Ο Αγώνας της ΕΟΚΑ (1955-1959) αποτέλεσε την τελευταία εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση του ελληνισμού. Απώτερος στόχος του επαναστατικού κινήματος ήταν ο τερματισμός της ξένης κυριαρχίας, η απελευθέρωση του κυπριακού Ελληνισμού και η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα (Ένωση).

Για την υλοποίηση του εθνικού της οράματος (που ήταν και πολιτική επιδίωξη της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελλήνων Κυπρίων), η ΕΟΚΑ στήριξε τον στρατηγικό της σχεδιασμό στην υποταγή του στρατιωτικού κριτηρίου στο πολιτικό. Γι’ αυτό, οι στρατιωτικές μέθοδοι της ΕΟΚΑ δεν επιλέχθηκαν με την ψευδαίσθηση της επίτευξης μιας καθαρά στρατιωτικής νίκης, όπου οι Έλληνες Κύπριοι μαχητές θα «πετούσαν» τους Βρετανούς στη θάλασσα.

Αντίθετα, το ένοπλο ενωτικό κίνημα επιδίωξε να υποχρεώσει τη βρετανική κυβέρνηση να συνειδητοποιήσει ότι η Κύπρος θα αποτελούσε επιβάρυνση, αν η αποικιακή κυριαρχία έπρεπε να επιβάλλεται διά της βίας. Επομένως, μέσω της επαναστατικής δράσης, επιζητούσε να ασκήσει ισχυρή πίεση στους Βρετανούς ώστε να αποδεχτούν διαπραγματεύσεις, παρέχοντας τοιουτοτρόπως στην πολιτική ηγεσία (Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ΄ και ελληνική κυβέρνηση) ευκαιρίες για την επίτευξη μιας πολιτικής λύσης.

Η επαναστατική δράση στην Κύπρο ήταν μια σύνθεση ανορθόδοξου πολέμου (επιδρομών, τοποθέτησης βομβών, ενεδρών, δολιοφθορών, εμπρησμών, επιθέσεων εναντίον προσωπικού της βρετανικής αποικιακής φρουράς κ.λπ.) και λαϊκής εξέγερσης (διαμαρτυριών, απεργιών, διαδηλώσεων και παθητικής αντίστασης). Ως προς την τελευταία μορφή δράσης, η οργάνωση επέδειξε εντυπωσιακή ικανότητα στην καλλιέργεια λαϊκής υποστήριξης και την κινητοποίηση της ελληνικής κυπριακής κοινωνίας.

Οι πράξεις αυτοθυσίας των μελών της ΕΟΚΑ συντέλεσαν ώστε η προσοχή της ιστορικής έρευνας να επικεντρώνεται στις ένοπλες ενέργειες και γενικότερα στην επαναστατική δράση που ανέπτυξε το απελευθερωτικό κίνημα της Κύπρου. Εντούτοις, είναι σημαντικό να λάβουμε υπόψη ότι η στρατηγική και οι τακτικές της ΕΟΚΑ περιέλαβαν και περιπτώσεις κήρυξης «εκεχειριών», κατά τις οποίες τα μαχητικά κλιμάκια απείχαν από επιθετικές ενέργειες, ώστε η πολιτική ηγεσία να αναλάβει διαπραγματευτικές πρωτοβουλίες. Εξάλλου, η κήρυξη «εκεχειριών» είχε εφαρμοστεί και από τις ένοπλες εβραϊκές οργανώσεις στον αντιαποικιακό αγώνα τους εναντίον των Βρετανών κατά το β΄ μισό της δεκαετίας του 1940.

Ο όρος «εκεχειρίες» είναι χρήσιμος για να διακρίνουμε αυτές τις περιπτώσεις από άλλες παρόμοιες, όπου η ΕΟΚΑ, μετά από περιόδους εντατικών επιχειρήσεων ή πριν από τη συζήτηση του κυπριακού ζητήματος στον ΟΗΕ, απείχε από επιθετικές ενέργειες χωρίς να προβεί σε επίσημη ανακοίνωση περί των προθέσεών της.

Κατά τη διάρκεια της τετραετίας 1955-1959 ανακοινώθηκαν από τον αρχηγό της ΕΟΚΑ, τον Γεώργιο Γρίβα-Διγενή, τέσσερις «εκεχειρίες» σε κάποια χρονική στιγμή των ετών 1956, 1957 και 1958. Αυτές δεν ήταν «εκεχειρίες» με την κυριολεκτική σημασία του όρου, δηλαδή βραχείες αναστολές εχθροπραξιών με αμοιβαίες συμφωνίες των δύο πλευρών: Οι Βρετανοί δεν τις αποδέχτηκαν και συνέχισαν την εκστρατεία καταστολής, επειδή θεωρούσαν ότι η ΕΟΚΑ τις προκήρυξε προς ίδιον όφελος, δηλαδή για να αναδιοργανωθεί και να συνεχίσει το επαναστατικό της πρόγραμμα.

Ωστόσο, παρ’ όλο που τέτοιου είδους μονομερείς ανάπαυλες χρησιμοποιήθηκαν από τους Κύπριους επαναστάτες για να ανασυνταχθούν, θα ήταν αφελές να υποστηρίξουμε ότι αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός τους. Εξάλλου, κατά τη διάρκεια του Αγώνα της ΕΟΚΑ σημειώθηκαν περιπτώσεις όπου η οργάνωση διέκοψε προσωρινά τις ενέργειές της, χωρίς όμως να προσδίδει επίσημο χαρακτήρα στην απόφασή της. Για παράδειγμα, η βραχεία αναστολή επιχειρήσεων στα τέλη του Ιουνίου του 1955 ή κατά την περίοδο του Ιουλίου 1956 (όταν η ΕΟΚΑ αναπλήρωνε τις απώλειές της μετά από τις επιχειρήσεις των βρετανικών στρατευμάτων εναντίον των ανταρτών στις ορεινές περιοχές) αποδεικνύουν ότι όποτε η ΕΟΚΑ επιθυμούσε να αναδιοργανωθεί δε χρειαζόταν μια επίσημη «εκεχειρία» για να το πετύχει.

Επομένως, εφόσον η ΕΟΚΑ μπορούσε να κινηθεί υπογείως και ανεπίσημα για να ανασυνταχθεί, για ποιο λόγο κήρυξε τέσσερις «εκεχειρίες» κατά τη διάρκεια της επανάστασης; Αυτό συνέβη διότι η ελληνική κυβέρνηση (υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή) ήταν πεπεισμένη ότι από το επιχειρησιακό πρόγραμμα της ΕΟΚΑ έπρεπε να απουσιάζει η μονολιθικότητα. Ειδικότερα, η κυβέρνηση Καραμανλή πίστευε ότι οι εθνικές επιδιώξεις της ΕΟΚΑ μπορούσαν να πραγματοποιηθούν μέσω της επαναστατικής δράσης, αλλά σε συνδυασμό με την προγραμματισμένη αποχή από αυτή (αναλόγως των εκάστοτε εξελίξεων)

. Τον Αύγουστο του 1956, ο Άγγελος Βλάχος, ο γενικός πρόξενος της Ελλάδας στην Κύπρο, σε συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση, έπεισε τον Γεώργιο Γρίβα – Διγενή να κηρύξει «εκεχειρία» για μερικές μέρες. Η συγκεκριμένη κίνηση αποσκοπούσε στο να αντικρούσει το επιχείρημα της βρετανικής κυβέρνησης (υπό τον Άντονι Ίντεν) ότι διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Κύπρου δε μπορούν να λάβουν χώρα ενόσω στο νησί γινόταν εκτεταμένη χρήση βίας.

Επιπλέον, να επιφέρει διεθνή πίεση στο Λονδίνο για να δοθεί προβάδισμα στον διάλογο. Παρά ταύτα, το Λονδίνο παρερμήνευσε την πρωτοβουλία της ΕΟΚΑ ως αδυναμία και απάντησε με την ανακοίνωση όρων παράδοσης για τους Έλληνες Κύπριους αγωνιστές, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να δημιουργήσει ευνοϊκές συνθήκες για μια πολιτική διευθέτηση.

Η δεύτερη «εκεχειρία» κηρύχθηκε από τον Γεώργιο Γρίβα – Διγενή στα μέσα Μαρτίου του 1957, ένα δύσκολο χρονικό σημείο για την ΕΟΚΑ σε επίπεδο απωλειών (λόγω θανάτου ή σύλληψης ικανότατων στελεχών). Παρ’ όλο που η ενέργεια της οργάνωσης αναμφίβολα υπαγορεύτηκε από την εν λόγω επείγουσα κατάσταση, οι προσπάθειες της ελληνικής κυβέρνησης, ήδη από τα τέλη Φεβρουαρίου (1957), διαδραμάτισαν και αυτές ρόλο στη διαδικασία λήψης της απόφασης για «εκεχειρία».

Η «εκεχειρία» του 1957, η οποία τελικά διήρκεσε αρκετούς μήνες, ήταν μέρος της πολιτικής χαμηλών τόνων που προωθούσε η κυβέρνηση Καραμανλή στο Κυπριακό. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη της ΕΟΚΑ (ή για να είμαστε ακριβείς, η απειλή για επανάληψη των επιθετικών ενεργειών της) παρέμενε σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί για την ελληνική πλευρά.

Κίνητρο πίσω από τις πιέσεις της Αθήνας στην ΕΟΚΑ για κήρυξη μονομερούς «εκεχειρίας» ήταν να εμποδιστεί η Άγκυρα να χρησιμοποιεί την επανάσταση στην Κύπρο ως πρόφαση για διακοινοτικές ταραχές. Ακόμη, να υποβοηθηθούν οι προσπάθειες της κυβέρνησης Καραμανλή προς το Λονδίνο και να πεισθεί η βρετανική πλευρά να διατάξει την απελευθέρωση του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την εξορία (σκοπός που τελικά επετεύχθη). Μακροπρόθεσμα, η Αθήνα αποσκοπούσε στην αναζωογόνηση των ελληνοβρετανικών σχέσεων, αποκλείοντας ταυτόχρονα τη διχοτόμηση ως φόρμουλα επίλυσης του Κυπριακού.

Η τρίτη «εκεχειρία», τον Αύγουστο του 1958, κηρύχθηκε μετά από μια αιματηρή περίοδο διακοινοτικών συγκρούσεων στην Κύπρο. Οι κυβερνήσεις της Βρετανίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας έκαναν έκκληση για τερματισμό της αιματοχυσίας και επαναφορά της ηρεμίας. Η ΕΟΚΑ, παρ’ όλο που η επαναστατική οργάνωση δεν ήταν ο κύριος υπαίτιος αυτής της κατάστασης, διέβλεψε τους κινδύνους και απέφυγε περαιτέρω αντίποινα εναντίον των Τούρκων της Κύπρου.

Η ηγεσία του επαναστατικού κινήματος αντιλαμβανόταν ότι μια μετωπική σύγκρουση με τη μουσουλμανική μειονότητα δεν θα βοηθούσε τις προσπάθειες υπέρ της Ένωσης, εφόσον το Κυπριακό θα εξελισσόταν από αποικιακό ζήτημα σε διακοινοτική κρίση. Με το να θέσει την ένοπλη δράση στο περιθώριο για ένα μικρό διάστημα, η ΕΟΚΑ πραγματοποίησε ένα βήμα προσέγγισης των Βρετανών, αναμένοντας ότι οι τελευταίοι θα ανταποκρίνονταν σε πολιτικό επίπεδο.

Επιπλέον, η ΕΟΚΑ διατηρούσε το πλεονέκτημα της απειλής για επανέναρξη των επιθέσεων εναντίον του αποικιακού καθεστώτος της Κύπρου. Δεν πρέπει, επίσης, να αγνοήσουμε τους δύο άμεσους επιχειρησιακούς στόχους της, δηλαδή της αναδιοργάνωσης των διαφόρων κλιμακίων, καθώς και την απαγκίστρωση από τη διακοινοτική αντιπαράθεση ώστε το ανθρώπινο δυναμικό και οι υλικοί πόροι της ΕΟΚΑ να δύνανται να αφιερωθούν εξ ολοκλήρου στον αντιαποικιακό αγώνα.

Οι λόγοι πίσω από την τέταρτη επίσημη «εκεχειρία», η οποία τέθηκε σε εφαρμογή τον Δεκέμβριο του 1958, διακρίνονται πιο εύκολα. Η πρωτοβουλία της ΕΟΚΑ ήταν αποτέλεσμα συντονισμένων πιέσεων από τον Μακάριο και την ελληνική διπλωματία κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα.

Παρά τους δισταγμούς της, η ηγεσία του ένοπλου ενωτικού κινήματος έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή της: Η αναστολή επιχειρήσεων προς διευκόλυνση των διαπραγματεύσεων για μια τελική συμφωνία σχετικά με το μελλοντικό καθεστώς της Κύπρου ήταν εντελώς λογική. Με την τελευταία επίσημη «εκεχειρία» της ΕΟΚΑ, η εθνικοαπελευθερωτική επανάσταση στην μεγαλόνησο ουσιαστικά έφτασε στο τέλος της (βέβαια, η επαναστατική οργάνωση τερμάτισε επίσημα τη λειτουργία της τον Μάρτιο του 1959).

  • Ιστορικός