Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ, Γραμμή ανάμεσά μας, εκδόσεις Το Ροδακιό, 2020

Γιατί διαβάζονται απνευστί και κατ’ επανάληψη τα διηγήματα της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ; Δεν είναι μόνο για τις πανανθρώπινες ιστορίες και τα οικογενειακά δράματα, τα ατομικά τραύματα και τη συλλογική οδύνη από την τραγωδία του 1974 με τα συνεπακόλουθα των δεινών της. Η αμεσότητα της υποβλητικής πρωτοπρόσωπης είτε τριτοπρόσωπης αφήγησης, η πραγματιστική αποτύπωση των χαρακτήρων, που αποπνέουν την πειθώ βιωματικής αληθοφάνειας,  και η εκδίπλωση των δρώμενων με ζωηρούς ρυθμούς συναρπαστικής κορύφωσης δεν διεγείρουν απλώς αμείωτο το ενδιαφέρον μιας οιονεί σκηνικής θέασης. Παρά τον δηλωτικό τίτλο της ποικιλώνυμης διηγηματικής θεματολογίας, δεν σύρεται καμιά γραμμή διαχωρισμού ή αποστασιοποίησης ανάμεσα στη συγγραφέα και τον αναγνώστη. Απεναντίας, η πηγαία επικοινωνιακή μέθεξη επισύρει τη συνοικείωση έως και την ταύτιση με τον ψυχισμό των προσώπων και τις δοκιμασίες του βίου τους.

Από τα εικοσιένα διηγήματα της συλλογής εξόχως επίκαιρα των ημερών τα πρώτα πέντε, που ζωντανεύουν τις επώδυνες μνήμες της τουρκικής εισβολής, αναξέοντας τις ανεπούλωτες πληγές της προσφυγιάς, πυροδοτώντας τον σπαραγμό της απώλειας αγαπημένων τόπων και ζώντας για μισό σχεδόν αιώνα το ατέλειωτο μαρτύριο των αγνοουμένων. Ενδεικτικό της ανατροπής και του χαλασμού, που επέφερε ο βίαιος ξεριζωμός με τα προβλήματα της επιβίωσης και τα υπαρξιακά αδιέξοδα είναι «Το κασετοφωνάκι». Κατά συνεκδοχή αλληγορικής μικρογραφίας δραματοποιούνται εδώ οι ρωγμές στις σχέσεις μιας εκτοπισμένης οικογένειας με τον άνεργο σύζυγο και πατέρα μικρών παιδιών μεταξύ κατάθλιψης και ξεσπάσματος να τραγουδά το «Η ζωή μου όλη». Τραγική αντίφαση του κατακερματισμού και της διάλυσης χιλιάδων προσφυγικών ζωών που αγωνίζονταν να μαζέψουν τα κομμάτια τους, όπως η Μαρία τα σπασμένα απομεινάρια του κασετόφωνού της.

«Ο Βαγορής» του ομώνυμου διηγήματος συνιστά μια μινιμαλιστική τριλογία του δράματος των αγνοουμένων, που εκτείνεται από τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1974 μέχρι τον μεταγενέστερο Ιούλιο του 2019. Χαμένα τα όνειρα του εικοσιεξάχρονου νεαρού, που μέσα στον κατατρεγμό σπεύδει σε αναζήτηση ενός άλλου παλληκαριού, για να χαθεί και ο ίδιος «στο βάθος των ηλιοκαμένων χωραφιών», ενώ τον καρτερεί από τότε η καλή του ώσπου να κλείσουν τα μάθκια της». Αγνοούμενος όμως παραμένει και ο Άκης του διηγήματος με τον εμφατικό τίτλο «Το ξεσπίτωμα». Αφού έθαψε στο υπόγειο του πατρικού του στην Καρπασία τα χρυσαφικά και τα χρήματα με τα όνειρα της οικογένειάς του, βρέθηκε λίγες μέρες μετά τη δεύτερη φάση της εισβολής ανάμεσα στους άντρες του χωριού από δεκαέξι μέχρι εξήντα ετών, να τους μεταφέρουν σε φορτηγά οι κατακτητές άγνωστο για πού. Πόσος όμως ο απροσμέτρητος πόνος της μάνας, που μεγαλώνοντας μόνη τον γιο της, θα τον δει αιματοκυλισμένο στα 22 του χρόνια, αφού θα έχει αυτοπυροβοληθεί με το κυνηγετικό του αγνοούμενου πατέρα του κάτω από το γιασεμί του νοικοκυρεμένου σπιτιού της στον προσφυγικό προφανώς συνοικισμό της εμβληματικής οδού Καρπασίας με το μοιραίο «Νούμερο 22» του αντίστοιχου μικροδιηγήματος. Μικρότερης ακόμη έκτασης το διήγημα «Οι λεμονιές της Αντρικκούς» με εμφανείς τις νοηματικές του προεκτάσεις. Η ζυμωμένη με το χώμα του χωριού της το μεταφέρει σε έναν άλλο συνοικισμό προσφύγων, φυτεύοντας λεμονιές, για να θυμάται τα περιβόλια του και ν’ ανασαίνει τις ευωδιές τους μέχρι της τελευταίας της πνοής.

Παρακολουθούμε, ωστόσο, και τις άλλες ιστορίες ως αυτοτελή σπονδυλωτά επεισόδια μιας περιπετειώδους σειράς ή μιας πολυπρόσωπης μυθιστορηματικής πλοκής, που συναρθρώνει τους κεντρικούς της άξονες στον κοινό τόπο της ίδιας της ζωής με τις πτυχές των ευοίωνων επιλογών και των δυσοίωνων εκπλήξεων, των εναγώνιων εντάσεων και των συναισθηματικών μεταπτώσεων να εκτυλίσσονται σε κοντινά είτε σε μακρινότερα μέρη με απρόσμενη έκβαση.

Η Μαριάμ, ξεφεύγοντας από τη φτωχή πολύτεκνη οικογένειά της σε ένα ορεινό χωριό του Τροόδους θα συναντήσει σε σχολή μαγειρικής στη Λευκωσία τον Τουρκοκύπριο Γιλμάζ και αφού παντρευτούν θα δημιουργήσουν το ζαχαροπλαστείο τους πίσω από την πράσινη γραμμή. Το συντομότερο διήγημα της συλλογής σαν σε μια στροφή δέκα ποιητικών στίχων δένει «Κόμπο στον λαιμό», σηματοδοτώντας την οριακή καμπή μιας ανώνυμης γυναίκας όταν μαθαίνει ότι έχει καρκίνο, καθώς και της επώνυμης ηθοποιού που αντιμετωπίζει ηρωικά τη μαστεκτομή της. Αρνητικές έως και ιδιόμορφες οι αντιδράσεις των παιδιών και πικρές οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων μετά τη φυγή ή τη βάναυση συμπεριφορά του πατέρα σε τρία εδώ διηγήματα, ενώ άλλα αφήνουν τη στυφή γεύση της μοναξιάς σε παράλληλους κόσμους νεκρών συζυγικών βίων με φωτεινή εξαίρεση το επιγραμματικό διήγημα «Χωρίς Αυτήν», που αντιγράφεται στο οπισθόφυλλο.

Εξίσου συγκινητικές οι ιστορίες των μεταναστών, των ηλικιωμένων και των πληγωμένων της ζωής μέσα από άλλες σελίδες μιας αριστοτεχνικής διηγηματικής γραφής.