρθωσης ειδών ένδυσης. 

«Οι πρώτοι μου πελάτες ήταν Εγγλέζοι που τες Βάσεις και σιγά – σιγά άρχισα να έχω πελάτες και από τη Λάρνακα, που έρχονται για να τους επιδιορθώσω ρούχα. Λεν ότι η τέχνη μου εν άλφα – άλφα», λέει περήφανα και κλείνοντας αποκαλύπτει ένα μυστικό της. «Οι νέοι ράφτες δουλεύκουν με πατρόν. Εγώ εν εχρησιμοποίησα ποττέ πατρόν, χρησιμοποιούσα πάντα τη γεωμετρία. Για να καταλάβεις μια πρόβα έκαμνα στους σάκους των Εγγλέζων». 

Το αποκλειστικό συμβόλαιο με τις Βάσεις 

Στο πέρασμα των χρόνων, ο κ. Ανδρέας καθιερώθηκε και όταν του δόθηκε η ευκαιρία διεκδίκησε και εξασφάλισε αποκλειστικό συμβόλαιο συνεργασίας με τις Βρετανικές Βάσεις. 

«Το 1962 επαντρεύτηκα και μια κυρία που ήταν στις Βάσεις, μου είπε να με βοηθήσει να πιάσω το κοντράτο που τους Πακιστανούς. Είπα της, “εγώ είδα φως που τούντα πλάσματα, εν μπορώ να κάμω έτσι πράμα”. Όμως, όταν τέλειωσαν τις σπουδές τους οι γιοι του μάστρου, μετακόμισαν στην Αγγλία και τότε άρπαξα την ευκαιρία και έπιασα το κοντράτο. Έγινα ο ράφτης των Βάσεων από το 1965. Έπιασα ένα υπάλληλο και με βοηθούσε η γυναίκα μου που ήταν ράφταινα. Εστάθηκε δίπλα μου και εδουλέψαμεν πολλά σκληρά, πολλά σκληρά… Εγώ ουδέποτε εκοιμήθηκα μέρα, ουδέποτε εδούλεψα οκτάωρο. Εδουλεύκαμεν πάνω που 12 ώρες την ημέρα. Έκαμα τους πολλές δουλειές στις Βάσεις και πολλά δύσκολες. Έβαλλα τα παράσημά τους, έσαζα τα ρούχα τους, έραφκα τους άλλα. Το κοντράτο μου ήταν πολλά χαμηλό, αλλά κέρδος έβκαλλα όταν τους έραφκα τα πολιτικά τους ρούχα. Τα παντελόνια εράφκαμεν τα 5 λίρες και τες φορεσιές 16 λίρες, μετά από χρόνια όμως αυξηθήκαν οι τιμές. Το 1965 αγόρασα και ένα αυτοκίνητο 350 λίρες για να μετακινούμαι. Εζηλεύκαν μου μες το χωρκό επειδή ήμουν από τους λίγους που είχαν αυτοκίνητο. Η γυναίκα μου εφοάτουν πολλά, επειδή ήταν οι φασαρίες τότε και περνούσα που τους Τούρκους που το Πέργαμος, αλλά εν με πείραξε κανένας».