Ο αριθμός των ρευματοπαθών στην Κύπρο ξεπερνά πλέον τις 35.000. Την ίδια ώρα όμως ο δημόσιος τομέας της Υγείας δεν διαθέτει ρευματολογική κλινική σε κανένα από τα κρατικά νοσηλευτήρια, με αποτέλεσμα να μην προσφέρεται ενδονοσοκομειακή φροντίδα όταν παραστεί ανάγκη.

Ταυτόχρονα, οι ασθενείς έχουν στη διάθεσή τους μικρό μόνο αριθμό ρευματολόγων οι οποίοι τους παρακολουθούν στα εξωτερικά ιατρεία και οι λίστες για ραντεβού με γιατρό κυμαίνεται από 6 μέχρι 9 μήνες αναμονή τη στιγμή που η διεθνής πρακτική επιβάλλει την επανάληψη εξετάσεων/αναλύσεων στις περιπτώσεις που ο ασθενής βρίσκεται σε ύφεση ανά τετραμηνία.

Κέντρο αποκατάστασης και εξειδικευμένης φροντίδας για τους ρευματοπαθείς των οποίων η νόσος βρίσκεται σε έξαρση δεν υπάρχει, ούτε σε δημόσιο ούτε σε ιδιωτικό τομέα, και σε ό,τι αφορά την φαρμακευτική τους αγωγή, οι ρευματοπαθείς, όπως αναφέρει μιλώντας στον «Φ» ο πρόεδρος του Αντιρευματικού Συνδέσμου Κύπρου, Μάριος Κουλούμας, «οι ασθενείς και οι γιατροί είναι υποχρεωμένοι να έχουν στη διάθεσή τους μόνο τη φθηνότερη θεραπεία». 

Όλα αυτά τα κενά και «η ελλιπής αντιμετώπιση των ρευματοπαθών έχουν τεθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια στο Υπουργείο Υγείας», είπε ο κ. Κουλούμας, προσθέτοντας ότι «τώρα είχαμε κάποια ανταπόκριση αφού όταν ενημερώσαμε σχετικά τον νυν υπουργό, μας παρέπεμψε στις Ιατρικές Υπηρεσίες του υπουργείου οι οποίες και προχωρούν σε συνεργασία με τον Αντιρευματικό Σύνδεσμο Κύπρου στη διοργάνωση εξειδικευμένου εργαστηρίου το οποίο θα ασχοληθεί με όλες τις εκκρεμότητες και θα ετοιμάσει πρόταση για τη λειτουργία τουλάχιστον μιας ρευματολογικής κλινικής στο νοσοκομείο της Λευκωσίας». 

Το εργαστήρι θα πραγματοποιηθεί στις 19 Οκτωβρίου και σε αυτό θα συμμετέχουν καθηγητές Ρευματολογίας από την Ελλάδα, Κύπριοι ρευματολόγοι και παθολόγοι, νοσηλευτές, ασθενείς και εκπρόσωποι της Εθνικής Επιτροπής για τις Ρευματικές Παθήσεις. 

Στόχος, είπε ο κ. Κουλούμας, «θα είναι να καταγραφούν όλα τα σημερινά δεδομένα, να ξεκαθαρίσουν όλες οι ανάγκες, οι οποίες είναι πολλές, και στη συνέχεια να ετοιμαστεί στη βάση των διεθνών δεδομένων και πρακτικών μια ολοκληρωμένη πρόταση που θα αφορά στη λειτουργία μιας πλήρους ρευματολογικής κλινικής στο νοσοκομείο Λευκωσίας». 

Δεν υπάρχει καμιά υπηρεσία αποκατάστασης

Οι ρευματοπαθείς στην Κύπρο, όπως είπε ο πρόεδρος του Αντιρευματικού Συνδέσμου, «είναι η μοναδική ομάδα ασθενών που δεν έχει στη διάθεσή της καμία, μα καμία υπηρεσία αποκατάστασης». Δηλαδή, «σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η νόσος παρουσιάζεται σε όξυνση και ο ασθενής αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα και χρειάζεται φυσιοθεραπεία, εργοθεραπεία, χρειάζεται φυσίατρο, όλα αυτά στην Κύπρο οι ρευματοπαθείς δεν τα έχουν διότι δεν υπάρχει μια εξειδικευμένη Μονάδα που να καλύπτει τις ανάγκες τους, όπως κανονικά θα έπρεπε και όπως συμβαίνει στο εξωτερικό».

Αυτές οι υπηρεσίες, είπε, «θα μπορούσαν να προσφέρονται μέσω μιας πλήρους ρευματολογικής κλινικής στην οποία ο ασθενής θα μπορεί να απευθύνεται για κάθε του ανάγκη». Για αυτόν τον λόγο, πρόσθεσε, «επιμένουμε και θα επιμείνουμε στη δημιουργία έστω και μιας εξειδικευμένης κλινικής για τις ρευματοπάθειες στο νοσοκομείο Λευκωσίας. Πρέπει να γίνει από κάπου η αρχή διότι οι ρευματοπαθείς χρειάζονται ένα χώρο στον οποίο να μπορούν να απευθύνονται». 

Σόβαροι κίνδυνοι λόγω μεγάλης αναμονής

Ο μεγάλος χρόνος αναμονής αποτελεί τεράστιο κίνδυνο για τους ρευματοπαθείς εξήγησε ο πρόεδρος του Αντιρευματικού Συνδέσμου. Όπως είπε, «όταν ένας ρευματοπαθής βρίσκεται σε ύφεση, δηλαδή η πάθηση του δεν βρίσκεται σε έξαρση, πρέπει να υποβάλλεται σε μια σειρά εξετάσεων ανά τετραμηνία διότι υπάρχει μεγάλο ενδεχόμενο η θεραπευτική αγωγή που ακολουθεί να του δημιουργήσει προβλήματα σε διάφορα ζωτικά όργανα όπως για παράδειγμα στο συκώτι».

Για τις δε περιπτώσεις κατά τις οποίες «η νόσος βρίσκεται σε έξαρση ο ασθενής σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να επισκέπτεται τον γιατρό του και να υποβάλλεται στις ενδεδειγμένες εξετάσεις μια φορά την εβδομάδα». Εδώ και καιρό, είπε, «η λίστα αναμονής για τα εξωτερικά ιατρεία στη Λεμεσό φθάνει τους εννέα μήνες και στη Λευκωσία και την Πάφο στους έξι μήνες. Άρα βρισκόμαστε ήδη εκτός των διεθνών πρακτικών».

Από την άλλη, «επιστημονικές μελέτες απέδειξαν με στοιχεία ότι ένα άτομο θα πρέπει σε διάστημα τριών μηνών να διαγνώσει τη ρευματοπάθεια και να αρχίσει τη θεραπεία του διότι υπάρχει τεράστιος κίνδυνος εάν καθυστερήσει να ”χάσει” ζωτικά του όργανα ή να τυφλωθεί. Εάν ένας ασθενής παρουσιάσει συμπτώματα και πρέπει να τον δει ρευματολόγος θα πρέπει να τον δει για να είναι ασφαλής αμέσως. Είναι αντιληπτό δηλαδή ότι με τις λίστες αναμονής που έχουμε σήμερα κάποιοι άνθρωποι τίθενται σε άμεσο κίνδυνο». 

Στα δημόσια νοσηλευτήρια εργοδοτούνται αυτή τη στιγμή «τέσσερις μόνο ρευματολόγοι. Δύο στη Λευκωσία, ένας στη Λεμεσό που καλύπτει και την Πάφο και ένας στη Λάρνακα που καλύπτει και την Αμμόχωστο». Αυτοί οι αριθμοί, υπέδειξε ο κ. Κουλούμας, «δεν είναι καθόλου ικανοποιητικοί». Ευτυχώς, πρόσθεσε, «γνωρίζουμε ότι έχει ήδη προσληφθεί ένας ρευματολόγος ο οποίος και αναλαμβάνει καθήκοντα για το νοσοκομείο της Λευκωσίας, ώστε να γίνουν τρεις οι γιατροί μας διότι ο αριθμός των ασθενών μεγαλώνει καθημερινά και ξέρουμε ότι έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον για πρόσληψη στο δημόσιο άλλος ένας γιατρός, ο οποίος θα τοποθετηθεί στη Λεμεσό για να καλύπτονται καλύτερα οι επαρχίες Λεμεσού και Πάφου». 

Αναμένουν εδώ και καιρό τις βιολογικές θεραπείες

Ο Αντιρευματικός Σύνδεσμος εδώ και καιρό, είπε ο κ. Κουλούμας, αναμένει την ολοκλήρωση των διαδικασιών για την προμήθεια βιολογικών θεραπειών από το Υπουργείο Υγείας. Η εν λόγω προσφορά, υπενθύμισε, είχε προκηρυχθεί «παρουσιάζοντας μια σειρά από λάθη, παραλείψεις και “παράξενες” προδιαγραφές και εμείς ως Σύνδεσμος είχαμε φέρει ένσταση και ο διαγωνισμός ακυρώθηκε».

Ακολούθησαν κάποιες συσκέψεις επί του θέματος «όμως και τώρα βρισκόμαστε ακόμα στην αναμονή με αποτέλεσμα οι γιατροί να έχουν στα χέρια τους μόνο τη θεραπεία που βρίσκεται στο συνταγολόγιο και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες κριθεί απαραίτητο ένας ασθενής να μεταπηδήσει σε άλλη θεραπεία, παρατηρείται τεράστια ταλαιπωρία και καθυστέρηση».